Είναι μαζεμένες ένα κοπάδι πεινασμένες νυχτερίδες μέσα σε μια σπηλιά και συζητάνε για τι άλλο, για το επίμαχο θέμα της τροφής.
Ξαφνικά μπαίνει μια νέα νυχτερίδα στη σπηλιά και είναι όλο το μουσούδι της πασαλειμμένο με φρέσκο αίμα. Κοιτάει ψηλά στο ταβάνι της σπηλιάς, βρίσκει μια άδεια θέση να παρκάρει, κρεμιέται και ετοιμάζεται για ύπνο.
Δεν αργούν όμως να την πάρουν χαμπάρι οι άλλες που η γαργαλιστική μυρουδιά του αίματος τους έχει σπάσει τη μύτη.
- Που το βρήκες βρε συ το αίμα; τη πιέζουνε να τους πει.
Η τυχερή - άτυχη νυχτερίδα προσπαθεί με κάθε τρόπο να τις πείσει να την αφήσουν ήσυχη να κοιμηθεί, αλλά που αυτές. "Πες μας" και "Πες μας" οι πεινασμένες νυχτερίδες την φέρνουνε στο αμήν.
- Ακολουθείστε με!, τους λέει στο τέλος και αναγκάζεται να ξεβολευφτεί και να βγει από τη σπηλιά. Από πίσω της ακολουθούν εκατοντάδες.
Όλος αυτός ο πεινασμένος συρφετός περνάει μια μεγάλη πεδιάδα, ένα ποτάμι και φτάνει σε ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Εδώ η πρώτη νυχτερίδα κόβει ταχύτητα και αμέσως την περιτριγυρίζουνε όλες οι φίλες της οι οποίες κυριολεκτικά κρέμονται απ το στόμα της.
- Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν; τη ρωτάνε με ανυπομονησία.
- Βλέπετε εκείνο το κάστρο στο βουναλάκι; τους ρωτάει αυτή δείχνοντας ένα τεράστιο παλιό κάστρο.
- Ναι, ναι, ναι, φωνάζουνε οι άλλες.
- Ε λοιπόν εγώ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΔΑ!
Ο λαγός καθόταν αραχτός στη ρίζα ενός δέντρου. Περνά από κει ο ελέφαντας. "Τι έγινε, λαγέ, πώς πάει;", ρωτά. "Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, ρίχνω και κανένα πούτσο στο λιοντάρι...". Τ ακούει αυτό ο ελέφαντας, παραξενεύεται, κουνάει το κεφάλι του και φεύγει. Αργότερα περνά από κει η αρκούδα. "Τι χαμπάρια, λαγέ, πώς πάει;".
"Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, ρίχνω και κανένα πούτσο στο λιοντάρι...". Κουνάει το κεφάλι της με απορία κι η αρκούδα, φεύγει κι αυτή.
Μια-δυο, έφτασαν αυτά στ αυτιά του λιονταριού, αγριεύει, πάει και βρίσκει το λαγό. "Γεια σου, λαγέ. Έμαθα περνάς καλά. Πώς πάει;", ρωτά. Ατάραχος ο λαγός απαντά:
"Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...".
Ένα ζεστό και ηλιόλουστο καλοκαίρι, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», λέει στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως σκέφτηκε πιο λογικά, και είπε από μέσα του ότι τον χειμώνα θα είναι στο σπιτάκι του με τις προμήθειές του ενώ ο τζίτζικας θα πεθαίνει από το κρύο.
Έτσι αρνήθηκε ευγενικά.
Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, ξανά-εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε και πάλι δύο Σουηδέζες.
Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι.
- «Έλα μαζί μας», ξαναείπε στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως φανερά ενοχλημένο αρνήθηκε ξανά. Αυτή η ιστορία συνεχιζότανε για όλο το καλοκαίρι, και τα νεύρα του μυρμηγκιού είχαν σπάσει.
Τελείωσε το καλοκαίρι, μπήκε το φθινόπωρο, ήρθε ο χειμώνας αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από τον κυρ Τζίτζικα.
Μια πολύ βαριά χειμωνιάτικη μέρα, ενώ έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, το μυρμήγκι καθότανε στο ζεστό του το σπιτάκι, μπροστά από το τζάκι του τρώγοντας κάστανα και ήταν ευτυχισμένο.
Ξαφνικά ακούγονται τρία ξεψυχισμένα χτυπήματα στην πόρτα.
Το μυρμήγκι κατάλαβε ότι ήταν ο κυρ Τζίτζικας και σκέφτηκε:
- «Τόσο καιρό ερχόσουνα με τις Σουηδέζες και πήγαινες για μπάνια ενώ εγώ δούλευα σαν το σκυλί έ; Τώρα θα σου δείξω εγώ όμως.»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του τον κυρ Τζίτζικα, με το γούνινό του το παλτό, τα γάντια του και τον σκούφο του και πίσω βλέπει ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο 4Χ4 Land Rover και μέσα δύο Σουηδέζες και πάλι.
- «Έλα μαζί μας για σκι» του προτείνει ο κυρ Τζίτζικας.
- «Ρε αϊ σιχτίρ, και αν δεις και τον Αίσωπο πες του να πάει να γαμηθεί»!