Μια νεκροφόρα μετέφερε μόνη της ένα φέρετρο στο νεκροταφείο. Καθώς ήταν σε μια ανηφόρα, ήταν και χωματόδρομος, ανοίγει απο τα πολλά τραντάγματα η πόρτα χωρίς να καταλάβει τίποτα ο οδηγός (ήταν μεθυσμένος βλέπετε).
Το φέρετρο βγαίνει έξω και αρχίζει να κυλάει στην κατηφόρα. Καθώς κύλαγε, σε μια στιγμή σπάει και αρχίζει να κυλάει ο νεκρός από μόνος του. Καθώς κυλούσε χτυπά και σταματά πάνω σε έναν θάμνο.
Βλέπει ένας κυνηγός το θάμνο να κουνιέται, το περνά για λαγό και το γαζώνει στις σφαίρες. Βλέπει ότι είναι άνθρωπος και πανικοβάλλεται. Μην ξέροντας τι να κάνει το πετάει στην μέση της εθνικής οδού.
Μετά από λίγο το βλέπει ένας οδηγός, πατάει τελευταία στιγμή το φρένο αλλά έτρεχε πολύ, δεν προλαβαίνει να σταματήσει και το πατάει.
Πανικόβλητος το παίρνει και το πετάει στην θάλασσα. Το κύμα το πηγαίνει στα ανοιχτά, περνάει ένα σκάφος και το κόβει στα δύο. Πιο ψύχραιμος ο οδηγός του σκάφους παίρνει τα δύο κομμάτια και τα πηγαίνει σ ένα νοσοκομείο.
Τα κομμάτια τα παίρνει ένας ειδικός για αυτές τις περιπτώσεις χειρούργος και το βάζει κατευθείαν για εγχείρηση. Ο οδηγός του σκάφους κάθεται και περιμένει απ έξω γεμάτος αγωνία.
Μετά από πέντε ώρες συνεχούς εγχείρησης βγαίνει ο χειρούργος και του λέει:
- Λυπάμαι πολύ. Εάν τον είχατε φέρει πριν ... 5 λεπτά θα τον είχαμε σώσει!
Ένας ογδοντάχρονος, πηγαίνει στον γιατρό του για το τακτικό, ετήσιο τσεκ απ. Ανάμεσα στα υπόλοιπα και μετά από κάποιες εξετάσεις που του κάνει ο γιατρός, τον ρωτά πώς νιώθει τελευταία.
Ο γεράκος του απαντά:
- Γιατρέ μου, νιώθω ΠΕΡΙΦΗΜΑ. Δεν θα ήταν υπερβολή να σου πω ότι δεν έχω νιώσει καλύτερα στην ζωή μου. Για να καταλάβεις, έχω παντρευτεί μια 18χρονη, πανέμορφη κοπέλα, η οποία είναι έγκυος. Ναι γιατρέ μου, όπως το ακούς. Έχει το παιδί μου μέσα της. Πώς σου φαίνεται, τώρα, αυτό;
Ο γιατρός σκέφτεται και μετά από λίγο του απαντά:
- Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Έχω έναν φίλο, είναι μανιώδης κυνηγός. Δεν έχει χάσει ΠΟΤΕ του, ούτε μια κυνηγετική σαιζόν. Κάθε χρόνο, παίρνει τα σκυλιά του και τα όπλα του και καβαλάει τα βουνά και τους λόφους. Ήταν λοιπόν μια μέρα, που αποφάσισε να πάει για κυνήγι. Ετοιμάστηκε, πήρε τον εξοπλισμό του, άρπαξε το όπλο του και έφυγε. Μόνο που στην βιασύνη του, αντί για το όπλο, πήρε χωρίς να το καταλάβει την μαύρη του ομπρέλα. Έφτασε στο δάσος όπου και συνάντησε μια τεράστια καφέ αρκούδα. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και τον πλησίασε. Όταν τον είχε πλησιάσει αρκετά κοντά, ο φίλος μου σηκώνει την ομπρέλα του, σημαδεύει την αρκούδα και πατάει το κουμπί της. Ξέρεις τι έγινε;
Ο γεράκος γεμάτος περιέργεια λέει:
- Όχι, τι έγινε;
- Ε λοιπόν, η αρκούδα σωριάστηκε στο έδαφος, νεκρή.
