Το καλοκαίρι έφτασε και μία τετραμελής οικογένεια πήγε για τις διακοπές της σ ένα ξενοδοχείο.
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα να φύγουν. Ο πάτερ φαμίλιας πήγε στη reception για να πληρώσει:
- Ορίστε οι 300000 χιλιάδες που είχαμε συμφωνήσει για 15 μέρες διαμονή.
- Κύριε, του λέει ο υπάλληλος, το ποσό είναι 400000δρχ.
- Γιατί; ρωτάει ο πατέρας όλο απορία.
- Διότι 40000 είναι επειδή χρησιμοποιήσατε την πισίνα.
- Μα εμείς δεν τη χρησιμοποιήσαμε, λέει ο πατέρας.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τη χρησιμοποιούσατε, λέει ο υπάλληλος.
- Καλά, λέει ο πατέρας τα υπόλοιπα τι αφορούν;
- Οι υπόλοιπες 60000 αφορούν τις αθλοπαιδιές και το μπαρ.
- Μα κύριε, λέει εκνευρισμένος ο πατέρας, εμείς δε χρησιμοποιήσαμε τίποτε από όλα αυτά.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τα χρησιμοποιούσατε του ξαναλέει ο υπάλληλος.
Μάλιστα, λέει ο πατέρας και βγάζει ένα πακέτο δεκαχίλιαρα, τα δίνει στον υπάλληλο και φεύγει.
Μόλις κάνει πέντε βήματα ο υπάλληλος τον ξαναφωνάζει:
- Κύριε έχετε κάνει λάθος.
Πλησιάζει ο πατέρας και ο υπάλληλος συνεχίζει:
- Εδώ κύριε μου έχετε δώσει 300000 αντί για 400000.
Ο πατέρας τότε του λέει: α, βέβαια σας κράτησα τις 100000 επειδή μου πηδήξατε τη γυναίκα.
- Μα κύριε, λέει ο υπάλληλος κοκκινίζοντας, κανείς δε σας πήδηξε τη γυναίκα.
Τότε ο πατέρας του απαντά:
- Εδώ ήταν κύριε, ας την πηδούσατε! και έκανε μεταβολή και έφυγε...
Ήταν 3 φίλοι, 2 άντρες και μία γυναίκα και ταξίδευαν.
Το βράδυ πάνε σε ένα ξενοδοχείο, αλλά το μόνο διαθέσιμο δωμάτιο ήταν ένα με διπλό κρεβάτι.
Τί να κάνουν, το παίρνουν, και την νύχτα κοιμούνται οι δύο άντρες στις άκρες, και η γυναίκα στην μέση.
Ξυπνάει το πρωί ο ένας και λέει:
- Έβλεπα στον ύπνο μου ότι μια γκόμενα μου τον έπαιζε. Τον κουνουσε από το δω, τον πήγαινε πάνω, τον πήγαινε κάτω... Περίεργο όνειρο!
- Πραγματικά, λέει ο άλλος. Κι εγώ έβλεπα ότι μου τον έπαιζε μία γκόμενα, αλλά εμένα τον έστριβε από δω, τον έστριβε από κει...
- Εγώ, λέει η γυναίκα, είδα ότι οδηγούσα νταλίκα!
Τα αυτοκίνητα που πετάνε .
Ο πρόεδρος ενός ελληνικού χωριού , στο οποίο ο πολιτισμός έχει αργήσει να φτάσει ακόμα , ανακοινώνει στους λιγοστούς κατοίκους πως πρόκειται να επισκεφτεί την Αθήνα , με σκοπό να τους μεταφέρει την εικόνα των μεγαλουπόλεων και τις συνήθειες των κατοίκων τους . Πράγματι , ύστερα από απουσία λίγων ημερών , ο πρόεδρος επιστρέφει εντυπωσιασμένος στο χωριό και αφηγείται στους κατοίκους διάφορες καταστάσεις που βίωσε στην Αθήνα .
