Η Μαμά του Τοτού λέει στον Τοτό:
- Τότε θα πας απέναντι στο ζαχαροπλαστείο, θα πάρεις μια κούτα γλυκά, θα πας στην στάση, θα ανέβεις στο λεωφορείο, θα κόψεις το εισιτήριο, θα κάτσεις στο κάθισμα, θα κατέβεις στην επόμενη στάση, θα πας απέναντι στης θείας, θα χτυπήσεις το κουδούνι και θα κατέβει η υπηρέτρια και θα πάρει την κούτα με τα γλυκά. Κατάλαβες; -Ναι! Θα πάω απέναντι στα γλυκά, θα πάρω μια κούτα ζαχαροπλαστείο, θα πάω στην στάση, θα κατέβω στο λεωφορείο, θα κόψω το κάθισμα, θα κάτσω πάνω στο εισιτήριο, θα κατέβω στην επόμενη στάση, θα πάω απέναντι στης θείας, θα χτυπήσω την υπηρέτρια και θα κατέβει το κουδούνι να δώσω την κούτα με το ζαχαροπλαστείο.
Έγραφε ο Τοτός διαγώνισμα στην γεωγραφία και κρυφοκοίταγε από τον διπλανό του, τον Γιωργάκη, που ήταν καλός μαθητής.
Διαβάζει "Πρωτεύουσα της Ελλάδας", κοιτάει το γραπτό του Γιωργάκη, βλέπει "Αθήνα", γράφει και ο Τοτός "Αθήνα".
Διαβάζει "Πρωτεύουσα του Βελγίου", κοιτάει το γραπτό του Γιωργάκη, βλέπει "Βρυξέλλες", γράφει και ο Τοτός "Βρυξέλλες".
Διαβάζει "Πρωτεύουσα του Λουξεμβούργου", κοιτάει το γραπτό του Γιωργάκη, βλέπει "Δεν ξέρω", γράφει και ο Τοτός "Ούτε και εγώ".
Μία μέρα η δασκάλα είπε στα παιδιά να γράψουν μια έκθεση που αφορά το άλογο τους.
Την άλλη μέρα λέει η δασκάλα στον Τοτό:
- Τοτό για πες μας τι έγραψες. Θέλω να μας πεις λίγο από την αρχή και λίγο από το τέλος.
Και λέει ο Τοτός.
- Ανεβαίνω στο άλογο μου... Κατεβαίνω από το άλογο μου.
- Στη μέση τι έγραψες; λέει η δασκάλα.
- Kλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ, κλοκ...
Βάζει η δασκάλα στα παιδιά να γράψουν έκθεση για το πως περάσαν τα Χριστούγεννα.
Παίρνει ο Τοτός το τετράδιό του και αρχίζει να γράφει:
"Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..."
Δεύτερη σελίδα:
"Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..."
Τρίτη σελίδα:
"Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..."
Τέταρτη σελίδα:
"Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε και στο τέλος το έστρωσε!"