- Ο πατέρας του Τοτού πηγαίνει στη δασκάλα του για να δει πως τα πάει ο κανακάρης του.
Η δασκάλα του λέει ότι δεν φτάνει που μονίμως κάνει φασαρία και σκαρώνει φάρσες, αλλά είναι και σκράπας στα μαθήματα, με αποκορύφωμα τη γεωγραφία.
- Όταν γυρνάει ο πατέρας στο σπίτι, πάει στο δωμάτιο του Τοτού και τον πλακώνει στα χαστούκια, εξηγώντας του τι έγινε σήμερα στο σχολείο και ζητώντας του εξηγήσεις.
Ο Τοτός λοιπόν του εξηγεί ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, απλά η δασκάλα τον έχει βάλει στο μάτι, καθότι είναι λίγο ζωηρός.
- Ο πατέρας του τότε του λέει "ωραία, θα σου κάνω ορισμένες ερωτήσεις για να δω και εγώ αν είναι αλήθεια ή όχι"
- Πατέρας - "ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;"
Τοτός -"έλα ρε πατέρα αυτό είναι εύκολο, το Ναύπλιο"
- Πατέρας - "ποια είναι η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας;"
Τοτός - "καλά, δεν έχεις τίποτα πιο δύσκολο!, η Αρτα"
- Πατέρας - "που βρίσκονται οι Πρέσπες;"
Τοτός- "ωωωωω το χρόνο μου τρως τώρα, στην Κρήτη"
- Οπότε σηκώνεται ο πατέρας του, του τραβάει ένα φιλικό χαστούκι και του λέει "καλά βρε Τοτέ, αφού τα ξέρεις, γιατί δεν τα λες και στο σχολείο;!

Τρεις φίλοι επί καθημερινής βάσεως, Τρεις φίλοι επί καθημερινής βάσεως, συνηθίζουν να συναντιούνται μετά τη δουλειά και να πίνουν ουζάκια πριν το μεσημεριανό. Μια μέρα μπαίνει στο καφενείο ο ένας απ αυτούς με κατεβασμένα μούτρα.
- Τι έγινε; τον ρωτάνε οι άλλοι.
- Να ρε παιδιά, η γυναίκα μου με απατάει.
- Τι λες ρε παιδί μου και πώς το κατάλαβες;
- Χθες που γύρισα στο σπίτι, κοίταξα κάτω από το κρεβάτι να βρω τις παντούφλες μου και βρήκα κάτι πένσες, κάβουρες (και άλλα θαλασσινά),
Σωλήνες και τέτοια. Μια, λοιπόν και δεν ήταν δικά μου πρέπει να ήταν του
Εραστή της (κλάμα) και είναι υδραυλικός.
Τον συλλυπούνται οι άλλοι. "Έλα ρε παιδί, πώς κάνεις έτσι;" και τέτοια και φεύγουν.
Την άλλη μέρα έρχεται ο δεύτερος φίλος με προβοσκίδα.
- Τι έπαθες ρε μεγάλε; των ρωτούν.
- Τι να πάθω, τα ίδια με το φίλο μας. Υποψιασμένος χθες με το που γύρισα στο σπίτι κοίταξα κάτω από το κρεβάτι και βρήκα κάτι κουτιά με χρώματα. Αρα η γυναίκα μου τα έχει με μπογιατζή.
Τον παρηγορούν κι αυτόν, ο άλλος κερατάς και ο καθαροκούτελος και φεύγουν.
Την επομένη να σου και ο τρίτος στενοχωρημένος και κλαμένος.
- Τι έγινε; τον ρωτάνε οι ομοιοπαθείς.
- Αστε τα ρε παιδιά. Είμαι στη χειρότερη μοίρα απ όλους σας. Γυρίζοντας χθες στο σπίτι κι ακούγοντας τις ιστορίες σας, κοίταξα κι εγώ κάτω από το κρεβάτι. Και τι βρήκα που λέτε;
- Τι βρήκες;
- Ένα καπελάκι από τζόκεϊ.
- Ε, και;
- Τι ε, και; Η γυναίκα μου τα χει με άλογο!
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που βρήκαν κάπου σ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνι. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- "Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω", λέει το τζίνι.
- "Ψαράς είμ εγώ, ψαράς είν ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιός μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.", λέει ο Λευκαδίτης.
- "Έγινε!", λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
- "Θέλω έναν τείχος γύρω απ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα., λέει έκθαμβος ο Κερκυραίος. Μ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
- "Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;", ρωτά ο Κεφαλλονίτης.
- "Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί," λέει το τζίνι.
- "Εντάξει. Γέμισε το με νερό τώρα!", λέει ο Κεφαλλονίτης.
Πού είναι ο Θεός;
Ήταν δύο αδελφάκια 8 και 10 χρόνων τόσο ζωηρά, που έμπλεκαν διαρκώς σε μπελάδες. Κάθε φορά που γινόταν κάτι περίεργο στη μικρή πόλη όπου ζούσαν, οι γονείς τους ήταν σίγουροι πως τα παιδιά τους ήταν ανακατεμένα με κάποιον τρόπο. Οι άνθρωποι είχαν πια χάσει την υπομονή τους ώστε αποφάσισαν κάποια μέρα να στείλουν τα παιδιά στον ιερέα της εκκλησίας της πόλης τους, μήπως και κατάφερνε να τα συνετίσει. Ο ιερέας συμφώνησε και τους ζήτησε να του στείλουν πρώτα τον μικρό και μετά το μεγαλύτερο. Όταν, λοιπόν, πήγε ο οκτάχρονος στην εκκλησία, κάθισε σε ένα σκαμνί απέναντι από τον ιερέα, ο οποίος κοιτάζοντάς τον για λίγο στα μάτια, τον ρωτάει:
- Που είναι ο Θεός;
Τίποτα ο μικρός. Ο ιερέας τον ξαναρωτάει:
- ΠΟΥ είναι ο Θεός;
Πάλι τίποτα ο μικρός. Δίνοντας μεγαλύτερη ένταση στη φωνή του, ο ιερέας ξαναρωτάει το μικρό κουνώντας με στόμφο το δείκτη του χεριού του:
- Που ειναι ο θεοσ;
Αυτή τη φορά, ο πιτσιρίκος σηκώνεται απότομα από το σκαμνί και τρέχει βολίδα για το σπίτι του όπου πάει και κλείνεται μέσα στη ντουλάπα του δωματίου του. Το βλέπει αυτό ο μεγαλύτερος αδερφός και αφού ανοίγει τη ντουλάπα ρωτάει το μικρό τι συνέβη.
- ʼσε! του λέει εκείνος. Αυτή τη φορά είμαστε στ’ αλήθεια ΠΟΛΥ μπλεγμένοι! Έχασαν το Θεό και νομίζουν ότι εμείς τον κρύβουμε!