Λοιπόν ήταν ένας παππούς και πήγε σε ιδιωτική κλινική να κάνει αιματολογικές εξετάσεις. Πάει μετά από δύο μέρες να τις πάρει και ρωτάει τον γιατρό:
- Γιατρέ όλα καλά;
- Όχι, λέει ο γιατρός, έχεις κάτι προβληματάκια.
- Μα τι λες, λέει ο παππούς, εγώ νιώθω ατρόμητος. Αφού σκέψου, παντρεύτηκα μία τριαντάρα και έχει μείνει έγκυος, και τώρα είναι 5 μηνών.
- Αποκλείεται, λέει ο γιατρός.
- Γιατί; λέει ο παππούς.
- Θα σου πω, λέει ο γιατρός. Μία φορά ήταν ένας κυνηγός και πήγε πρωί-πρωί στο κυνήγι και αντί να πάρει μαζί του το όπλο του, πήρε μία ομπρέλα και όταν έφτασε στο βουνό βγήκε μία αρκούδα. Και πήγε αυτός να την χτυπήσει και άνοιξε η ομπρέλα. Και ξαφνικά η αρκούδα σωριάζεται νεκρή. Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;
- Μπορώ, λέει ο παππούς, μήπως την πέτυχε άλλος;
- Εκεί, λέει ο γιατρός, θέλω να καταλήξω, παππούλη μου!
Ένας ογδοντάχρονος, πηγαίνει στον γιατρό του για το τακτικό, ετήσιο τσεκ απ. Ανάμεσα στα υπόλοιπα και μετά από κάποιες εξετάσεις που του κάνει ο γιατρός, τον ρωτά πώς νιώθει τελευταία.
Ο γεράκος του απαντά:
- Γιατρέ μου, νιώθω ΠΕΡΙΦΗΜΑ. Δεν θα ήταν υπερβολή να σου πω ότι δεν έχω νιώσει καλύτερα στην ζωή μου. Για να καταλάβεις, έχω παντρευτεί μια 18χρονη, πανέμορφη κοπέλα, η οποία είναι έγκυος. Ναι γιατρέ μου, όπως το ακούς. Έχει το παιδί μου μέσα της. Πώς σου φαίνεται, τώρα, αυτό;
Ο γιατρός σκέφτεται και μετά από λίγο του απαντά:
- Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Έχω έναν φίλο, είναι μανιώδης κυνηγός. Δεν έχει χάσει ΠΟΤΕ του, ούτε μια κυνηγετική σαιζόν. Κάθε χρόνο, παίρνει τα σκυλιά του και τα όπλα του και καβαλάει τα βουνά και τους λόφους. Ήταν λοιπόν μια μέρα, που αποφάσισε να πάει για κυνήγι. Ετοιμάστηκε, πήρε τον εξοπλισμό του, άρπαξε το όπλο του και έφυγε. Μόνο που στην βιασύνη του, αντί για το όπλο, πήρε χωρίς να το καταλάβει την μαύρη του ομπρέλα. Έφτασε στο δάσος όπου και συνάντησε μια τεράστια καφέ αρκούδα. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και τον πλησίασε. Όταν τον είχε πλησιάσει αρκετά κοντά, ο φίλος μου σηκώνει την ομπρέλα του, σημαδεύει την αρκούδα και πατάει το κουμπί της. Ξέρεις τι έγινε;
Ο γεράκος γεμάτος περιέργεια λέει:
- Όχι, τι έγινε;
- Ε λοιπόν, η αρκούδα σωριάστηκε στο έδαφος, νεκρή.
- Αυτό είναι αδύνατον. Κάποιος άλλος θα την πυροβόλησε την αρκούδα.
- Χμμ, ακριβώς εκεί ήθελα να καταλήξω και εγώ από την αρχή...
Είναι 2 κανίβαλοι, πατέρας και γιος και έχουν βγει για κυνήγι.
Περνάει στην αρχή ένας πολύ χοντρός.
- Αυτόν, αυτόν, λέει ο γιος. Να τον πάρουμε στο σπίτι να τον φάμε.
- Μπα, είναι πολύ χοντρός, θα πάθουμε τίποτε με τόσο λίπος.
Περνάει ένας πολύ λεπτός.
