Ένα ζευγάρι πηγαίνει στο supermarket για τα ψώνια του σαββατοκύριακου.
Το ζευγάρι -με την ακρίβεια των τελευταίων χρόνων- έχει πολύ περιορισμένα χρήματα για τα ψώνια του οπότε περιορίζεται στην αγορά των απολύτων απαραίτητων: γάλα για τα παιδιά, μακαρόνια, ρύζι, λίγο κρέας, λίγο τυρί, τα λαχανικά τους...
Κάποια στιγμή ο άντρας περνώντας από την κάβα βλέπει σε προσφορά μια vоdка. Μόνο 5 ευρώ! Γυρνάει στη γυναίκα του:
- Γυναίκα θα το γλεντήσουμε απόψε! Θα πάρουμε αυτή τη vоdка να πιούμε τα ποτάκια μας, να κάνουμε κεφάλι και μετά τρελίτσες... ξέρεις... της χαμογελάει ενθουσιασμένος.
- Τι λες άντρα μου; του λέει αυτή. Μας περισσεύουν λεφτά για vоdка;
- ΦΈχουμε τόσο καιρό να βγούμε έξω για ένα ποτό, ρε γυναίκα, κι ετσι όπως πάει δεν το βλέπω να γίνεται ποτέ. Με αυτή τη vоdка με 5 ευρώ θα το ρίξουμε έξω...
- Δεν έχουμε λεφτά για πέταμα, λέει αυτή και τελειώνει εκεί η κουβέντα.
Στον άλλο διάδρομο μετά από λίγο, βλέπει η γυναίκα μια κρέμα προσωπου.
- Αντρούλη μου να την πάρω;
- Πόσο κάνει;
- 67 ευρώ.
- Πλάκα μου κάνεις ρε γυναίκα; Δεν είχαμε 5 ευρώ για την vоdка κι έχουμε 67 ευρώ για την κρέμα σου;
- Ναι... όμως την κρέμα θα την βάζω κάθε μέρα στο προσωπάκι μου και μετά από λίγο θα με βλέπεις πιο όμορφη! του λέει ναζιάρικα αυτή.
- Ασε ρε γυναίκα... Δεν χρειάζεται να δώσουμε 67 ευρώ για να βλέπω πιο όμορφη. Και με 5 ευρώ η ίδια δουλειά γίνεται...
Μια οικογένεια Aγγλων νοίκιασε ένα χαριτωμένο σπιτάκι στη Γερμανία για τις επόμενες διακοπές της. Ιδιοκτήτης ήταν ένας διαμαρτυρόμενος πάστορας. Γυρίζοντας στην Αγγλία η κυρία θυμήθηκε ότι δεν είχε δει το W. C. (τουαλέτα) και έγραψε γράμμα στον πάστορα να της περιγράψει πώς είναι το W. C.
Εκείνος νομίζοντας ότι το W. C. είναι σύντμηση του ονόματος μιας γνωστής μικρής εκκλησίας που ονομάζεται Wablec Chapel, απάντησε:
"Αγαπητή μου Κυρία, εξετίμησα την ερώτησή σας και σας πληροφορώ ότι ο τόπος που σας ενδιαφέρει βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ από το σπίτι, πράγμα λίγο δύσκολο ιδίως γι αυτούς που συνηθίζουν να πηγαίνουν συχνά. Όποιος δε, έχει τη συνήθεια να παραμένει για πολύ στις διάφορες τελετές, καλό είναι να φέρνει μαζί του και το φαγητό, ώστε να μπορεί να παραμένει όλη τη μέρα. Στην τοποθεσία μπορείτε να φθάσετε με ποδήλατο ή με τα πόδια. Αν πάλι βιάζεστε πολύ, με το αυτοκίνητο. Είναι καλύτερα να πάτε εγκαίρως, για να μη διαταράσσεται η ησυχία των άλλων που είναι ήδη μέσα. Στην αίθουσα έχει θέσεις για 40 καθιστούς και 100 όρθιους. Υπάρχει επίσης κλιματισμός, για να αποφεύγονται οι δυσάρεστες μυρωδιές. Συνιστάται να φθάσετε σύντομα για να βρείτε και πού να καθίσετε. Τα παιδιά κάθονται κοντά στους γονείς και τραγουδούν όλοι μαζί. Στην είσοδο σας παραδίνετε ένα χαρτί (έντυπο) κι αν δεν φθάσουν τα χαρτιά, χρησιμοποιούνται ανά δύο άτομα. Τα φύλλα πρέπει να επιστρέφονται σε καλή κατάσταση, κατά την έξοδο εις τρόπον ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και πάλι. Υπάρχουν, επίσης, μεγάφωνα για την ενίσχυση των ήχων, έτσι ώστε να ακούγονται και απ έξω. Τέλος, αυτά που συλλέγονται μοιράζονται στους φτωχούς. Υπάρχουν ενίοτε και φωτογράφοι που φωτογραφίζουν τις διάφορες φάσεις, για να μπορούν όλοι να βλέπουν αυτά τα πρόσωπα σε μια πράξη τόσο ανθρώπινη.
Εις το επανιδείν μετά του συζύγου σας. Ο Πάστωρ"
Ήταν κάποτε ο Γιωρίκας και περπατούσε στον δρόμο. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του ένα καθηγητή που είχε στον λύκειο...
- Ω, κύριε καθηγητά, τι κάνετε; λέει ο Γιωρίκας.
- Καλά είμαι, Γιωρίκα παιδί μου. Εσύ τι κανεις;
- Α, εγώ κύριε καθηγητά έχω γίνει πάρα πολύ πλούσιος. Έχω λεφτά με ουρά. Δεν ξέρω τι να τα κάνω. Βίλες, ακριβά αυτοκίνητα, τα πάντα. Εσείς πως είστε;
- Εγώ, Γιωρίκα, παιδί μου, έγινα καθηγητής στο πανεπιστήμιο και τώρα γράφω ένα σύγγραμμα για την λογική των συνειρμών.
- Για την λογική των συνειρμών; ρωτάει ο Γιωρίκας. Τι είναι αυτό;
- Πως να στο εξηγήσω τώρα; λέει ο καθηγητής. Έχεις ενυδρείο;
- Ε, αφού σας είπα, λέει ο Γιωρίκας, λεφτά με ουρά έχω, ενυδρείο δεν θα έχω; Φυσικά και έχω.
- Όταν βλέπεις το ενυδρείο τι σκέφτεσαι;
- Ψάρια.
- Και όταν βλέπεις τα ψάρια τι σκέφτεσαι;
- Θάλασσα.
- Και όταν σκεφτεσαι την θάλασσα τι σου έρχεται στο μυαλό;
- Παραλία.
- Και όταν σκέφτεσαι παραλία τι σου έρχεται στο μυαλό;
- Γυναίκες, λέει ο Γιωρίκας.
- Αρα, αφού σκέφτεσαι γυναίκες δεν είσαι πούστης, του λέει ο καθηγητής. Αυτό είναι η λογική των Συνειρμών. Από το αν έχεις ενυδρείο καταλήξαμε στο ότι δεν είσαι πούστης.
Ο Γιωρίκας εντυπωσιάστηκε απο όλα αυτά και αγόρασε το βιβλίο και άρχισε να το διαβάζει. Είχε να πάει στο καφενείο 15 ημέρες και έτσι ο Κωστίκας ανησύχησε και πήγε σπίτι του να δει τι κάνει.
Χτυπάει το κουδούνι και του ανοίγει ο Γιωρίκας.
- Έλα ρε Γιωρίκα που χάθηκες τόσες μέρες; του λέει ο Κωστίκας.
- Διαβάζω ένα βιβλίο, λέει ο Γιωρίκας, για την λογική των συνειρμών.
- Τι είναι αυτό, ρε; ρωτάει ο Κωστίκας.
- Πως να στο εξηγήσω τωρα; λέει ο Γιωρίκας. Έχεις ενυδρείο;
- Όχι.
- Ε, τότε είσαι πούστης!
Καλημέρα πέρα ως πέρα!
Ένας Ιταλός, ένας Εβραίος και ένας Τούρκος είναι στον παράδεισο και θέλουν να κατέβουν στη γη. Μετά από πολλά παρακάλια του Αγ. Πέτρου και, για να τους ξεφορτωθεί, τους λέει:
- Θα πάτε στη γη, αλλά με τους εξής όρους: Ο Ιταλός δε θα φάει πίτσα, ο Εβραίος δε θα πιάσει λεφτά στα χέρια του κι ο Τούρκος δε θα το κάνει...
Οθωμανικά. Αν κάποιος παρεκτραπεί, θα τον πάρω πίσω αμέσως. Κατέβηκαν στη γη λοιπόν και άρχισαν τις βόλτες. Κάποια στιγμή όμως πέρασαν από μια πιτσαρία κι ο Ιταλός δεν άντεξε. Μπαίνει μέσα, παραγγέλνει πίτσα και μόλις βάζει την πρώτη μπουκιά στο στόμα του, τσουπ, εξαφανίζεται.
Ο Εβραίος κι ο Τούρκος τρομοκρατήθηκαν, αλλά εκεί που περπατούσαν, το μάτι του Εβραίου βλέπει μια χρυσή λίρα στο δρόμο. Δεν κρατήθηκε. Σκύβει να την πάρει και, τσουπ, εξαφανίστηκε ο Τούρκος.
Είναι ένας τύπος, εντελώς μαμάκιας, κολλημένος δηλαδή με τη μάνα του... Και κάποια στιγμή αποφασίζει να παντρευτεί.
Η γυναίκα του, του μαγειρεύει, και όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο και δοκιμάζει το φαγητό λέει:
- Καλό το φαγητό που μαγείρεψες, γυναίκα, αλλά της μαμάς είναι καλύτερο!
Η γυναίκα του σιδερώνει αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Καλά σιδερώνεις, γυναίκα, αλλά η μαμά μου τα ρούχα τα κολλάριζε!
Η γυναίκα του συγυρίζει το σπίτι αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Ωραία έχεις τακτοποιήσει το σπίτι, αλλά η μαμά μου όταν συγύριζε το διακοσμούσε κιόλας...!
Τα παίρνει κι η γυναίκα του μια μέρα, και πάει σε ένα μαγαζί και αγοράζει κάτι σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στριγκ κ. Λ. Π. Σκέφτεται, θα τα φορέσω, θα ανάψω κεριά, θα βάλω απαλή μουσική και θα τον περιμένω. Τι στο καλό, θα την ξεχάσει τουλάχιστον για απόψε τη μάνα του...
Με το που γυρίζει ο τύπος από το γραφείο βλέπει τα φώτα στο σπίτι κλειστά, και τη γυναίκα του με τα μαύρα εσώρουχα και τρελαίνεται...
- Γιατί φοράς μαύρα; Έπαθε τίποτα η μάνα μου;!
Παίζουν γκόλφ ο Μωυσής, ο Χριστός και ένας γεράκος. Πάει πρώτος ο Μωυσής, ελέγχει τον άνεμο, χτυπάει τη μπάλα και παααφ, μέσα στη λιμνούλα!
- "Φτου", κάνει ο Μωυσής.
Πάει στη λιμνούλα και λέει:
- "Νερά, ανοίξτε!"
Πραγματικά, ανοίγουν τα νέρα, μπαίνει στη λίμνη, χτυπάει το μπαλάκι και αυτό πηγαίνει μέσα στην τρύπα!
Πανηγυρισμοί και ενθουσιασμός στην κερκίδα.
Τώρα είναι η σειρά του Χριστού. Ελέγχει τον άνεμο, χτυπάει το μπαλάκι, παααφ μέσα στη λιμνούλα και αυτό.
- "Φτού", κάνει ο Χριστός.
Πάει στη λιμνούλα, περπατάει" επί του ύδατος" και λέει στο μπαλάκι:
- "Μπαλάκι, δεύρω έξω."
Πράγματι, το μπαλάκι ανεβαίνει στην επιφάνεια του νερού, το χτυπάει και αυτό πηγαίνει μέσα στην τρύπα.
Πανηγυρισμοί στην κερκίδα.
Χτυπάει το μπαλάκι και ο γεράκος και παααφ μέσα στη λιμνούλα! Καθώς πήγαινε στον πάτο, περνάει ένα μικρό ψάρι και τρώει το μπαλάκι. Πάει ένα μεγάλο ψάρι και τρώει το μικρό και ανεβαίνει στην επιφάνεια. Ύστερα, πάει ένας γλάρος, πιάνει το μεγάλο ψάρι και πετάει ψηλά. Έπειτα, πάει ένας αετός, ταρακουνάει το γλάρο, πέφτει κάτω το μεγάλο ψάρι, ανοίγει το στόμα του, βγαίνει από μέσα το μικρό ψάρι, ανοίγει το στόμα του, βγαίνει από μέσα το μπαλάκι και μπαίνει στην τρύπα.
Τότε, γυρνάει ο Χριστός στο γεράκο και του λέει:
- "Τι θα γίνει βρε πατέρα; Θα αφήσετε τις μαλαγανιές, να παίξουμε καμιά φορά;"
Tρεις φίλοι, ένας Γερμανός, ένας Iταλός και ένας Πόντιος, δουλεύουνε σε ένα εργοστάσιο.
Kάθε μεσημέρι στο διάλειμμα, ανοίγει καθένας το μπόγο του και τρώνε το φαγητό τους, το οποίο δυστυχώς, είναι κάθε μέρα το ίδιο! Mια μέρα, εξαντλημένοι από τη δουλειά, κάθονται να φάνε και λέει ο Γερμανός πριν να ανοίξει το μπόγο του:
- Έτσι και είναι πάλι λουκάνικα και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει! Aνοίγει τον μπόγο αργά, μέσα βρίσκει τι άλλο λουκάνικα, οπότε παίρνει φόρα και πηδάει από τον πέμπτο όροφο στο κενό! O Iταλός κοιτάζει πρώτα τον Γερμανό να πέφτει, κοιτάει ύστερα τον μπόγο του αποφασισμένος και λέει:
- Aν βρω πάλι μακαρόνια θα ακολουθήσω τον Γερμανό! Tον ανοίγει λοιπόν και φυσικά παίρνει και αυτός το δρόμο που χάραξε ο φίλος του!Tελευταίος ο Πόντιος, εύχεται κοιτάζοντας τον ουρανό να μη βρει πάλι ψωμί με τυρί, αλλά μέσα στον μπόγο βρίσκει πάλι ένα κομμάτι τυρί και μια μεγάλη φέτα ψωμί ξερό. H συνέχεια είναι αναμενόμενη... Tην επόμενη μέρα στην κηδεία οι τρεις χήρες κλαίνε απαρηγόρητες. Λέει πρώτη η Iταλίδα:
- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μα αν μου είχε πει πως ήθελε κάτι άλλο θα έβρισκα κάτι να του φτιάξω!Λέει η Γερμανίδα:
- Mα εγώ νόμιζα πως του άρεσαν τα λουκάνικα. Aν ήξερα... Λέει και η Πόντια:
- Mα κάθε μέρα μόνος του το έφτιαχνε το φαγητό!
Ξεκινάει η καινούρια σχολική χρονιά και η δασκάλα γνωρίζει τους μαθητές της:
- Εσένα πως σε λένε παιδάκι μου;
- Αννούλα, κυρία!
- Εσένα;
- Πέτρο, κυρία!
- Εσένα;
- Κότζα, κυρία!
- Κότζα; Τι όνομα είναι αυτό; Από που είσαι Κότζα;
- Από Αλβανία, κυρία!
- Ακου να δεις Κότζα εδώ δεν είναι Αλβανία, τώρα είσαι στην Ελλάδα! Από εδώ και στο εξής θα σε φωνάζουμε Κωστάκη. Εντάξει Κωστάκη;
- Εντάξει κυρία!
Πηγαίνει σπίτι του ο Κότζα και κάποια στιγμή τον φωνάζει ο πατέρας του.
- Κότζα; Ρε Κότζα; Κότζα;
Πηγαίνει στο δωμάτιο του και του λέει:
- Καλά ρε μαλακισμενο, δεν ακούς που σε φωνάζω;
- Ακου να δεις πατέρα, εδώ δεν είναι Αλβανία, είμαστε στην Ελλάδα. Από εδώ και στο εξής θα με φωναζεις Κωστάκη!
- Κωστάκη ε;
Και τον πλακωνει στο ξύλο.
Μετά από λίγη ώρα τον φωνάζει η μάνα του:
- Κότζα, έλα έτοιμο το φαγητό! Κότζα; Ρε Κότζα;
Πηγαίνει στο δωμάτιο του:
- Καλά ρε ηλιθιο, δεν ακούς που σε φωνάζω;
- Ακου να δεις μάνα, εδώ δεν είναι Αλβανία, τώρα είμαστε στην Ελλάδα και θα με φωναζεις Κωστάκη από εδώ και στο εξής!
- Κωστάκη ε;
Και τον πλακωνει στο ξύλο. Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο ο Κότζα και τον βλέπει η δασκάλα και του λέει:
- Βρε Κωστάκη, τί μελανιές και σημάδια είναι αυτά στο πρόσωπο σου;
- Δεν είναι τίποτα κυρία, μου την πέσανε χθες δυο Αλβανοί!