Είναι η μικρή Αννούλα με τον μπαμπά και τον αδερφό της στο Jumbo.
- Μπαμπά, να πάρω αυτήν την barbie;
- Να την πάρεις, Αννούλα, γιατί να μην την πάρεις.
Μετά από λίγο:
- Μπαμπά, να πάρω και τον Ken;
- Να τον πάρεις, Αννούλα μου.
Μετά από λίγο:
- Μπαμπά, να τους πάρω και ένα σπίτι για να μένουνε;
- Να τους πάρεις, Αννούλα μου.
Λέει και ο αδερφός την Αννούλας:
- Μπαμπά, να πάρω αυτό το μικρό, φτηνό αυτοκινητάκι;
- Ε, ξέρεις τώρα παιδί μου, περνάμε οικονομική κρίση και δεν είναι καιρός για έξοδα!
Μετά από λίγο ξαναρωτά η Αννούλα:
- Μπαμπά, να πάρω και το μαγαζί και το τροχόσπιτο και το κομμωτήριο και την βίλλα της Barbie;
- Πάρτα όλα αγάπη μου, λέει πάλι ο μπαμπάς.
Μόλις βγαίνουν από το Jumbo λέει η Αννούλα στον αδερφό της:
- Κοίτα πόσα παιχνίδια πήρα εγώ και εσύ δεν έχεις τίποτε!
- Ναι, αλλά εγώ δεν έχω καρκίνο!
Ένα ωραίο πρωινό, ξενικά η Κοκκινοσκουφίτσα για μια βόλτα στο δάσος με το ποδηλατάκι της.
Καθώς προχωρούσε, συναντά τον λύκο, ο οποίος την πετάει από το ποδηλατάκι της και το καταστρέφει.
Παιδί του δάσους όπως ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, πάει κλαίγοντας στον αρκούδο.
- "Ο λύκος μου έσπασε το ποδηλατάκι μου", του λέει.
Ξεκινάει λοιπόν ο αρκούδος για να βρει το λύκο. Αφού τον βρίσκει, τον σπάει στο ξύλο και τον υποχρεώνει να φτιάξει το ποδηλατάκι της Κοκκινοσκουφίτσας.
Την επόμενη μέρα, ξανά η Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος με το ποδηλατάκι της, ξανασυναντά τον λύκο.
Αυτός της ξανασπάει το ποδήλατο και το οποίο βέβαια ξαναφτιάχνει, αφού τον υποχρεώνει πάλι ο αρκούδος.
Αυτό συνεχίστηκε για μία εβδομάδα περίπου, μέχρι που η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ξαναεμφανίστηκε. Πάει λοιπόν ο λύκος τώρα στο σπίτι της. Χτυπάει την πόρτα.
- "Ποιος είναι;" ρωτάει η Κοκκινοσκουφίτσα.
- "Η γιαγιά σου παιδάκι μου είμαι".
- "Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αφτιά;"
- "Για ν? ακούω καλύτερα παιδάκι μου".
- "Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;"
- "Για να τρώω καλύτερα παιδάκι μου"
- "Γιαγιά, και γιατί έχεις τόσο κόκκινα μάτια;"
- "Από την οξυγονοκόλληση παιδάκι μου!"
Μήπως και δεν;
O μπαμπάς στο παιδί:
Όλο το δρόμο από το σπίτι μέχρι εδώ σου λέω κουμπώσου, τίποτα. Στο αυτοκίνητο σου είπα να κουμπωθείς, τίποτα. Στον πεζόδρομο του σχολείου σου είπα κουμπώσου, τίποτα. Στο σχολείο σου είπα να είσαι κουμπωμένος, πάλι τίποτα. Μόλις ήρθα να σε πάρω ήσουν ξεκούμπωτος, σου είπα να κουμπωθείς, τίποτα. Γυρίσαμε πίσω, φάγαμε, σε πήγα αγγλικά, σε γύρισα, πήγαμε έξω, σου έλεγα συνέχεια να κουμπωθείς τίποτα!
Μήπως δεν κρυώνεις;