Είναι μαζεμένες ένα κοπάδι πεινασμένες νυχτερίδες μέσα σε μια σπηλιά και συζητάνε για τι άλλο, για το επίμαχο θέμα της τροφής.
Ξαφνικά μπαίνει μια νέα νυχτερίδα στη σπηλιά και είναι όλο το μουσούδι της πασαλειμμένο με φρέσκο αίμα. Κοιτάει ψηλά στο ταβάνι της σπηλιάς, βρίσκει μια άδεια θέση να παρκάρει, κρεμιέται και ετοιμάζεται για ύπνο.
Δεν αργούν όμως να την πάρουν χαμπάρι οι άλλες που η γαργαλιστική μυρουδιά του αίματος τους έχει σπάσει τη μύτη.
- Που το βρήκες βρε συ το αίμα; τη πιέζουνε να τους πει.
Η τυχερή - άτυχη νυχτερίδα προσπαθεί με κάθε τρόπο να τις πείσει να την αφήσουν ήσυχη να κοιμηθεί, αλλά που αυτές. "Πες μας" και "Πες μας" οι πεινασμένες νυχτερίδες την φέρνουνε στο αμήν.
- Ακολουθείστε με!, τους λέει στο τέλος και αναγκάζεται να ξεβολευφτεί και να βγει από τη σπηλιά. Από πίσω της ακολουθούν εκατοντάδες.
Όλος αυτός ο πεινασμένος συρφετός περνάει μια μεγάλη πεδιάδα, ένα ποτάμι και φτάνει σε ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Εδώ η πρώτη νυχτερίδα κόβει ταχύτητα και αμέσως την περιτριγυρίζουνε όλες οι φίλες της οι οποίες κυριολεκτικά κρέμονται απ το στόμα της.
- Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν; τη ρωτάνε με ανυπομονησία.
- Βλέπετε εκείνο το κάστρο στο βουναλάκι; τους ρωτάει αυτή δείχνοντας ένα τεράστιο παλιό κάστρο.
- Ναι, ναι, ναι, φωνάζουνε οι άλλες.
- Ε λοιπόν εγώ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΔΑ!