Ένας τύπος, ελεεινός και σουρωμένος μέχρι εκεί που δεν παίρνει, ανεβαίνει σ ένα λεωφορείο.
Κάθεται δίπλα σ έναν παπά, τραβάει μια ρουφηξιά από ένα φλασκί, βγάζει μια τσαλακωμένη εφημερίδα απ την κωλοτσέπη, σκουπίζει μ αυτήν το λερωμένο από κραγιόν και ποτό πρόσωπό του και αρχίζει να τη διαβάζει.
Σε κάποια στιγμή, γυρνάει στον παπά και του λέει:
- Πάτερ, συγγνώμη για την ενόχληση αλλά, μήπως ξέρετε τι προκαλεί την αρθρίτιδα;
- Η έκλυτη ζωή, η επαφή με φτηνές και διεστραμμένες γυναίκες, το αλκοόλ και η αυτοπεριφρόνηση τέκνο μου, του λέει με στόμφο και περιφρόνηση ο παπάς.
- Να με πάρει και να με σηκώσει! μουρμουρίζει ο μέθυσος και ξαναβυθίζεται στην εφημερίδα του.
Ο παπάς ξανασκέφτεται το τι είπε, μετανιώνει για τον τρόπο του και λέει απολογητικά:
- Συγγνώμη τέκνο μου, δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι απότομα. Για πες μου, όμως, πόσο καιρό έχεις αρθρίτιδα;
- Δεν έχω πάτερ, αλλά μόλις διάβασα πως έχει ο Πάπας!
Τρεις μεγάλοι φονιάδες καταδικάζονται σε ισόβια! Λίγο πριν τους κλείσουν μέσα στο κελί τους λένε ότι μπορούν να τους πραγματοποιήσουν από μια επιθυμία!
- "Εγώ θέλω να μου γεμίσετε το κελί μου γυναίκες από όλο τον κόσμο. Έλληνιδες, Αγγλίδες, Γερμανίδες, Σουηδέζες κλπ.", λέει ο πρώτος.
- "Εγώ θέλω να μου γεμίσετε το κελί μου φαγητά από όλες τις ποικιλίες. Χάμπουργκερ, πίτσες, μακαρόνια, σουβλάκια, γιαούρτια, ψάρια κλπ.", λέει ο δεύτερος.
- "Εγώ θέλω να μου γεμίσετε το κελί μου τσιγάρα από όλες τις μάρκες! Μαρλπορο, κάμελ, άσσος, Καρελία, κενή, Νταβιτοφ, κλπ!", λέει ο τρίτος.
Έτσι κι έγινε!
Γέμισαν ασφυκτικά τα κελιά τους με αυτά που ζήτησαν! Μετά από 30 χρόνια είπαν να δουν τι κάνουν!
Ανοίγουν το πρώτο... Σπέρματα από δω κι από εκεί, το πέος του καταματωμένο, γυναίκες ξεσκισμένες, γενικά χαμός!
Ανοίγουν το δεύτερο... Κοκάλα απ εδώ κι από εκεί, είχε γίνει 500 κιλά απ το φαγητό, μύγες απ εδώ κι από εκεί... Χαμός!
Ανοίγουν και του τρίτου το κελί και αμέσως ξεπετάγεται έξω και φωνάζει:
- Αναπτηρα,αναπτηρα ρε παιδια!
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.
Είναι καλοκαίρι και το τζιτζίκι κάθεται πάνω σε ένα δέντρο και χαλαρώνει.
Από κάτω περνάει το μυρμήγκι κουβαλώντας σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε λιγάκι δικέ μου, του φωνάζει το τζιτζίκι!
- Να σε δω, όταν χειμωνιάσει και πεινάσεις, απαντάει το μυρμήγκι.
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα, με το μυρμήγκι να κουβαλάει και το τζιτζίκι να το κοροϊδεύει.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται ο χειμώνας.
Έξω πέφτει πολύ χιόνι, ο αέρας σφυρίζει έξω και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το παγωμένο τζιτζίκι να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαγητό.
Ένα βράδυ, το μυρμήγκι ακούει κάποιον να του χτυπάει τη πόρτα!
- Ποιος είναι; λέει – Άνοιξε, το τζιτζίκι είμαι!
- Τα έλεγα εγώ, λέει στον εαυτό του το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα με μια πόρσε!
- Δικέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι τον παίρνει!