Αφού αναφέρθηκε σε πολλά περιστατικά , στάθηκε περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο που του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση :
- Αγαπητοί μου φίλοι , αυτό που είδα με τα μάτια μου δεν θα το πιστέψετε . Τα αυτοκίνητα στην Αθήνα πετάνε ! Ξαφνικά εκεί που τα βλέπεις να τρέχουν στο δρόμο , αρχίζουν να ανεβαίνουν ψηλά και μετά από λίγο ξανακατεβαίνουν ! Aλλες φορές περνάνε ακόμα και πάνω από θάλασσα!
Προφανώς , ο κακόμοιρος ο πρόεδρος δεν κατάλαβε πως τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν ψηλά , γιατί απλούστατα ανεβαίνουν σε μεγάλες και ψηλές γέφυρες . Ακούγοντας όλα αυτά ο Γιωρίκας και μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε , αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να δει αυτά που έλεγε ο πρόεδρος . Ζήτησε τη συμβουλή του προέδρου κι αυτός του είπε να προσέχει να μην μπαίνει σε αυτοκίνητα που πετάνε , γιατί είναι πολύ επικίνδυνο . Έτσι λοιπόν, ο Γιωρίκας φτάνει στην Αθήνα και σύμφωνα με τις οδηγίες του προέδρου , φωνάζει ένα ταξί για να τον πάει στο ξενοδοχείο .
Οδηγός : Πού πάτε κύριε ;
Γιωρίκας : Στην λεωφόρο Αλεξάνδρας .
Οδηγός : Σε ποιο ύψος ;
Αμέσως ο Γιωρίκας γουρλώνει τα μάτια , τεντώνεται και κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο λέει στον οδηγό :
- Aμα πετάξεις ρε πού**τη σε γάμ**σα !
Δυο νάνοι κέρδισαν το Λόττο.
Το πρώτο πράμα που κάνανε ήταν να αγκαζάρουν δυο πουτ**** και να πάνε σ ένα ξενοδοχείο. Τα δωμάτιά τους είναι δίπλα-δίπλα. Παίρνουν ο καθένας από μια γυναίκα λοιπόν και αποσύρονται. Ο ένας απ τους δυο, μόλις έπεσε στο κρεβάτι, ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Ενθουσιάστηκε που ο φίλος του άρχισε τη... γυμναστική τόσο νωρίς και βγάζει όλα τα ρούχα του. Ακόμα ακούει απ το διπλανό δωμάτιο:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Μετά από κάνα τέταρτο, που ο ίδιος βρισκότανε στα προκαταρτικά ακόμη, συνεχίζει να ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ» κι αναρωτιέται που τη βρίσκει τόση αντοχή ο φίλος του. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σ αυτό που κάνει ο ίδιος, αλλά οι φωνές του φίλου του απ το διπλανό δωμάτιο, «ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ», δεν τον αφήνουν και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πουτ**** , δεν καταφέρνει να σηκώσει ούτε το δάχτυλό του. Ακόμα κι όταν εγκατέλειψε τις προσπάθειες απογοητευμένος και έπεσε για ύπνο συνέχισε ν ακούει απ το διπλανό δωμάτιο τις φωνές του φίλου του, που δεν είχε σταματήσει καθόλου:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Την επομένη συναντιόνται έξω απ τα δωμάτια τους, μετά που οι πουτ**** έχουν φύγει. Ο ένας είναι κατακόκκινος στο πρόσωπο και φαίνετε τελείως εξαντλημένος - Πώς τα πέρασες τη νύχτα; ρωτάει τον πρώτο νάνο, αυτόν που δεν του έκανε κούκου.
- Απαίσια, απαντάει εκείνος. Δεν είχα στύση. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι και δεν έκανα τίποτα με τη γυναίκα.
- Τυχερό κω**παιδο, του λέει ο άλλος. Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε στο κρεβάτι ν ανέβω.