Μια γυναίκα πηγαίνει στο φαρμακείο και ζητάει από τον Φαρμακοποιό να αγοράσει δηλητήριο και συγκεκριμένα αρσενικό.
- Κυρία μου, τι το θέλετε το αρσενικό..; ρώτησε ο Φαρμακοποιός.
- Να σκοτώσω τον άντρα μου, απάντησε εκείνη αποφασιστικά.
- Δεν μπορώ να σας πουλήσω αρσενικό για να σκοτώσετε έναν άνθρωπο!, είπε εκείνος έκπληκτος.
Τότε η κυρία βγάζει από την τσάντα της μία φωτογραφία όπου ο άνδρας της βρισκόταν σε μια στάση του Κάμα Σούτρα με την γυναίκα του Φαρμακοποιού. Ο Φαρμακοποιός παίρνει την φωτογραφία στα χέρια του, την κοιτά και απαντά...
- Δεν είχα καταλάβει ότι έχετε και... ΣΥΝΤΑΓΗ !

Χαλασμένο είναιΒράδυ στο καφενείο του χωριού, και ο καφετζής δεν προλαβαίνει να κουβαλάει τα τσίπουρα. Ο ένας της παρέας, ο Παναγής που έχει έρθει από το διπλανό χωριό, έχει μαζί και τον γιό του, ένα μπόμπιρα 4ων χρονών. Μπαίνει κάποιος στο καφενείο και ρίχνει "σύρμα":
- Μάγκες, μπροστά στο μύλο του Γιωργή οι μπάτσοι κάνουν αλκοτέστ.
Ο Παναγής τον κοιτάζει λοξά:
- Και κολώνεις ρε μάγκα; Χαλασμένο είναι το μηχάνημα. Μάστορα, δυό τσίπουρα!
- Χαλασμένο; Πού το ξέρεις ρε Παναγή;
- Aκου που σου λέω, λάθος δείχνει.
Έρχονται τα δυό τσίπουρα, πίνει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο γιό του.
- Ρε Παναγή, όχι τσίπουρο στο μωρό ρε!
- Μη φοβάσαι ρε! Ξέρει το παιδί!
Μετά από λίγο...
- Μάστορα, άλλα δύο τσίπουρα!
Τραβάει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο μπόμπιρα. Μετά από λίγο...
- Μάστορα, πιάσε άλλα δυό!
Ένα ο Παναγής, ένα ο μπόμπιρας... Κάποτε σηκώθηκε ο Παναγής, μπήκε στο αγροτικό με το γιό του και τράβηξε για το χωριό του. Στο μύλο του Γιωργή τον σταματάνε οι αμείλικτοι φρουροί του νόμου.
- Καλώς τον Παναγή. Τί ήπιαμε σήμερα;
- Τίποτε δεν ήπιαμε, λέει ήσυχα ο Παναγής.
- Για φύσα στη φούσκα να δούμε, λέει το όργανο της Τροχαίας.
Φυσάει ο Παναγής, ντανγκ η βελόνα στο κόκκινο.
- Δεν μπορεί, λέει ο Παναγής, χαλασμένο θα ναι!
- Χαλασμένο; Για ξαναφύσα...
Ξανά στο κόκκινο η βελόνα...
- Παναγή, άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, ΚΤΕΟ, πυροσβεστήρα, φαρμακείο...
- Για βάστα ρε μάστορα... λέει ο Παναγής. Για βάλε το μωρό να φυσήξει...
Φυσάει ο μπόμπιρας, ντανγκ η βελόνα ξανά στο κόκκινο.
- Βλέπεις; Χαλασμένο είναι... άντε καληνύχτα κύριε Τροχονόμε...
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που η αναπνοή του μύριζε σκατά.
Είχε λοιπόν πολύ μεγάλο πρόβλημα αφού δεν μπορούσε να πλησιάσει κανέναν, γιατί μόλις άνοιγε το στόμα του, σου μαραινόταν η μύτη από τη σκατίλα! Έτσι λοιπόν αποφάσισε να πάει σε έναν γιατρό για να δει τι μπορεί να κάνει. Μόλις έφτασε στο ιατρείο λέει στο γιατρό:
- Γιατρέ μου έχω ένα πρόβλημα , η ανάσα μου βρομάει σκατίλα και έχω γνωρίσει και μια κοπελιά και θα βγω μαζί της το Σάββατο και πρέπει να μυρίζει ωραία η ανάσα μου. O γιατρός τον καθησύχασε και του έδωσε κάτι χαπάκια με άρωμα πεύκου για να μυρίζει ωραία η ανάσα του! Ο τύπος λοιπόν πάει στο φαρμακείο κι αγοράζει μια ολόκληρη κούτα και πάει σπίτι. Kάθε μέρα έπαιρνε 10 χαπάκια μετά από κάθε γεύμα, 20 πριν κοιμηθεί κι άλλα 30 μόλις ξυπνούσε. Έτσι έγινε μέχρι το Σάββατο, ώσπου έφτασε η πολυπόθητη στιγμή του ραντεβού. Ήταν η ώρα 7 και στις 7:30 θα ερχόταν η κοπέλα. Aρχίζει λοιπόν και παίρνει χαπάκια με άρωμα, ώσπου φτάνει η ώρα 7:30 και χτυπάει το κουδούνι. Χωρίς να χάσει καιρό χτυπάει άλλα 10 χαπάκια με άρωμα πεύκου και πριν ανοίξει την πόρτα κάνει μια χα, χα, χα για να δει ότι όντως μυρίζει ωραία.- Ωραία μυρίζει... σκέφτεται κι ανοίγει την πόρτα. Η κοπέλα μπαίνει στο σπίτι κι αμέσως το πρόσωπο της παίρνει μια έκφραση όχι και τόσο καλή. Αυτός λέει:
- Τι; σου μυρίζει τίποτα;...- Ναι λέει αυτή, Σαν κάποιος να έχει χέσει κάτω από πεύκο!
Είναι περασμένα μεσάνυχτα, κάπου κοντά στις 1, όπου σε ένα διανυκτερεύον φαρμακείο, ο ιδιοκτήτης κάθεται στον πάγκο και περιμένει μπας και εμφανιστεί πελάτης. Σε κάποια στιγμή όμως, η νύστα τον καταβάλλει.. και έτσι όπως γέρνει πάνω στην ταμειακή τον ψιλοπαίρνει..
Κατά τις 2 η ώρα, ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο ιδιοκτήτης του φαρμακείου πετάγεται από τον γλυκό του ύπνο, και βλέπει έξω από την πόρτα έναν σκυφτούλη τύπο να του κάνει νόημα. Πηγαίνει μέχρι την πόρτα και ανοίγει.
- Τι θα θέλατε παρακαλώ.. λέει νυσταγμένος ο φαρμακοποιός...
- Μήπως έχετε μελάνι; ρωτάει ο σκυφτούλης τύπος με φωνή σπαστικού..
- Όχι κύριέ μου.. εδώ δεν είναι βιβλιοπωλείο.. δεν έχουμε μελάνι, λέει ο φαρμακοποιός και του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα..
Συγχυσμένος ο φαρμακοποιός επιστρέφει στον πάγκο, και πριν περάσει πεντάλεπτο τον ξαναπαίρνει ο ύπνος. Κατά τις 3 ξαναχτυπάει δυνατά η πόρτα. Πετάγεται απότομα ο φαρμακοποιός, κοιτάει στην πόρτα και βλέπει πάλι τον ίδιο σκυφτούλη τύπο να του κάνει νόημα. Πηγαίνει και ανοίγει ξανά την πόρτα...
- Τι θέλεις τώρα ρε μεγάλε;.. του λέει χασμουριόντας...
- Εεε.. μήπως έχετε μελάνι;
- Όχι ρε μαλάκα.. σου είπα ότι δεν έχουμε μελάνι, και του κλείνει την πόρτα με δύναμη.
Ο φαρμακοποιός κατεβάζοντας καντήλια και πολυελαίους, επιστρέφει στην θέση του στον πάγκο και σαν την ωραία κοιμωμένη εισβάλλει ξανά στον κόσμο των ονείρων.. Κατά τις 4, για μια ακόμα φορά χτυπάει η πόρτα.. ξυπνάει απότομα ο φαρμακοποιός και κοιτάει έξω.. Και πάλι ο σκυφτούλης τύπος του κάνει νόημα να βγει έξω..
"Ααα.. αυτή τη φορά θα τα ακούσει", λέει φανερά τσαντισμένος ο φαρμακοποιός. Τρέχει λοιπόν γρήγορα στην πόρτα, την ανοίγει απότομα και πριν προλάβει να κατεβάσει τα 12 ευαγγέλια στον τύπο, ο σκυφτούλης του δίνει ένα κιβώτιο και του λέει..
- Σας έφερα μελάνι για να έχετε..

Ήταν μια φορά κάποιος που είχε σοβαρό πρόβλημα στο χέρι του.
Ένα πρωί σε μια καφετέρια είπε στο φίλο του το πρόβλημα του και ότι θα πήγαινε στο γιατρό. Τότε ο φίλος του, του λέει:
- Ρε συ, δεν έμαθες πως το απέναντι φαρμακείο έχει φέρει ένα μηχάνημα που ρίχνεις μέσα ένα κατοστάρικο μαζί με τα κατουρά σου και σου λέει όχι μόνο τι έχεις αλλά και πώς να το αντιμετωπίσεις;
- Σοβαρά; Δεν το ήξερα. Πάω αμέσως να το δοκιμάσω.
Πήγε λοιπόν στο μηχάνημα, έριξε το κατοστάρικο μαζί με τα κάτουρα του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το μηχάνημα του βγάζει την εξής διάγνωση:
"Έχεις θλάση στο χέρι σου. Βάλε το στο γύψο για 2 εβδομάδες και θα γίνει καλά."
Επειδή όμως ήταν λίγο άτακτος, είπε μέσα του:
- Για να δούμε αν το μηχάνημα μπορεί να κάνει διάγνωση και σε αυτό.
Έβαλε σε ένα κουπάκι ούρα της γυναίκας του, του γιου του, σκατά του σκύλου του και για φινάλε έχυσε και από πάνω. Πήγε στο μηχάνημα, έριξε ένα κατοστάρικο μαζί με το μείγμα και το μηχάνημα έκανε μια διάγνωση που έλεγε:
"Η γυναίκα σου είναι έγκυος, το παίδι ΔΕΝ είναι δικό σου, χώρισέ την. Ο γιος σου είναι αδερφή, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό. Ο σκύλος σου έχει διάρροια, τάιζε τον πιο σκληρές τροφές και αν δεν σταματήσεις να την παίζεις όπου βρεις, το χέρι σου δεν πρόκειται να γιάνει ποτέ!"
Μια μέρα μπήκε μια γυναίκα σε ένα φαρμακείο και απογοητευμένη από τη δραστηριότητα του άντρα της, λέει του φαρμακοποιού:
- "Θέλω να μου δώσεις ένα χαπάκι να ξυπνήσει ο σύζυγος μου γιατί αποβλακώθηκε τώρα τελευταία και κοιμάται σα το ζώο."
Ο φαρμακοποιός που κατάλαβε το πρόβλημα της πελάτισσάς του πιάνει ένα βιάγκρα και της λέει:
- "Πάρε αυτό κυρία μου και το πρόβλημα σου να είσαι σίγουρη πως θα λυθεί."
Την επόμενη μέρα έξαλλη η κυρία πάει στο φαρμακείο και φωνάζοντας λέει:
- "Δεν ντρέπεσαι ελεεινέ και με έκανες ρεζίλη κι ο άντρας μου με είχε ακινητοποίηση και κόντεψε να μου έρθει συγκοπή. Θα σου κάνω μήνυση και αλλά πολλά και διάφορα.
Ο φαρμακοποιός κάποια στιγμή συνήλθε από το σοκ και όταν βρήκε χρόνο της λέει:
- "Μα αυτό δε θέλατε κυρία μου;"
- "Ναι, αλλά ετύχαμε προσκαλεσμένοι σε επίσημο γεύμα, σε αριστοκρατικό εστιατόριο!"
Μια φαρμακερή χειμωνιάτικη μέρα. ένας γέρος, στη μέση μιας παγωμένης λίμνης ανοίγει μια τρύπα στον πάγο, ρίχνει την πετονιά και περιμένει τα ψάρια να δαγκώσουν...
Μια ώρα και ούτε ένα τσίμπημα...
Να σου έρχεται ένας νεαρούλης, ανοίγει κι αυτός μια τρύπα λίγο παραδίπλα και ρίχνει την πετονιά του... Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό και ΧΡΑΠ! Ένα τεράστιο φαγκρί δαγκώνει το αγκίστρι. Ο νεαρούλης τραβάει έξω το φαγκρί και ο γέρος δεν πιστεύει στα μάτια του.
"Δεν βαριέσαι, απλή κωλοφαρδία..." σκέφτηκε.
Ο νεαρούλης όμως ξαναρίχνει την πετονιά, δεν περνάει ένα λεπτό και ΧΡΑΠ, δεύτερο φαγκρί!
Στα επόμενα πέντε λεπτά ο νεαρούλης βγάζει άλλα 4 ψάρια. Ο γέρος τραβούσε τα βυζιά του...
Τελικά δεν κρατήθηκε, πάει στον νεαρό:
- Ξέρεις, εγώ έχω πάνω από μία ώρα εδώ, και ούτε ένα ψάρι δεν δάγκωσε... Εσύ σε δέκα λεπτά έχεις βγάλει μισή ντουζίνα. Πώς τα καταφέρνεις;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Τί;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Μίλα καθαρά, ρε φίλε, δεν καταλαβαίνω ούτε λέξη, λέει ο γέρος.
Κι ο νεαρός, φτύνοντας στη χούφτα του:
- Πρέπει να κρατάς τα σκουλήκια ζεστά...