Ανέκδοτα για αυτοκίνητα και οδηγούς

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!

Ήταν κάποτε δυό αδέρφια που είχαν ένα μαγαζί το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έτσι αποφάσισαν να το πουλήσουν και να χωρίσουν για ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη τους. Δώσαν μάλιστα ραντεβού σε έναν χρόνο σε μια κολώνα μπροστά από το μαγαζί.
Μετά από ένα χρόνο ο ένας αδερφός έρχεται ωραία ντυμένος ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος από ότι πριν.
- Τι γίνεται βρε αδερφέ; Τι ωραία ρούχα είναι αυτά;
- Α, έπιασα μια πολλή καλή δουλειά. Ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός και έτσι ζω άνετα. Εσύ όμως τι γινεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, μετά από ένα χρόνο τα ξαναλέμε εδώ!
Περνάει ακόμη ένας χρόνος. Ο ένας έρχεται με λιμουζίνα ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος.
- Τι γίνεται, βρε αδερφέ; Ωραία ρούχα, ωραία λιμουζίνα, πως τα καταφέρνεις;
- Α, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά, απόκτησα δικό μου εργοστάσιο και τώρα είμαι πλούσιος! Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Αντε, ακόμη ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη σου!
Μέτα από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα έρχεται με δικό του ελικόπτερο ενώ ο άλλος πιο φτωχά ντυμένος από πριν.
- Τι γίνεται; Πέρσι ήρθες με ακριβό αυτοκίνητο, φέτος με δικό σου ελικόπτερο...
- Α, η δουλειά μου πάει πολύ καλά. Τα κέρδη όλο ανεβαίνουν και έχω τεράστια περιουσία. Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, ακόμη ένα χρόνο!
Μετά από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα και το ελικόπτερο έρχεται φτωχά ντυμένος ενώ ο άλλος με ακριβά ρουχα!
- Τι έγινε βρε αδερφέ; Που είναι η λίμουζίνα σου, το ελικόπτερό σου;
- Ασε βρε αδερφέ! Καταστράφηκα! Επένδυσα όλα μου τα λεφτά σε κάτι μετοχές, αυτές φαλίρισαν και εγώ έχασα όλη μου την περιουσία! Εσύ όμως τι έγινε και φοράς ακριβά ρούχα;
- Α, εγώ πούλησα τα μπουκάλια!

Ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία.
Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα... Στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"
- "Πιο στοιχειωμένο ρε μαλάκα! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"
Κάποτε κάλεσαν τον αρχιεπίσκοπο σε μια συνάντηση. Όμως δυστυχώς η συνάντηση ήταν σε άλλη πόλη και ο αρχιεπίσκοπος είχε λειτουργία.
Όμως δυστυχώς η συνάντηση ήταν σε άλλη πόλη και ο αρχιεπίσκοπος είχε λειτουργία.
Ε, τι να κάνει ο αρχιεπίσκοπος...
Μόλις τελειώνει την λειτουργία μπαίνει στο αυτοκίνητο και λέει στον σοφέρ να γκαζώσει.
Ο σοφέρ πηγαίνει με 120.
- Πιο γρήγορα! φωνάζει ο αρχιεπίσκοπος. Θα αργήσουμε!
Το πατάει ο σοφέρ, φτάνει τα 140.
- Πιο γρήγορα! φωνάζει ο αρχιεπίσκοπος.
Τι να κάνει ο σοφέρ, πάει με 150.
Θυμώνει ο αρχιεπίσκοπος, και λέει στον σοφέρ να καθίσει πίσω και θα οδηγήσει αυτός.
Κάθεται ο αρχιεπίσκοπος μπροστά, και αρχίζει να τρέχει με τρελή ταχύτητα, και τους σταματά ένας τροχονόμος.
Ρίχνει μία ματιά μέσα στο αυτοκίνητο, παίρνει τον ασύρματο και πηγαίνει παραπέρα:
- Αρχηγέ, λέει ψιθυριστά, μόλις σταμάτησα για υπερβολική ταχύτητα κάποιο εξαιρετικά σημαντικό πρόσωπο. Τι να κάνω;
- Ποιός είναι; Κανένας υπουργός;
- Όχι, πολύ πιο σημαντικός!
- Πρωθυπουργός;
- Όχι, πολύ πιο σημαντικός!
- Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
- Όχι, πολύ πιο σημαντικός!
- Ε, θα μιλήσεις, ρε πούστη μου, να μου πείς ποιός είναι;
- Κοίτα αρχηγέ, προσωπικά εγώ δεν τον ξέρω, αλλά ο σοφέρ του είναι ο αρχιεπίσκοπος!
Πήγαινε μια οικογένεια ταξίδι με το αυτοκίνητο στο βουνό.
Στον δρόμο βλέπουν μία ταμπέλα "Όριο 100χλμ". Αμέσως ο οδηγός, που ήθελε να είναι πολύ εντάξει με τον νόμο, χαμήλωσε ταχύτητα.
Παρακάτω βλέπουν ταμπέλα "Όριο 80χλμ". Ξαναχαμηλώνει ο οδηγός ταχύτητα.
Προχωρούν και άλλο και βλέπουν μια άλλη ταμπέλα "Όριο 50χλμ". Ξαναχαμηλώνει ο οδηγός ταχύτητα.
Παρακάτω βλέπουν ταμπέλα "Όριο 30χλμ". Ξαναχαμηλώνει ο οδηγός ταχύτητα και τώρα πηγαίναν με 30χλμ.
Ξαναπροχωρούν λίγο, βλέπουν κι άλλη ταμπέλα "Όριο 15χλμ". Ξαναχαμηλώνει ο οδηγός ταχύτητα.
Συνεχίζουν και τότε βλέπουν ταμπέλα "Όριο 5χλμ". Νομοταγής ο οδηγός ξαναχαμηλώνει ταχύτητα.
Πάνε παρακάτω και βλέπουν ταμπέλα "Όριο 1χλμ". Ξαναχαμηλώνει ο οδηγός ταχύτητα, αλλά το αμάξι σχεδόν δεν προχωρούσε πια, τόσο σιγά πήγαιναν.
Όπως λοιπόν πήγαιναν αργά σαν σαλιγκάρια, και είχαν αγανακτήσει την ζωή τους, βλέπουν μία άλλη ταμπέλα "Καλωσήρθατε στο Όριο!"
Εσείς, τι κάνετε στα φανάρια;
Eχετε προσέξει, τι κάνουν οι οδηγοί στα φανάρια περιμένοντας να ανάψει το πράσινο; Λοιπόν, διαβάστε τι έχω προσέξει εγώ και κάπου μπορεί να αναγνωρίσετε τον εαυτόν σας...
Κουνιόνται στο ρυθμό της μουσικής που ακούνε από το ραδιόφωνό τους.
Βρίζουν ή και αυτοφασκελώνονται ακούγοντας ειδήσεις.
Ψάχνουν για άλλο ραδιοφωνικό σταθμό.
Μιλάνε στο κινητό τους.
Μιλάνε στον συνεπιβάτη τους.
Μιλάνε μόνοι τους.
Διώχνουν τον μετανάστη που θέλει να τους καθαρίσει το παρμπρίζ.
Δέρνουν το πιτσιρίκι τους γιατί δεν κάθεται φρόνιμα στο πίσω κάθισμα.
Βάζουν χέρι στον/στην συνεπιβάτη τους.
Ανάβουν τσιγάρο.
Αγοράζουν κάτι από τον πωλητή του φαναριού.
Παρκάρουν πρόχειρα και ψωνίζουν από το περίπτερο.
Πίνουν μια γουλιά νερό, αναψυκτικό, καφέ κλπ.
Ανοίγουν λίγο την πόρτα τους και αδειάζουν το σταχτοδοχείο.
Κοιτάζονται στον εσωτερικό ή και στον αριστερό καθρέπτη.
Καθαρίζουν τα δόντια τους.
Χτενίζονται.
Καθαρίζουν την μύτη τους.
Γκαζώνουν, κοιτάζοντας το φανάρι, έτοιμοι για εκκίνηση formula 1.
Κάνουν καμάκι στην οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου.
Παίζουν κομπολόι.
Ξεχασα τιποτα;