- Αυτό είναι αδύνατον. Κάποιος άλλος θα την πυροβόλησε την αρκούδα.
- Χμμ, ακριβώς εκεί ήθελα να καταλήξω και εγώ από την αρχή...

Οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι απαρηγόρητοι.
Ο ξαφνικός θάνατος του λατρευτού τους δασκάλου, τούς έχει συντρίψει. Μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, περιμένουν να αρχίσει η κηδεία, που ήδη είχε αργήσει 1 ώρα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η νεκροφόρα με το πτώμα του δασκάλου, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει την τελετή. Σε μια απότομη στροφή, τουμπάρει το φέρετρο, ανοίγει η πίσω πόρτα και το πτώμα πέφτει στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, περνά ένα Ι. Χ., πατά το πτώμα, σταματά απότομα, και βγαίνουν έξω οι επιβάτες:
- Πω, πω τι πάθαμε! Τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε; Αν μας πιάσουν, πάμε μέσα για ανθρωποκτονία εξʼ αμελείας. Βάλε ένα χεράκι να τον πετάξουμε στο ρέμα.
Πράγματι, αφήνουν το πτώμα στο ρέμα και το σκεπάζουν πρόχειρα με κλαδιά για να μη φαίνεται. Δεν προλαβαίνουν να περάσουν 20 λεπτά, και στη ρεματιά πλησιάζουν 2 κυνηγοί:
- Λαγός στη ρεματιά! Πάνω του!
Αρχίζουν τις τουφεκιές, πλησιάζουν προς το πτώμα και λέει ο ένας στον άλλον:
- Που τον είδες τον λαγό, ρε χαμένε; Τον σακατέψαμε τον άνθρωπο.
- Και τι κάνουμε τώρα;
- Τι θες να κάνουμε, έτσι όπως τα κατάφερες; Θα τον βάλουμε στο ΙΧ να τον πετάξουμε στη θάλασσα.
Έτσι και έγινε! Πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα, αλλά μετά από μισή ώρα, πλησιάζει ένα αλιευτικό σκάφος:
- Ροφός στη θάλασσα! Πάνω του!
Άρχισαν να ρίχνουν με τα καμάκια προς το άτυχο πτώμα, φυσικά όμως απογοητεύτηκαν μόλις πλησίασαν:
- Μεγάλε, είσαι αχτύπητος. Ροφός ε; Όχι για ψαράς δεν κάνεις ούτε για για φυλάς γίδια στο βουνό.
- Τι κάνουμε τώρα θεέ μου; Aλίμονο μας!
- Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα πετάξουμε το πτώμα στην ακτή.
Από την τρομάρα τους όμως οι ψαράδες εγκατέλειψαν άρον-άρον το πτώμα καταμεσής του δρόμου. Μετά από 2 λεπτά περνά ένα ΙΧ, ξαναπατά το πτώμα, αυτή τη φορά όμως οι επιβάτες ήταν ευσυνείδητοι:
- Πω, πω, τι πάθαμε!
- Μπορεί ια ζει ακόμα. Να τον πάμε γρήγορα στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Πηγαίνουν το πτώμα στο νοσοκομείο, το βάζουν γρήγορα στην εντατική και μετά από 2 ώρες βγαίνει από το χειρουργείο απογοητευμένος ο γιατρός. Γεμάτοι αγωνία οι επιβάτες τον ρωτούν:
- Γιατρέ πες μας, θα ζήσει;
Και ο γιατρός:
- Τι να σας πω, ρε παιδιά; Αν μας τον φέρνατε μισή ώρα γρηγορότερα, θα τον είχαμε γλυτώσει!
