Ξεκινάει η καινούρια σχολική χρονιά και η δασκάλα γνωρίζει τους μαθητές της:
- Εσένα πως σε λένε παιδάκι μου;
- Αννούλα, κυρία!
- Εσένα;
- Πέτρο, κυρία!
- Εσένα;
- Κότζα, κυρία!
- Κότζα; Τι όνομα είναι αυτό; Από που είσαι Κότζα;
- Από Αλβανία, κυρία!
- Ακου να δεις Κότζα εδώ δεν είναι Αλβανία, τώρα είσαι στην Ελλάδα! Από εδώ και στο εξής θα σε φωνάζουμε Κωστάκη. Εντάξει Κωστάκη;
- Εντάξει κυρία!
Πηγαίνει σπίτι του ο Κότζα και κάποια στιγμή τον φωνάζει ο πατέρας του.
- Κότζα; Ρε Κότζα; Κότζα;
Πηγαίνει στο δωμάτιο του και του λέει:
- Καλά ρε μαλακισμενο, δεν ακούς που σε φωνάζω;
- Ακου να δεις πατέρα, εδώ δεν είναι Αλβανία, είμαστε στην Ελλάδα. Από εδώ και στο εξής θα με φωναζεις Κωστάκη!
- Κωστάκη ε;
Και τον πλακωνει στο ξύλο.
Μετά από λίγη ώρα τον φωνάζει η μάνα του:
- Κότζα, έλα έτοιμο το φαγητό! Κότζα; Ρε Κότζα;
Πηγαίνει στο δωμάτιο του:
- Καλά ρε ηλιθιο, δεν ακούς που σε φωνάζω;
- Ακου να δεις μάνα, εδώ δεν είναι Αλβανία, τώρα είμαστε στην Ελλάδα και θα με φωναζεις Κωστάκη από εδώ και στο εξής!
- Κωστάκη ε;
Και τον πλακωνει στο ξύλο. Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο ο Κότζα και τον βλέπει η δασκάλα και του λέει:
- Βρε Κωστάκη, τί μελανιές και σημάδια είναι αυτά στο πρόσωπο σου;
- Δεν είναι τίποτα κυρία, μου την πέσανε χθες δυο Αλβανοί!
Συναντιούνται δυο παιδικοί φίλοι ύστερα από πολλά χρόνια και ρωτούν να μάθουν ο ένας τα νέα του άλλου.
- Βρε, βρε, πως πρόκοψες έτσι Γιάννη; λεει ο Κώστας. Βλέπω κυκλοφορείς με κουρσάρα πανάκριβη, με δυο σωματοφύλακες και ρολόι χρυσό! Πωπω! Εσύ από ότι θυμάμαι δεν τα έπαιρνες τα γράμματα. Ενώ εγώ που ήμουν πρώτος μαθητής, τι πέτυχα; Το μόνο που πέτυχα είναι μια δουλειά στο δημόσιο.
- Ξέρεις, απαντά ο Γιάννης, έβλεπα κάθε νύχτα στο όνειρο μου το νούμερο 8.
- Ε! και λοιπόν;
- Σκέφτηκα που λες και είπα: 8Χ8=56. Έπαιξα στο λόττο 8,8,5,6 και τα πήρα τα δις.
- Κουτός είσαι μωρέ; 8Χ8 κάνει 64 και όχι 56.
- Βλέπεις, φίλε μου, γιατί δεν πρόκοψες εσύ;