Ανέκδοτα για την Εκκλησία
Τρεις γυναίκες πεθαίνουν και ο Αγιος Πέτρος τις εξετάζει.
- Εγώ, λέει η πρώτη, πήγαινα στην εκκλησία, νήστευα και δεν απάτησα ποτέ τον άνδρα μου.
- Καλά, λέει ο Αγιος Πέτρος, πάρε τα χρυσά κλειδιά και πήγαινε στον Παράδεισο.
- Εγώ, λέει η δεύτερη, πήγαινα στην εκκλησία, νήστευα και απάτησα μία φορά τον άνδρα μου με τον κουμπάρο.
- Καλά, λέει ο Αγιος Πέτρος, πάρε τα ασημένια κλειδιά, μία μέρα στο Καθαρτήριο και μετά πήγαινε στον Παράδεισο.
- Εγώ, λέει η τρίτη, έπινα, κάπνιζα, ξενυχτούσα και έκανα συνέχεια όργια.
- Ωραία, λέει ο Αγιος Πέτρος, πάρε τα κλειδιά του δωματίου μου, πήγαινε, και έρχομαι σε λιγάκι...
Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
Λέει:
- Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
- Εντάξει .. Τέκνον μου... (Τί "τέκνον"; Τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση εκεί όπου κανείς με τα σωστά του δεν θέλει να πάει, αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
- Λοιπόν, παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χρονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι -πάνω στο πατάρι-, την τάιζα, την πότιζα, την έντυνα, αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα.
Και μετά το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ...
- Εντάξει εντάξει..., λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου! Και πείνας και στέρησης... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
- Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;
Πάει ένας τύπος σε ένα μαγαζί με εκκλησιαστικά είδη. Εκεί λοιπόν που χάζευε, βλέπει σε μινιατούρα την εκκλησία της Αγ. Σοφίας.
- Πόσο κάνει αυτό το σπιτάκι; ρωτάει τον μαγαζάτορα.
- Ρε άσχετε, αντίχριστε, δεν είναι σπιτάκι! Η εκκλησία της Αγ. Σοφίας είναι, απαντάει ο μαγαζάτορας. Τέλος πάντων 900 ευρώ κάνει, απαντάει όλο νεύρα...
- Ααα, πολύ ακριβή είναι! Δεν την θέλω!
Λίγο πιο δίπλα, βλέπει ένα καντήλι και λέει:
- Ωραίο αυτό το κεράκι, πόσο κάνει;
Ξανανευριάζει ο μαγαζάτορας και λέει:
- Δεν είναι κεράκι, καντήλι είναι αντίχριστε, και κάνει 500 ευρώ!
- Ααα, πολύ ακριβό είναι! Δεν το θέλω!
Πάει λίγο πιο πέρα, και βλέπει ένα σταυρό με τον Χριστό και λέει:
- Ωραίος αυτός ο σταυρός, πόσο έχει;
Ενθουσιασμένος ο μαγαζάτορας που επιτέλους αναγνώρισε κάτι, λέει:
- Ευτυχώς, ξέρεις και κάτι από θρησκεία, θα στον δώσω 1 ευρώ...
Και λέει ο κύριος:
- Μαζί με αυτόν τον τύπο επάνω;
Κάποιος είχε χρόνια να πάει στην εκκλησία. Ήταν Μ. Παρασκευή και του λέει η γυναίκα του:
- Δεν πας στην εκκλησία, χρόνια έχεις να πας.
- Να πάω, της λέει αυτός, αλλά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.
- Ότι κάνουν οι άλλοι, του λέει αυτή.
Πηγαίνει αυτός στην εκκλησία, βλέπει κάποιον να παίρνει κερί, παίρνει και αυτός. Το ανάβει ο άλλος, το ανάβει και αυτός. Κάνει τον σταυρό του, τον κάνει και αυτός.
Κάθεται κάπου, και μετά από λίγη ώρα ετοιμάζονται για την περιφορά του επιτάφιου. Αλλοι παίρνουν τα εξαπτέρυγα, άλλοι τον επιτάφιο, κοιτά και αυτός γύρω του να πάρει κάτι, βλέπει την κολυμπήθρα, την βάζει στον ώμο και ξεκινά με τους άλλους.
Όταν τελειώνει η περιφορά, πεθαμένος στην κούραση, επιστρέφει στην εκκλησία, αφήνει την κολυμπήθρα και γυρίζει στο σπίτι.
- Πως τα πέρασες; τον ρωτά η γυναίκα του.
- Καλά ήταν γυναίκα, αλλά εάν δεν έπεφτα σε μετακόμιση, θα ήταν ακόμη καλύτερα.
Γελάει καλύτερα όποιος έχει καλύτερα δόντια.
Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν δεν πεινούσαν.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Κύλησε ο τέτζερης και χύθηκε η σούπα.
Δώσε αέρα στον χωριάτη όταν κάνει καταδύσεις.
