Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά

Μια μέρα γυρνάει ο άντρας από τη δουλειά του και βρίσκει το σπίτι και τον κήπο άνω-κάτω.
Τα παιδιά, με τις πιζάμες τους ακόμη, παίζανε μέσα στη λάσπη και ήταν σε άθλια κατάσταση.
Προχωράει στο σπίτι και το βρίσκει σε ακόμη χειρότερη κατάσταση.
Πιάτα ένα σωρό στο νεροχύτη, το φαΐ του σκύλου χυμένο παντού, ένα σπασμένο ποτήρι κάτω από το τραπέζι.
Το καθιστικό είναι γεμάτο με παιχνίδια και ρούχα.
Πηγαίνει επάνω να δει τη γυναίκα του ανησυχώντας ότι μπορεί να ήταν άρρωστη, ή ότι είχε πάθει κανένα ατύχημα.
Τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, να διαβάζει ένα βιβλίο. Τον κοίταξε και τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα στη δουλειά. Αυτός την κοίταξε απορημένος και της λέει :
- Μα τι συνέβη εδώ σήμερα; ρώτησε.
Εκείνη του απάντησε:
- Ξέρεις, κάθε μέρα που έρχεσαι σπίτι από τη δουλειά, με ρωτάς τι έκανα όλη μέρα.
- Ε και λοιπόν;
- Ε λοιπόν σήμερα δεν το έκανα!

Μια μέρα το παιδάκι ενός φίλου έφερε στο σπίτι ένα γράμμα από το σχολείο, από αυτά που συνήθως στέλνουν τα σχολεία και τις περισσότερες φορές δε λένε τίποτα και τις υπόλοιπες είναι άγγελοι κακών. Εκείνο το γράμμα έλεγε ότι οι μαθητές εκείνη την ημέρα είχαν δει μια κινηματογραφική ταινία στο σχολείο, που είχε φιλοδοξία να τους διδάξει διάφορα πράματα για τη ζωή γενικότερα και που αν μαθαινότανε από τα βιβλία από τις ταινίες η ζωή, ... καλά, άστο αυτό, ως επί το πλείστον, σεξουαλικού περιεχομένου, (σεξουαλική αγωγή κλπ, ξέρετε εσείς, που ούτε κι αυτά μαθαίνονται από τις ταινίες. Πρακτική χρειάζεται!) Έδινε δε οδηγίες στους γονείς να ρωτήσουν τα παιδάκια τους αν είχαν τίποτα απορίες για το περιεχόμενο της ταινίας. Πιστός στις επιταγές του σχολείου, ο φίλος μου πήρε το διστακτικό γιο του στο σαλόνι κι άρχισε την... ανάκριση:
- Είδες την ταινία στο σχολείο σήμερα;
- Ναι.
- Μήπως έχεις τίποτα απορίες;
- Όχι.
- Για πες μου τώρα τη γνώμη σου για την ταινία.
- Ε λοιπόν, το μόνο που έχω να πω είναι ότι είμαι ευτυχισμένος που είμαι υιοθετημένος.
Ο μικρός Κωστάκης παίζει στο δωμάτιό του και ο πατέρας του μπαίνει και του ανακοινώνει ότι ό μπαμπάς κι η μαμά χωρίζουν.
- Γιατί, μπαμπά; ρωτάει, μπερδεμένος, ο Κωστάκης.
- Ε, να, η μαμά κι εγώ δεν αγαπιόμαστε πια, εξηγεί ο πατέρας.
- Τι εννοείς ακριβώς; ξαναρωτάει ο Κωστάκης.
- Ασε με να σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Όταν γυρίζω απ τη δουλειά, η μαμά δεν αισθάνεται αυτή τη γλυκιά έξαψη και αναστάτωση, που έρχεται ο άντρας της στο σπίτι, ούτε έρχεται να με υποδεχτεί στην εξώπορτα.
- Μα, μπαμπά, εγώ βλέπω τη μαμά σε έξαψη, τελείως αναστατωμένη, καμιά φορά, όταν γυρίζεις στο σπίτι. Αρα πρέπει να σε αγαπάει ακόμη.
- Πότε δηλαδή; απόρησε ο πατέρας.
- Να, είναι κάτι φορές, που η μαμά κοιμάται ακόμη, με το γείτονα στο κρεβάτι κι όταν ακούει το αυτοκίνητο, που παρκάρεις στο γκαράζ, βάζει τις φωνές έξαλλη:
- «Ήρθε ο άντρας μου! Ήρθε ο άντρας μου!»