Μια φόρα στο δάσος,άνοιξε μια καντίνα και όλα τα ζώα μπήκαν στην ουρά για να φάνε.
Ο λαγός που ήρθε τελευταίος, αφού πέρασε όλα τα ζώα της ουράς, μπήκε μπροστά από το λιοντάρι, που ως βασιλιάς των ζώων, ήταν πρώτο.
- Ρε λαγέ; τι κανείς εδώ μπροστά; ρώτησε το λιοντάρι.
- Να ήρθα και εγώ για την καντίνα, είπε ο λαγός.
- Έτσι εε; και του δίνει μια μπουνιά που τον στέλνει στο τέλος της ουράς.
Ο λαγός ξεκινάει πάλι και αφού προσπερνά όλα τα άλλα ζώα πάει και μπαίνει δεύτερος μπροστά από την αρκούδα.
- Τι κανείς εδώ μπροστά ρε λαγέ; λέει η αρκούδα.
- Να ήρθα και εγώ για την καντίνα, απαντά αυτός.
- Α,έτσι εε; και του δίνει μια ανάποδη και τον στέλνει στο τέλος της ουράς.
- Α,έτσι είστε τώρα μαλάκες, να δούμε ποιος θα ανοίξει τώρα την καντίνα! λέει ο λαγός.
Αθήνα, κατακαλόκαιρο.
Καύσωνας 42 βαθμοί. Ούτε φύλλο δεν κουνιέται, όλα βράζουν. Ο κύριος Παπαδόπουλος, σε μια μονοκατοικία στην Νέα Σμύρνη, βγάζει τη μέρα του κάτω από το κρύο ντους για να μην λιποθυμήσει. Ξάφνου, χτυπάει το κουδούνι του. Ανοίγει βρεμένος με την πετσέτα και βλέπει έξω από την πόρτα του το βυτίο που μοιράζει πετρέλαιο για το καλοριφέρ.
- Ο κύριος Παπαδόπουλος; τον ρωτά ο οδηγός. Φέραμε το πετρέλαιο.
- Ποιο πετρέλαιο, άνθρωπέ μου; Είσαι σοβαρός; Ποιος σου είπε να φέρεις με αυτόν τον καύσωνα πετρέλαιο;.
- Εσείς, κύριε Παπαδόπουλε! Μας τηλεφωνήσατε σήμερα το πρωί!
- Εγώ;!... Σας μοιάζω για τρελός;, ουρλιάζει ο Παπαδόπουλος και μια υποψία τον κυριεύει.
Γυρνάει και κοιτάει τον παπαγάλο του, που σκύβει το κεφάλι ένοχα και το χώνει μέσα στα φτερά του.
"Ώστε, εσύ το κανες, πουλάκι μου...", σκέφτεται.
- Πόσους τόνους φέρατε;, ρωτάει τον οδηγό.
- Τριάντα μας ζητήσατε!
- Τριάντα τόνους πετρέλαιο! Μα δεν χωράνε στη δεξαμενή! Καλά, βάλτε όσο πάρει, εγώ θα πεθάνω, δεν μπορώ, πάω να μπω κάτω από το νερό να συνέλθω.
Και πάει προς το μπάνιο, μηνύοντας στο πουλί "εσένα θα σε κανονίσω αργότερα".
Όταν όλα τελείωσαν και το βυτίο έφυγε, ο κύριος Παπαδόπουλος βγαίνει, βουτάει τον παπαγάλο, τον κολλάει στον τοίχο, του ανοίγει τη μια φτερούγα, την καρφώνει, του ανοίγει την άλλη, την καρφώνει και τρέχει να ξαναμπεί κάτω από το ντους.
Γυρίζει στο πλάι το κεφάλι του ο παπαγάλος και βλέπει τον Εσταυρωμένο.
- Έι, ψιτ, εσύ!, του λέει. Πόσον καιρό είσαι εκεί;
- Ουου, απαντάει ο Χριστός. Ίσαμε δυο χιλιάδες χρόνια!
- Δυο χιλιάδες χρόνια;!, τρελαίνεται ο παπαγάλος. Καλά, άνθρωπέ μου, πόσο πετρέλαιο παράγγειλες εσύ;!
- --Ήτανε σε ένα λιβάδι ένα ζευγάρι, το άσπρο άλογο και η άσπρη Φοράδα.
Ζούσαν ευτυχισμένοι στον παράδεισό τους, είχαν τον έρωτά τους, άφθονο χορτάρι ήλιο κλπ. Η ζωή τους ήταν ένα όνειρο... Μια μέρα όμως στην άλλη πλευρά του λιβαδιού εμφανίστηκε ένα μαύρο αρσενικό άλογο, στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία, όσο πέρναγε ο καιρός όμως η φοράδα το γλυκοκοίταζε. Ήξερε πως αυτό που ένοιωθε ήταν λάθος, όμως μέσα της είχε φωλιάσει η επιθυμία για το άγνωστο, το απρόβλεπτο, το μυστηριώδες. Κάποια μέρα λοιπόν που οι ορμόνες της χτύπησαν tilt αποφάσισε να εγκαταλείψει τον άσπρο της σύντροφο και να πάει να βοσκήσει χορτάρι στην πλευρά του μαύρου αλόγου. Το άσπρο άλογο από καιρό είχε καταλάβει πως κάτι συνέβαινε αλλά μόλις έφυγε η φοράδα κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Τυφλωμένος μέσα στην απελπισία του, με την καρδιά του πληγωμένη και κατακερματισμένη κατάλαβε πως η ζωή για αυτόν είναι μάταιη. Τα είχε όλα, ζούσε σε έναν παράδεισο με την αγάπη του και τώρα βρέθηκε στην άλλη μεριά του λιβαδιού να βλέπει το παράνομο ζευγάρι ανίκανος να αντιδράσει, ένα πράγμα του έμενε μόνο.. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνει φόρα και πηδάει από τον γκρεμό στην άκρη του λιβαδιού, στα τελευταία δευτερόλεπτα της πτώσης του δεν έβγαλε άχνα, βυθίστηκε στην μοιραία λύτρωση που του προσέφεραν οι κοφτερές πέτρες.. Η φοράδα μόλις είδε από μακριά το συμβάν πάγωσε, μια σφαλιάρα την ξύπνησε από την νιρβάνα που ζούσε, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Αμέσως συλλογίστηκε πόσο τραγική ήταν η μοίρα της, κατέστρεψε τον μοναδικό έρωτά της, την αγάπη τους, την ευτυχία τους και όλα αυτά για ένα πρόσκαιρο πάθος. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο από λίγα λεπτά και οι οπλές της αποχωρίστηκαν το γνώριμο χορτάρι του λιβαδιού για να συναντήσουν το κενό του γκρεμού λίγο πριν τον μακάβριο γδούπο. Το μαύρο άλογο συντετριμμένο παρακολουθούσε τους 2 εραστές να θυσιάζονται δίνοντας καθυστερημένα με τον θάνατό τους το φιλί της ζωής στην αγάπη τους, τι ειρωνεία.. Η ζωή για αυτόν ήταν πλέον ανυπόφορη, το αίμα που έβαφε τις οπλές του ήταν δυσβάσταχτο φορτίο και τον λύγισε. Ζητώντας μέσα του τη λύτρωση βρέθηκε να νοιώθει τελευταία φορά το αεράκι να του χαϊδεύει τη χαίτη καθώς βούταγε στη χαράδρα. Μόνο μια φωνή από τα βάθη του γκρεμού βρέθηκε να συντροφεύει τον γδούπο από το σώμα του που συνθλιβόταν στα βράχια, μια φωνή που έλεγε... Ποιος μαλ**ας πετάει άλογα;