Στου κουνγκ-φού την πόρτα υπάρχει μία τρύπα από κλωτσιά.
Όποιος βαριέται να ζυμώσει παίρνει έτοιμο ψωμί.
Όποιος βιάζεται φτάνει γρηγορότερα.
Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς.
Από την πόλη έρχομαι και πάω στο χωριό.
Όποιος δεν έχει μυαλό, είναι άμυαλος.
Ένα μήλο την ημέρα δεν μπορεί να σε χορτάσει.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, εκεί υπάρχει κερασιά.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και γοβάκι.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, πάνε τα λεφτά των συνταξιούχων.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι, από το να σου βάζουν χέρι.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού δεν τα φτάνει κι η νυφίτσα.
Το καλό το παληκάρι βοηθάει την μαμά του.
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και γράφτηκε στον Ο. Α. Ε. Δ.
Η γριά κότα θα ψοφήσει όπου να ναι.
Ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από Θηβών.
Κάνε το καλό και δώσε το σε μένα.
Σαν (Sun) θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, Ντέιλυ Μίρρορ (Daily mirror) θέλει ο πεθερός.
Η πολλή δουλειά απαιτεί υπερωρίες.
Όποιος νυχτοπερπατεί κοιμάται ξημερώματα.
Γύρο-γύρο όλοι, εγώ προτιμώ μπιφτέκι.
Από μικρό κι από τρελλό μαθαίνεις παραμύθια.
Στερνή μου γνώση επιτέλους ήρθες.
Έλα μπάρμπα μου να σου δείξω το INTERNET.
Μπρος γκρεμός και πίσω δρόμος.
Η αρχή είναι το ήμισυ του αρχιμανδρίτη.
Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη βρίσκει.
Φύλαγε τα ρούχα σου βάζοντας ναφθαλίνη.
Μάρτυς γδάρτης θα σε στείλει φυλακή.
Πήγε για μαλλί (της γριάς) και βγήκε με ποπ-κορν.
Ή στραβός είναι ο γιαλός ή ίσιος.
Κάποιο λάκκο έχει ο δρόμος.
Χέσε μέσα Πολυχρόνη, γιατί δεν μπορώ να καθαρίζω άλλο.
Κι αν είσαι και παπάς μάλλον στον Παράδεισο θα πας.
Μάτια που δεν βλέπονται χρειάζονται επειγόντως λίφτιγκ.
Όταν λείπει η γάτα έχεις οικονομία στα friskies.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα ας τρώει καλαμπόκι.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κοκόρι.
Μπαίνει μια μέρα ένας παπάς σε ένα κομμωτήριο πολυτελείας, κάπου πίσω από το Hilton για ένα γενικό service.
Πραγματικά τον περιποιούνται άψογα, λούσιμο, κούρεμα, γενειάδα, μουστάκι, τα πάντα. Πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα (και από τα γλυκύτατα πλάσματα που του χαμογελάγανε), ο ιερωμένος ρωτάει τι χρωστάει.
- Τίποτα πάτερ, του λέει χαμογελώντας ευγενικά ο ιδιοκτήτης. Είναι προσφορά του καταστήματος στην ενορία μας.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πάει να ανοίξει το κατάστημά του ο κομμωτής βρίσκει ένα μεγάλο δέμα με Αγιες Γραφές και άλλα βιβλία να τον περιμένει στην είσοδο, μαζί με ένα ευχαριστήριο σημείωμα.
Λίγες μέρες μετά έρχεται να κουρευτεί ένας ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας. Και αυτός, μετά από την καταπληκτική περιποίηση του καταστήματος, όταν ρωτάει για το μπακοτσέτουλο παίρνει την ευγενική απάντηση:
- Δεν χρωστάτε τίποτα. Είναι μια μικρή προσφορά για το τόσο σημαντικό έργο της αστυνομίας στη πόλη μας.
Και πάλι την άλλη μέρα το πρωί, βρήκε ο κομμωτής ένα κιβώτιο μπύρες και ένα σημείωμα που έλεγε "Να τις πιείτε στην υγειά μου"
Δεν περνάει μια βδομάδα και κάνει την εμφάνισή του ένας βουλευτής. Οργασμός στο κομμωτήριο ! "Από εδώ περάστε, από εκεί καθίστε", το μισό προσωπικό ασχολείτο με τον καλλωπισμό του. Φυσικά, όπως αναμένετο, όταν ρώτησε πόσο κάνει, πήρε την γνωστή πια ευγενική απάντηση του γαλαντόμου επιχειρηματία.
- Μα τι λέτε κύριε βουλευτά μου, χαρά μου να μπορέσω να προσφέρω κι εγώ κάτι στη χώρα μου. Είναι προσφορά του καταστήματος.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πήγε να ανοίξει το μαγαζί του ο άνθρωπος, βρήκε ... δέκα βουλευτές να περιμένουν ουρά για κούρεμα.