O καλός φίλος...
Ο δάσκαλος διαβάζει την εκθεση του Τοτού η οποία έλεγε: Έκανα μια βόλτα στο δάσος τις προαλλες και στην ρίζα μιας βελανιδιάς βλέπω ένα μικρό σωρό απο πράσινα σκατά. "Αυτά τα σκατά θα είναι του φίλου μου του Γιάννη, που τρώει σπανάκι", σκέφτηκα. Πάρακάτω πίσω απο ένα πεύκο βλέπω κάτι κίτρινα σκατα. "Εδώ πρέπει να έχεσε ο φίλος μου ο Νίκος, που τρώει πολλές μπανάνες", σκέφτηκα. Λίγο παραπέρα βλεπω ένα σωρό απο κοκκινωπά σκατά. "Ε, βάζω στοίχημα ότι αυτά είναι του φίλου μου του Κώστα, που τρώει πολλά κεράσια", σκέφτηκα.
Τσαντισμένος ο δάσκαλος φωνάζει:
- Τοτέ, τι αηδίες είναι αυτές που έγραψες στην έκθεσή σου;
- Mα, κύριε γιατί το λέτε; Το θέμα της έκθεσης δεν ήταν "Ο καλός ο φίλος, στην ανάγκη φαίνεται;"
Ήταν μια γιαγιά και ένας παππούς που δεν είχαν παιδιά.
Μια μέρα διάβασαν στην εφημερίδα ότι σε ένα σχολείο μπαίνεις μοσχάρι και βγαίνεις άνθρωπος. Βέβαια η εφημερίδα εννοούσε ότι μπαίνεις αγράμματος και βγαίνεις πανέξυπνος, ο γέρος και η γιαγιά όμως το κατάλαβαν στην κυριολεξία. Έτσι παίρνει ο παππούς το μοσχάρι από την αγελάδα, πάει στο σχολείο και λέει:
- «Σας δίνω το μοσχάρι μου να το κάνετε άνθρωπο και θα έρθω να το πάρω σε 6 χρόνια», έτσι ευχαριστημένος πάει σπίτι. Στο μεταξύ στο σχολείο σφάζουν το μοσχάρι και το τρώνε. Μετά 6 χρόνια ο παππούς πάει στο σχολείο και σκέφτεται πως να φωνάξει το παιδί του αφού τώρα πια ήταν άνθρωπος. Μετά από σκέψη λέει ότι θέλει τον κύριο Μόσχα. Εν το μεταξύ, υπήρχε εκεί ένας καθηγητής με αυτό το όνομα. Τότε ο φύλακας του λέει:
- «A, θέλετε τον καθηγητή Μόσχα.» Τότε ο παππούς παινεύεται από μέσα του. «Α, για δες το παιδί μου όχι μόνο μεγάλωσε αλλά έγινε και καθηγητής κιόλας.» Έρχεται ο καθηγητής και ο γέρος ανοίγει τα χέρια του και λέει:
- «Παιδί μου, έλα να σε αγκαλιάσω.»
Ο καθηγητής απορημένος λέει:
- «Τι λέτε κύριε, εγώ δεν είμαι ο γιος σας.»
- « Γιε μου δε με θυμάσαι, ο πατέρας σου είμαι»
- «Συγνώμη κύριε λάθος κάνετε.»
Ο παππούς στενοχωρημένος πάει σπίτι. Στο δρόμο όμως του ρχεται μια ιδέα. Παίρνει την αγελάδα και πάει ξανά στο σχολείο, ζητά πάλι τον κύριο Μόσχα και του λέει δείχνοντας την αγελάδα.
- «Εμένα δε με θυμάσαι, τουλάχιστον την μάνα σου τη θυμάσαι!»
Ο μικρός Δημητράκης μπήκε στην κουζίνα όπου η μαμά του ετοίμαζε βραδινό.
