Ένας τύπος, ελεεινός και σουρωμένος μέχρι εκεί που δεν παίρνει, ανεβαίνει σ ένα λεωφορείο.
Κάθεται δίπλα σ έναν παπά, τραβάει μια ρουφηξιά από ένα φλασκί, βγάζει μια τσαλακωμένη εφημερίδα απ την κωλοτσέπη, σκουπίζει μ αυτήν το λερωμένο από κραγιόν και ποτό πρόσωπό του και αρχίζει να τη διαβάζει.
Σε κάποια στιγμή, γυρνάει στον παπά και του λέει:
- Πάτερ, συγγνώμη για την ενόχληση αλλά, μήπως ξέρετε τι προκαλεί την αρθρίτιδα;
- Η έκλυτη ζωή, η επαφή με φτηνές και διεστραμμένες γυναίκες, το αλκοόλ και η αυτοπεριφρόνηση τέκνο μου, του λέει με στόμφο και περιφρόνηση ο παπάς.
- Να με πάρει και να με σηκώσει! μουρμουρίζει ο μέθυσος και ξαναβυθίζεται στην εφημερίδα του.
Ο παπάς ξανασκέφτεται το τι είπε, μετανιώνει για τον τρόπο του και λέει απολογητικά:
- Συγγνώμη τέκνο μου, δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι απότομα. Για πες μου, όμως, πόσο καιρό έχεις αρθρίτιδα;
- Δεν έχω πάτερ, αλλά μόλις διάβασα πως έχει ο Πάπας!
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.
Ήταν τρεις φίλοι, που πήγαιναν για κυνήγι κάθε χρόνο. Φέτος όμως η γυναίκα του ενός, του Κώστα, του απαγόρεψε να πάει.
Οι άλλοι δύο απογοητεύτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Την επόμενη μέρα αφού έφτασαν στον προορισμό τους, βλέπουν τον Κώστα να έχει στήσει σκηνή, να έχει ανάψει φωτιά και να έχει έτοιμο και το φαγητό!
- Καλά ρε φίλε, του λένε, από πότε είσαι εδώ;
- Ήρθα χθες το βράδυ, τους λέει ο Κώστας.
- Και πως σε άφησε η γυναίκα σου;
- Να, χθες το απόγευμα, καθόμουν στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση, όταν ήρθε η γυναίκα μου από πίσω, μου κάλυψε τα μάτια με τα χέρια της και με ρωτάει :
- «Μάντεψε, ποιός είναι;» Της τράβηξα τα χέρια και βλέπω ότι φόραγε σέξυ εσώρουχα! Πάμε στη κρεβατοκάμαρα, την οποία είχε στολίσει με ροδοπέταλα. Στο κρεβάτι μου είπε να την δέσω με χειροπέδες, και όταν το έκανα μου λέει : Τώρα κάνε ότι γουστάρεις!.