Ηταν ένας κυνηγός που του άρεσαν πολύ τα όπλα. Έτσι που λέτε πάει μια μέρα σε ένα οπλοπωλείο. Μόλις μπαίνει βλέπει για λίγο τα όπλα και ρωτάει τον πωλητή:
- Συγνώμη, ποιό είναι το καλύτερο σας όπλο;
- Να, αυτό είναι το καλύτερο όπλο που εχω φτάνει στα 300 μέτρα. Να το σπίτι μου είναι στα 300 μέτρα, για δες τι κάνει η γυναίκα μου.
Κοιτάει ο πελάτης στο σπίτι και λέει:
- Αλήθεια είναι τελικά.
- Είδες που στο έλεγα. Και μιας που κοιτάς τι κάνει η γυναίκα μου;
- Είναι γυμνή και την κυνηγάει ένας γυμνός άντρας.
- Τι μου λες τώρα; Για να δω...
Βλέπει ο πωλητής την γυναίκα του με αυτόν τον άνδρα και λέει στον πελάτη:
- Πάρε δύο σφαίρες και πυροβόλα την γυναίκα μου στο κεφάλι και αυτόν τον άνδρα στο ξέρεις που...
Ο πελάτης λέει εντάξει και καθώς πάει να πυροβολήσει ενώ έχει βάλει τις σφαίρες βγάζει την μια σφαίρα και τον ρωτάει ο πωλητής:
- Γιατί βγάζεις την μια σφαίρα;
- Γιατί θέλω να προσπαθήσω να πετύχω και τους δύο με μία σφαίρα μόνο...
Οι... αρκουδες!
Δύο κυνηγοί αρκούδων συζητούν. "Πώς καταφέρνεις και τις πιάνεις τόσες αρκούδες;", ρωτά ο ένας. "Α, απλό, απλούστατο", λέει ο άλλος. "Οι αρκούδες είναι χαζές. Αρκεί να βρεις τη σπηλιά τους, μπαίνεις μέσα και φωνάζεις: Ουουουουου. Φωνάζει κι αυτή: Ουουουουου. Περιμένεις να πλησιάσει, να δεις καλά τα μάτια της να γυαλίζουν, σηκώνεις το όπλο, σημαδεύεις ανάμεσά τους και πυροβολείς! Αυτό είναι. Τέζα η αρκούδα".
"Μάλιστα", λέει ο άλλος και κατευθείαν, βγαίνει για κυνήγι και... ξυπνάει στο νοσοκομείο τσακισμένος! "Τι έπαθες, ρε;", του λέει ο φίλος του. "Ασε", λέει αυτός. "Βρίσκω, που λες, τη σπηλιά, μπαίνω μέσα και φωνάζω: Ουουουουου. Ακούω: Ουουουουου. Προχωράω και, όπως μου το χες πει, βλέπω τα μάτια να γυαλίζουν. Συγκινημένος, ξαναφωνάζω: Ουουουουου. Ξανακούω: Ουουουουου. Περιμένω και μόλις βλέπω τα μάτια της να πλησιάζουν πολύ, σηκώνω το όπλο, σημαδεύω, πυροβολώ και τότε... βγαίνει το τρένο!"
Ένας κυνηγός νυκτώθηκε στην ερημιά και όχι μόνο αυτό τον έπιασε και μια φοβερή καταιγίδα.
Μέσα στην ερημιά αυτή και στην φοβερή καταιγίδα αναζητούσε με αγωνία ένα μέρος να ξαποστάσει. Ύστερα από πολλές ώρες βλέπει κάπου μακριά ένα αμυδρό φως. Με πολλή ελπίδα πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι- προσκυνητάρι. Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα ,όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τσίμα- τσίμα τρεις καλόγριες. Κτυπά λοιπόν το τζάμι της μικρής πόρτας και σε λίγο του ανοίγει μια καλόγρια.
- Τι θέλετε ,ρωτάει.
- Τι ερώτηση είναι αυτή. δεν με βλέπεις Χριστιανή μου. Μούσκεμα είμαι και θέλω να μ΄πω να ξαποστάσω.
- Εδώ δεν μπορείς να μπεις γιατί είναι ένας μικρός οίκος του Θεού μόνο για μοναχές και εξ άλλου δεν έχουμε χώρο.
- Τι είναι αυτά που λες... Έτσι είπε Ο Χριστός , να αφήνουμε αυτούς που έχουν ανάγκη στην μοίρα τους.
Τα τελευταία του λόγια ανάγκασαν τις μοναχές να το ξανασυζητήσουν και τελικά αποφάσισαν να του επιτρέψουν να μπει μέσα στο καμαράκι.
Αυτός σε λίγο ζήτησε την άδεια να του επιτρέψουν να βγάλει τα βρεγμένα του ρούχα ,πράγμα που έγινε.
Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του και έμεινε μόνο με το εσώρουχο. Aρχισε όμως να τουρτουρίζει από το φοβερό κρύο. Οι μοναχές βλέποντάς τον να υποφέρει ,στριμώχτηκαν λίγο και έκαναν χώρο να ξαπλώσει δίπλα στην πρώτη μοναχή και σκεπαστεί.
Αυτός μόλις σκεπάστηκε και ζεστάθηκε λίγη άρχισε να πασπατεύει την πρώτη καλόγρια.
Οι μοναχές άρχισαν να προσποιούνται ότι ροχαλίζουν.
Οπότε η πρώτη που δεχόταν ήδη τα χάδια του κυνηγού ακούστηκε :
- Γκρρρ ... Γκρρρ... Γκρρρ... Αχ τι ωραία που είναι.
Οπότε αυτή που ήταν προς τον τοίχο ακούστηκε :
- Γκρρρ... Γκρρρ... Γκρρρ... Έλα και από εδώ...
Οπότε η μεσαία ακούστηκε:
- Γκρρρ... Γκρρρ... Γκρρρρ... Μη χαλάς την σειρά...

Μια νεκροφόρα πάει από τα λιμανάκια στη Bάρκιζα στο νεκροταφείο για να θάψει το νεκρό που κουβαλάει. Σε μια στροφή το αμάξι φεύγει, ανοίγει η πίσω πόρτα, πέφτει η κάσα, ανοίγει και ο νεκρός βρίσκετε στο δρόμο.
Ο οδηγός κατεβαίνει τον κοιτάει και λέει:
- Ποιος να τον σηκώσει τώρα; άστον εδώ, χέστηκα... και του δίνει μια και πάει πιο πέρα στο δρόμο.
Περνάει μια νταλίκα και τον πατάει κατεβαίνει ο νταλικέρης τον βλέπει και λέει:
- Που να τον πάω τώρα το μαλάκα ας πρόσεχε... Και του δίνει μια και πάει πίσω από τους θάμνους.
Περνάει ένας κυνηγός με το σκυλί του το οποίο πάει πίσω από το θάμνο και μυρίζει. Ο κυνηγός με το που το βλέπει αρχίζει και ρίχνει νομίζοντας ότι είναι θήραμα. Mόλις βλέπει ότι είναι άνθρωπος λέει:
- Πω, Πω, τι έκανα ο μαλάκας αλλά χέστηκα ποιος ξέρει τι έκανε αυτός πίσω από τους θάμνους... Και του δίνει μια και πέφτει στη θάλασσα.
Περνά ένα σκάφος με ένα τύπο όπου του έπαιρνε τσ... μια γκόμενα και ακούει θορύβους στην προπέλα. Πάει και βλέπει τον άνθρωπο και αρχίζει και βρίζει την γκόμενα:
- Eσύ φταις και δεν είδα τον άνθρωπο που κολυμπούσε, να τον πάμε στο νοσοκομείο Bούλας.
Τον πάει και εκεί που είναι στην αναμονή και περιμένει, βγαίνει ο χειρουργός και γυρνάει και του λέει:
- 5 λεπτά νωρίτερα να μας τον είχατε φέρει, ΘΑ ΤΟΝ ΕΙΧΑΜΕ ΣΩΣΕΙ !
Ήταν ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, και πήγανε στη Αφρική για σαφάρι. Εκεί που προχωρούσαν βλέπουν ένα ξέφωτο. Κάνει ο Γιωρίκας:
- Κωστίκα, εδώ θα κάνουμε το σπίτι μας και αφού το φτιάξουμε θα πάμε για κυνήγι. Την άλλη μέρα ξυπνά ο Γιωρίκας και κάνει στον Κωστίκα που κοιμάται:
- Ξύπνα Κωστίκα, πάμε για κυνήγι. Ο Κωστίκας το σκέφτηκε καλύτερα και του λέει ότι άλλαξε γνώμη και δεν θα πάει. Στο τέλος πάει ο Γιωρίκας μόνος του. Εκεί που προχωράει πετάγεται ένα λιοντάρι μπροστά του. Το κοιτάει ο Γιωρίκας αγριεμένος, τον κοιτάει και το λιοντάρι και εκεί που άρχισε να βρυχάται το λιοντάρι ο Γιωρίκας το βάζει στα πόδια. Τρέχει ο Γιωρίκας και από πίσω του το λιοντάρι... Όταν έφτασε στο τέλος ο Γιωρίκας στο σπίτι του, φωνάζει:
- Κωστίκα άνοιξε την πόρτα. Ανοίγει ο Κωστίκας και εκείνη την στιγμή ορμά το λιοντάρι να πιάσει τον Γιωρίκα. Σκύβει ο Γιωρίκας και μπαίνει το λιοντάρι μέσα στο σπίτι. Κλείνει ο Γιωρίκας την πόρτα και κάνει στον Κωστίκα:
- Γδάρε αυτό. Πάω να φέρω άλλο.
Δυο φίλοι συζητούν:
- Τι κάνεις, βρε Κώστα; Πώς πάει το ψάρεμα;
- Τέλεια! Χθες έπιασα ένα ροφό 25 κιλά!
- Ναι, ε;
- Αλήθεια σου λέω! Εσύ; Πώς πάει το κυνήγι;
- Πού να σου τα λέω! Είχα πάει την Πέμπτη για λαγό. Βλέπω έναν, μπαμ, του ρίχνω μία, πάρτον κάτω. Εκεί που περπατούσα βλέπω τον δασοφύλακα και ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις Πέμπτες απαγορεύεται το κυνήγι του λαγού. Πανικοβλήθηκα! Τι να κάνω, τι να κάνω, μπαμ, ρίχνω μια και στον δασοφύλακα!
- Τι; Σκότωσες τον άνθρωπο, κακούργε;
- Ε, τι να έκανα; Θα μου έπαιρναν την άδεια. Τέλος πάντων, τον βάζω στην πλάτη και εκεί που περπατούσα περνάει μια οικογένεια μεσα σε ένα τζιπ και καταλαβαίνω ότι με είδαν. Με έπιασε πανικός και... μπαμ, τους καθάρισα όλους!
- Όλους! Μα πώς μπόρεσες;
- Ε, τι να έκανα; Με είχαν δει και θα πήγαινα φυλακή! Τέλος πάντων, τους φορτώνω όλους μέσα στο τζιπ και ξεκινάω για να πάω να τους πετάξω κάπου. Και ξαφνικά... περνάει ένα σχολικό με 20 παιδάκια!
- Ως εδώ! Μην μου πεις ότι σκότωσες και τα παιδάκια παλιοκάθαρμα!
- Ακου να σου πω, ΑΝ ΔΕΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 20 ΚΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΦΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΡΟΥΘΟΥΝΙ!