Ανέκδοτα για αυτοκίνητα και οδηγούς
Γερμανία, χειμώνας, πολύ χιόνι κι ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους, που αποφάσισαν να επισκεφθούν μετά από πολλά χρόνια, τούς τόπους όπου χιλιάδες συμπατριώτες τους, τον καιρό τού πολέμου, έχασαν την ζωή τους σε κάποιο από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Καθώς οδεύουν σ΄ένα από αυτά, το λεωφορείο μένει από πετρέλαιο. Τι να κάνουν, τι να κάνουν -ερημιά και το χιόνι πολύ-, αποφασίζει ο οδηγός τους που ήταν Γερμανός, να πάει να ζητήσει βοήθεια. Ξεκινάει λοιπόν να ψάχνει. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και αφού περιπλανήθηκε αρκετά φτάνει κατάκοπος σε μία καλύβα κάπου μέσα στο δάσος. Χτυπάει λοιπόν την πόρτα, τίποτα. Ξαναχτυπάει και μετά από ένα λεπτό του ανοίγει μία γριούλα.
- Τι θες παιδάκι μου εδώ με τέτοιο καιρό;
- Ρε γιαγιούλα, έχω ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους και έμεινα από καύσιμα. Μήπως μπορείς να τους βολέψεις πουθενά;
- Αχ, παιδάκι μου, που να τους βολέψω; Ένα φουρνάκι τόσο δα έχω!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!
Ήταν κάποτε δυό αδέρφια που είχαν ένα μαγαζί το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έτσι αποφάσισαν να το πουλήσουν και να χωρίσουν για ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη τους. Δώσαν μάλιστα ραντεβού σε έναν χρόνο σε μια κολώνα μπροστά από το μαγαζί.
Μετά από ένα χρόνο ο ένας αδερφός έρχεται ωραία ντυμένος ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος από ότι πριν.
- Τι γίνεται βρε αδερφέ; Τι ωραία ρούχα είναι αυτά;
- Α, έπιασα μια πολλή καλή δουλειά. Ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός και έτσι ζω άνετα. Εσύ όμως τι γινεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, μετά από ένα χρόνο τα ξαναλέμε εδώ!
Περνάει ακόμη ένας χρόνος. Ο ένας έρχεται με λιμουζίνα ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος.
- Τι γίνεται, βρε αδερφέ; Ωραία ρούχα, ωραία λιμουζίνα, πως τα καταφέρνεις;
- Α, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά, απόκτησα δικό μου εργοστάσιο και τώρα είμαι πλούσιος! Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Αντε, ακόμη ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη σου!
Μέτα από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα έρχεται με δικό του ελικόπτερο ενώ ο άλλος πιο φτωχά ντυμένος από πριν.
- Τι γίνεται; Πέρσι ήρθες με ακριβό αυτοκίνητο, φέτος με δικό σου ελικόπτερο...
- Α, η δουλειά μου πάει πολύ καλά. Τα κέρδη όλο ανεβαίνουν και έχω τεράστια περιουσία. Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, ακόμη ένα χρόνο!
Μετά από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα και το ελικόπτερο έρχεται φτωχά ντυμένος ενώ ο άλλος με ακριβά ρουχα!
- Τι έγινε βρε αδερφέ; Που είναι η λίμουζίνα σου, το ελικόπτερό σου;
- Ασε βρε αδερφέ! Καταστράφηκα! Επένδυσα όλα μου τα λεφτά σε κάτι μετοχές, αυτές φαλίρισαν και εγώ έχασα όλη μου την περιουσία! Εσύ όμως τι έγινε και φοράς ακριβά ρούχα;
- Α, εγώ πούλησα τα μπουκάλια!
Ο Γιωρίκας και ο γιός του καθόντουσαν κάτω από ένα στύλο και τον κοιτάζαν με πολύ απορία.
Περνάει μιά ξανθιά με το αυτοκίνητο, τους βλέπει εκεί κολλημένους και τους ρωτάει τί τρέχει.
- Προσπαθούμε να βρούμε το ύψος του στύλου αυτού, αλλά δεν έχουμε σκάλα, της λένε.
Η ξανθιά που πιάναν τα χέρια της κατεβαίνει και ανοίγει το πορτμπαγκάζ που ήταν γεμάτο εργαλεία. Διαλέγει κανα-δυό κλειδιά, λύνει το στύλο από τη βάση του, τον ξαπλώνει, παίρνει την ταινία τον μετράει:
"Έξι μέτρα και τριάντα εκατοστά" τους λέει.
Μπαίνει στο αμάξι και φεύγει.
Ο Γιωρίκας προς στιγμήν κόκαλο, αλλά ξαφνικά αρχίζει τα γέλια.
- Τι τρέχει πατέρα, και έσκασες στο γέλιο; ρωτάει ο γιος του.
- Τι χαζές τελικά αυτές οι ξανθιές, βρε παιδάκι μου, τους ζητάς το ύψος και αυτές σου μετράνε το μήκος!