- Αυτόν, αυτόν, λέει ο γιος. Να τον πάρουμε στο σπίτι να τον φάμε.
- Μπα, είναι πολύ λεπτός, ούτε για ορεκτικό δεν κάνει.
Περνάει μετά μία πανέμορφη γυναίκα και λέει ο γιος:
- Αυτήν, αυτήν! Να την πάρουμε στο σπίτι να την φάμε.
- Μην είσαι χαζός, λέει ο πατέρας του. Αυτήν θα την πάρουμε στο σπίτι και θα φάμε την μάνα σου!
Οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι απαρηγόρητοι.
Ο ξαφνικός θάνατος του λατρευτού τους δασκάλου, τούς έχει συντρίψει. Μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, περιμένουν να αρχίσει η κηδεία, που ήδη είχε αργήσει 1 ώρα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η νεκροφόρα με το πτώμα του δασκάλου, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει την τελετή. Σε μια απότομη στροφή, τουμπάρει το φέρετρο, ανοίγει η πίσω πόρτα και το πτώμα πέφτει στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, περνά ένα Ι. Χ., πατά το πτώμα, σταματά απότομα, και βγαίνουν έξω οι επιβάτες:
- Πω, πω τι πάθαμε! Τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε; Αν μας πιάσουν, πάμε μέσα για ανθρωποκτονία εξʼ αμελείας. Βάλε ένα χεράκι να τον πετάξουμε στο ρέμα.
Πράγματι, αφήνουν το πτώμα στο ρέμα και το σκεπάζουν πρόχειρα με κλαδιά για να μη φαίνεται. Δεν προλαβαίνουν να περάσουν 20 λεπτά, και στη ρεματιά πλησιάζουν 2 κυνηγοί:
- Λαγός στη ρεματιά! Πάνω του!
Αρχίζουν τις τουφεκιές, πλησιάζουν προς το πτώμα και λέει ο ένας στον άλλον:
- Που τον είδες τον λαγό, ρε χαμένε; Τον σακατέψαμε τον άνθρωπο.
- Και τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε, έτσι όπως τα κατάφερες; Θα τον βάλουμε στο ΙΧ να τον πετάξουμε στη θάλασσα.
Έτσι και έγινε! Πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα, αλλά μετά από μισή ώρα, πλησιάζει ένα αλιευτικό σκάφος:
- Ροφός στη θάλασσα! Πάνω του!
Άρχισαν να ρίχνουν με τα καμάκια προς το άτυχο πτώμα, φυσικά όμως απογοητεύτηκαν μόλις πλησίασαν:
- Μεγάλε, είσαι αχτύπητος. Ροφός ε; Όχι για ψαράς δεν κάνεις ούτε για για φυλάς γίδια στο βουνό.
- Τι κάνουμε τώρα θεέ μου; Aλίμονο μας!
- Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα πετάξουμε το πτώμα στην ακτή.
Από την τρομάρα τους όμως οι ψαράδες εγκατέλειψαν άρον-άρον το πτώμα καταμεσής του δρόμου. Μετά από 2 λεπτά περνά ένα ΙΧ, ξαναπατά το πτώμα, αυτή τη φορά όμως οι επιβάτες ήταν ευσυνείδητοι:
- Πω, πω, τι πάθαμε!
- Μπορεί ια ζει ακόμα. Να τον πάμε γρήγορα στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Πηγαίνουν το πτώμα στο νοσοκομείο, το βάζουν γρήγορα στην εντατική και μετά από 2 ώρες βγαίνει από το χειρουργείο απογοητευμένος ο γιατρός. Γεμάτοι αγωνία οι επιβάτες τον ρωτούν:
- Γιατρέ πες μας, θα ζήσει;
Και ο γιατρός:
- Τι να σας πω, ρε παιδιά; Αν μας τον φέρνατε μισή ώρα γρηγορότερα, θα τον είχαμε γλυτώσει!
Οι... αρκουδες!