Πλησίαζαν τα γενέθλιά του και σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να πει στη μαμά του τι δώρο ήθελε."Μαμά", είπε ο μικρός Δημητράκης "θέλω ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου". Ο μικρός Δημητράκης ήταν ένας φασαρτζής του κερατά. Και στο σχολείο και στο σπίτι όλο μπελάδες δημιουργούσε. Έτσι λοιπόν η μαμά του τον ρώτησε αν πιστεύει ότι το δικαιούται το δώρο."Φυσικά", είπε ο μικρός. Η μαμά του, χριστιανή γυναίκα, ήθελε να βάλει τον γιο της να σκεφτεί τη συμπεριφορά του όλο τον χρόνο που είχε περάσει. Έτσι του είπε να πάει στο δωμάτιό του και να σκεφτεί πως φέρθηκε όλους τους μήνες από τα προηγούμενα γενέθλιά του. Και μετά, του είπε, να γράψει ένα γράμμα στον θεούλη και να εξηγεί γιατί αξίζει το ποδήλατο!Έτσι ο μικρός Δημητράκης πήγε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει:
- ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν πολύ καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Το προτιμώ κόκκινο. Ο φίλος σου,ΔημητράκηςΟ Δημητράκης όμως ήξερε ότι αυτά που έγραψε δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν και τόσο καλό παιδί. Έτσι, έσκισε το πρώτο γράμμα και ξανάρχισε.-ΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ-Αγαπητέ ΘεούληΕίμαι ο φίλος σου ο Δημητράκης. Ήμουν καλό παιδί φέτος και θάθελα ένα κόκκινο ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σ ευχαριστώΟ φίλος σουΔημητράκηςΉξερε όμως ότι ούτε αυτό ήταν αλήθεια. Έτσι, έσκισε και αυτό το γράμμα και άρχισε ξανά.-ΓΡΑΜΜΑ ΤΡΙΤΟ-Αγαπητέ ΘεούληΉμουν εντάξει τη χρονιά που πέρασε. Θα θελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. ΔημητράκηςΟ Δημητράκης ήξερε ότι ούτε αυτό το γράμμα μπορούσε να το στείλει στο Θεό. Έτσι έγραψε το...-ΤΕΤΑΡΤΟ ΓΡΑΜΜΑ -ΘεέΞέρω ότι δεν ήμουν καλό παιδί φέτος. Λυπάμαι πραγματικά. Θα γίνω καλό παιδί όμως αν μου στείλεις ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σε παρακαλώ... ΕυχαριστώΔημητράκηςΟ μικρός ήξερε όμως, ότι ακόμη κι αν έλεγε αλήθεια, αυτό το γράμμα δεν θα του έφερνε το ποδήλατο. . . Τώρα πια ανησύχησε. Πήγε στην κουζίνα και είπε στη μαμά του ότι ήθελε να πάει στην εκκλησία. Η μαμά σκέφτηκε ότι το "κόλπο" της είχε πιάσει, μιας και είδε τον μικρό να είναι σκεφτικός και λυπημένος."Πήγαινε, αλλά νά γυρίσεις γρήγορα". Ο Δημητράκης πήγε στην εκκλησία της γειτονιάς. Μπήκε μέσα κι έριξε μια ματιά γύρω του να δει αν ήταν κανένας άλλος εκεί. Προχώρησε προς το ιερό και βρήκε μια εικόνα της Παναγίας. Πολύ προσεκτικά την ξεκρέμασε και την έχωσε κάτι από το παλτό του και έφυγε από την εκκλησία τρέχοντας. Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του, χώθηκε στο δωμάτιό του και πήρε μολύβι και χαρτί.-ΓΡΑΜΜΑ ΠΕΜΠΤΟ-ΘεέΈχω στα χέρια μου τη μάνα σου. Αν θέλεις να την ξαναδείς, στείλε μου το ποδήλατο. Ξέρεις ποιος.
Η βεράντα.
Κάποτε ήταν ένας μαθητής που αργούσε καθημερινά στο σχολείο και ερχόταν στην μέση της πρώτης ώρας.
Η δασκάλα δεν άντεχε άλλο, και τον ρώτησε:
- Γιατί κάνεις κάθε μέρα τόση ώρα να έρθεις σχολείο;
- Να, ξυπνάω στις 7.00, νίβομαι, ντύνομαι, βάζω ζελέ στα μαλλιά, πηδάω την βεράντα και έρχομαι σχολείο.
Την επόμενη μέρα έρχεται πάλι καθυστερημένος.
- Γιατί άργησες; ρωτά η δασκάλα.
- Να, ξύπνησα, νίφτηκα, ντύθηκα, έβαλα ζελέ στα μαλλιά, πήδηξα την βεράντα και ήρθα σχολείο.
Την επόμενη μέρα:
- Γιατί άργησες πάλι;
Πάλι η ίδια απάντηση.
Παίρνει τηλέφωνο η δασκάλα στο σπίτι του μαθητή:
- Ξέρετε, ο γιος σας κάθε μέρα έρχεται καθυστερημένος στην τάξη, και και όταν του λέει ότι καθυστέρησε επειδή πήδηξε την βεράντα. Τι θα γίνει πια με αυτήν την κατάσταση;! Δεν μπορεί να κατεβαίνει από τα σκάλιά σαν φυσιολογικός άνθρωπος;
- Ε, μάλιστα, αλλά ξέρετε η κυρία δεν είναι εδώ. Εγώ είμαι η παραδουλεύτρα.
- Α, και πως σας λένε;
- Βεράντα!
Στο σχολείο η δασκάλα:
- Παιδιά, θέλετε να παίξουμε "Παντομίμα" με παροιμίες; Θα κάνετε κινήσεις με τα χέρια και όποιος το καταλάβει πρώτος κερδίζει.
- Να κάνω εγώ πρώτος, κυρία; ρωτάει ο Γιαννάκης.
- Ναι, λέει η δασκάλα.
Σηκώνεται ο Γιαννάκης, τρέχει, τρέχει πέφτει κάτω...
- Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, λέει η Αννούλα.
- Μπράβο, Αννούλα, κάνε τώρα εσύ.
Σηκώνεται η Αννούλα, πηγαίνει στην πόρτα, χτυπάει, χτυπάει, τίποτε...
- Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα! λέει ο Τοτός.
- Μπράβο Τοτό, σήκω να κάνεις και εσύ.
Σηκώνεται ο Τοτός, βγάζει την τσίχλα του, πιάνει ένα δεκάρικο και την κολλάει. Μετά το πετάει ψηλά, και η τσίχλα μαζί με το δεκάρικο, κολλάνε στο ταβάνι. Ο Τοτός κοιτά ψηλά και πιάνει τα αρχίδια του.
Κανένα παιδί δεν ήξερε την παροιμία.
- Τι παροιμία είναι αυτή, Τοτέ; ρωτάει η δασκάλα.
- Μα δεν καταλάβατε ακόμα, καλέ κυρία; Κάλλιο 3 και στο χέρι, παρά 10 και καρτέρι!