Λέει η δασκάλα στα παιδιά:
- Παιδιά, αύριο, όπως θα έρχεστε από το σπίτι σας στο σχολείο, θα παρατηρήσετε τα κτίρια που υπάρχουν, θα διαλέξετε ένα και αύριο θα μας το πείτε!
Περνάει η μέρα, και τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Τους λέει λοιπόν η δασκάλα:
- Καλημέρα παιδιά. Είδατε τα κτίρια;
Τα παιδιά:
- Μάλιστα κυρία!
- Ελενίτσα, εσένα ποιο κτίριο σου άρεσε πιο πολύ;
- Εμένα, μου άρεσε ένα κτίριο μεσαιωνικού ρυθμού, και μου είπε ο πατέρας μου, ότι εκεί στεγάζεται το μουσείο της φυσικής ιστορίας!
- Μπράβο Ελενίτσα! Εσένα Δημητράκη;
- Εμένα μου άρεσε ένα γυάλινο κτήριο, και μου είπε ο πατέρας μου, ότι εκεί στεγάζεται το μουσείο μοντέρνας τέχνης!
Αφού ρώτησε, όλα τα παιδιά, έφτασε και η σειρά του Μπόμπου. Τρομαγμένη η δασκάλα, μήπως και πει καμιά βρισιά ο Μπόμπος, λέει διστακτικά:
- Εσένα Μπόμπο, πιο κτίριο σου άρεσε πιο πολύ;
- Εγώ κυρία, λέει ο Μπόμπος, όπως ερχόμουν, είδα ένα λάκο... Ίσα με 10 πατώματα βαθύ! Δεν ήξερα τι είναι, και ρώτησα τον πατέρα μου! Εκείνος, μου είπε πως εκεί θα γίνει, το μεγαλύτερο μπουρδέλο της πόλης!
Φανερά εκνευρισμένα όλα τα κοριτσάκια, πάνε να φύγουν τρέχοντας. Τότε, γυρνάει και τους λέει ο Μπόμπος:
- Πού πάτε ρε πο... Σ; Ακόμα στα μπετά είναι!
Σκηνή στο σχολείο. Η δασκάλα εξηγεί στα παιδιά τι είναι ποίηση και τι πεζός λόγος. Τους δίνει ένα παράδειγμα:
- Θα σας πω ένα ποίημα:
- «Αρνάκι άσπρο και παχύ, / της μάνας του καμάρι, / εβγήκε εις την εξοχή / και στο χλωρό χορτάρι». Αυτό είναι ποίηση, αλλά αν αλλάξω κάνα-δυο λέξεις, θα γίνει πεζός λόγος. Πχ «Αρνάκι άσπρο και παχύ, της μάνας του καμάρι, εβγήκε απ? τη στάνη του, εις το ψηλό γρασίδι». Καταλάβατε; Τώρα θέλω να μου δώσετε παραδείγματα δικά σας.
- Κυρία... κυρία... ο Μπόμπος πάντα πρόθυμος.
- Λέγε, Μπόμπο, του δίνει το λόγο η δασκάλα.
- «Η Ελένη είχε ένα γουρούνι, / ένα τόσο δα γουρουνάκι, / και καθώς του χάιδευε το πηγούνι, / αυτό της έγλυφε...
- Πες το μας σε πεζό λόγο, Μπόμπο, κι άσε την ομοιοκαταληξία, τον διακόπτει η δασκάλα.
- ... την κωλοτρυπίδα! συνέχισε ο Μπόμπος
Έβαλε η δασκάλα σ` όλους τους μαθητές της, να της πουν μία ιστορία που να σχετίζεται με τα βουνά. Σιγά-σιγά, είπαν όλα τα παιδιά τη δική τους ιστορία και ήρθε και η σειρά του Τοτού. Λέει λοιπόν:
- "Τα βουνά είναι όμορφα. Υπάρχουν ψηλά και χαμηλά. Σ΄ ένα ψηλό βουνό, έχει τη μάντρα του ο παππούς μου. Μέσα σ` αυτή, έχει έναν ταύρο και δύο αγελάδες. Μία μαύρη και μία άσπρη. Μια μέρα, ο ταύρος γά.. Σε την άσπρη αγελάδα..."
- "Μη λες τέτοιες άτακτες λέξεις. Καλύτερα να πεις, ότι ο ταύρος έκανε μία έκπληξη στην άσπρη αγελάδα. Εντάξει;"
- "Εντάξει."
Την επόμενη μέρα, επισκέφτηκε το σχολείο ένας επιθεωρητής και έτσι η δασκάλα έβαλε τους μαθητές να πουν ξανά την ιστορία για τα βουνά.
Ο Τοτός σήκωνε επίμονα το χέρι του, για να πει την ιστορία του, αλλά επειδή η δασκάλα φοβόταν τι θα έλεγε, δεν του έδινε το λόγο. Μετά από αρκετή ώρα, και ενώ ο Τοτός επέμενε, ο επιθεωρητής πήρε πρωτοβουλία και έβαλε ο ίδιος τον Τοτό. Ο Τοτός άρχισε την ιστορία του:
- "Τα βουνά είναι όμορφα. Υπάρχουν ψηλά και χαμηλά. Σ` ένα ψηλό βουνό έχει την μάντρα του ο παππούς μου. Μέσα σ` αυτή, έχει ένα ταύρο και δύο αγελάδες. Μία μαύρη και μία άσπρη...
Η δασκάλα άρχισε να κοκκινίζει και να τρέμει, καθώς ο Τοτός συνέχιζε.
- "... Μια μέρα, ο ταύρος έκανε μία έκπληξη στην άσπρη αγελάδα..."
Η δασκάλα αμέσως ανακουφίστηκε, αλλά ο Τοτός συμπλήρωσε:
- "... Γά.. Σε τη μαύρη αγελάδα!"
Κόκκαλο η δασκάλα!
Μια μέρα η δασκάλα στο σχολείο βάζει έκθεση με θέμα "Μια συνηθισμένη μέρα".
Ο Τοτός έγραψε:
"Το πρωί ξυπνάω, πλένομαι, ντύνομαι, τρώω πρωινό, πηδάω τη βεράντα, πάω σχολείο, γυρνάω σπίτι, τρώω μεσημεριανό, κάνω τα μαθήματά μου, βλέπω τηλεόραση, τρώω βραδινό και κοιμάμαι. Την επόμενη μέρα ξυπνάω, πλένομαι, ντύνομαι τρώω πρωινό, πηδάω τη βεράντα, πάω σχολείο, γυρνάω σπίτι, τρώω μεσημεριανό, κάνω τα μαθήματά μου, βλέπω τηλεόραση, τρώω βραδινό και κοιμάμαι."
Μόλις το βλέπει αυτό η δασκάλα του Τοτού λέει ότι κάτι δεν πάει καλά και κρίνει ότι πρέπει να δει τους γονείς του Τοτού για να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Αποφασίζει λοιπόν να πάει σπίτι του.
Φτάνει στο σπίτι και χτυπά το κουδούνι. Ανοίγει τη πόρτα μια κυρία.
- Καλησπέρα. Εσείς είστε ασφαλώς η μητέρα του Τοτού, λέει η δασκάλα.
- Όχι, εγώ είμαι η Βεράντα! λέει η κυρία.