Δύο κυνηγοί αρκούδων συζητούν. "Πώς καταφέρνεις και τις πιάνεις τόσες αρκούδες;", ρωτά ο ένας. "Α, απλό, απλούστατο", λέει ο άλλος. "Οι αρκούδες είναι χαζές. Αρκεί να βρεις τη σπηλιά τους, μπαίνεις μέσα και φωνάζεις: Ουουουουου. Φωνάζει κι αυτή: Ουουουουου. Περιμένεις να πλησιάσει, να δεις καλά τα μάτια της να γυαλίζουν, σηκώνεις το όπλο, σημαδεύεις ανάμεσά τους και πυροβολείς! Αυτό είναι. Τέζα η αρκούδα".
"Μάλιστα", λέει ο άλλος και κατευθείαν, βγαίνει για κυνήγι και... ξυπνάει στο νοσοκομείο τσακισμένος! "Τι έπαθες, ρε;", του λέει ο φίλος του. "Ασε", λέει αυτός. "Βρίσκω, που λες, τη σπηλιά, μπαίνω μέσα και φωνάζω: Ουουουουου. Ακούω: Ουουουουου. Προχωράω και, όπως μου το χες πει, βλέπω τα μάτια να γυαλίζουν. Συγκινημένος, ξαναφωνάζω: Ουουουουου. Ξανακούω: Ουουουουου. Περιμένω και μόλις βλέπω τα μάτια της να πλησιάζουν πολύ, σηκώνω το όπλο, σημαδεύω, πυροβολώ και τότε... βγαίνει το τρένο!"
Ήταν δύο κυνηγοί, και μιλούσαν για τα κατορθώματά τους.
- Σε θαυμάζω πως τα καταφέρνεις με τις αρκούδες, λέει ο ένας.
- Α, αυτό είναι πολύ απλό, λέει ο άλλος. Πηγαίνεις έξω από μία σπηλιά, κάνεις "Οουυυυυ", μετά ακούς την αρκούδα να κάνει και αυτή "Οουυυ", και τότε περιμένεις να βγει και της ρίχνεις.
Την άλλη μέρα, ο πρώτος κυνηγός βρίσκεται στο νοσοκομείο.
Πάει ο δεύτερος να τον επισκεφτεί.
- Τι έπαθες και είσαι έτσι; τον ρωτάει.
- Έκανα αυτό που μου είπες... Στήθηκα έξω από μία σπηλιά, έκανα "Οουυυ", μου απάντησε "Οουυυ" και η αρκούδα. Γέμισα το όπλο μου και την περίμενα να βγεί... Και τότε ήρθε το τρένο...
Δυο φίλοι συζητούν:
- Τι κάνεις, βρε Κώστα; Πώς πάει το ψάρεμα;
- Τέλεια! Χθες έπιασα ένα ροφό 25 κιλά!
- Ναι, ε;
- Αλήθεια σου λέω! Εσύ; Πώς πάει το κυνήγι;
- Πού να σου τα λέω! Είχα πάει την Πέμπτη για λαγό. Βλέπω έναν, μπαμ, του ρίχνω μία, πάρτον κάτω. Εκεί που περπατούσα βλέπω τον δασοφύλακα και ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις Πέμπτες απαγορεύεται το κυνήγι του λαγού. Πανικοβλήθηκα! Τι να κάνω, τι να κάνω, μπαμ, ρίχνω μια και στον δασοφύλακα!
- Τι; Σκότωσες τον άνθρωπο, κακούργε;
- Ε, τι να έκανα; Θα μου έπαιρναν την άδεια. Τέλος πάντων, τον βάζω στην πλάτη και εκεί που περπατούσα περνάει μια οικογένεια μεσα σε ένα τζιπ και καταλαβαίνω ότι με είδαν. Με έπιασε πανικός και... μπαμ, τους καθάρισα όλους!
- Όλους! Μα πώς μπόρεσες;
- Ε, τι να έκανα; Με είχαν δει και θα πήγαινα φυλακή! Τέλος πάντων, τους φορτώνω όλους μέσα στο τζιπ και ξεκινάω για να πάω να τους πετάξω κάπου. Και ξαφνικά... περνάει ένα σχολικό με 20 παιδάκια!
- Ως εδώ! Μην μου πεις ότι σκότωσες και τα παιδάκια παλιοκάθαρμα!
- Ακου να σου πω, ΑΝ ΔΕΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 20 ΚΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΦΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΡΟΥΘΟΥΝΙ!