Ανέκδοτα για αυτοκίνητα και οδηγούς

Γερμανία, χειμώνας, πολύ χιόνι κι ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους, που αποφάσισαν να επισκεφθούν μετά από πολλά χρόνια, τούς τόπους όπου χιλιάδες συμπατριώτες τους, τον καιρό τού πολέμου, έχασαν την ζωή τους σε κάποιο από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Καθώς οδεύουν σ΄ένα από αυτά, το λεωφορείο μένει από πετρέλαιο. Τι να κάνουν, τι να κάνουν -ερημιά και το χιόνι πολύ-, αποφασίζει ο οδηγός τους που ήταν Γερμανός, να πάει να ζητήσει βοήθεια. Ξεκινάει λοιπόν να ψάχνει. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και αφού περιπλανήθηκε αρκετά φτάνει κατάκοπος σε μία καλύβα κάπου μέσα στο δάσος. Χτυπάει λοιπόν την πόρτα, τίποτα. Ξαναχτυπάει και μετά από ένα λεπτό του ανοίγει μία γριούλα.
- Τι θες παιδάκι μου εδώ με τέτοιο καιρό;
- Ρε γιαγιούλα, έχω ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους και έμεινα από καύσιμα. Μήπως μπορείς να τους βολέψεις πουθενά;
- Αχ, παιδάκι μου, που να τους βολέψω; Ένα φουρνάκι τόσο δα έχω!
Μια νεκροφόρα μετέφερε μόνη της ένα φέρετρο στο νεκροταφείο. Καθώς ήταν σε μια ανηφόρα, ήταν και χωματόδρομος, ανοίγει απο τα πολλά τραντάγματα η πόρτα χωρίς να καταλάβει τίποτα ο οδηγός (ήταν μεθυσμένος βλέπετε).
Το φέρετρο βγαίνει έξω και αρχίζει να κυλάει στην κατηφόρα. Καθώς κύλαγε, σε μια στιγμή σπάει και αρχίζει να κυλάει ο νεκρός από μόνος του. Καθώς κυλούσε χτυπά και σταματά πάνω σε έναν θάμνο.
Βλέπει ένας κυνηγός το θάμνο να κουνιέται, το περνά για λαγό και το γαζώνει στις σφαίρες. Βλέπει ότι είναι άνθρωπος και πανικοβάλλεται. Μην ξέροντας τι να κάνει το πετάει στην μέση της εθνικής οδού.
Μετά από λίγο το βλέπει ένας οδηγός, πατάει τελευταία στιγμή το φρένο αλλά έτρεχε πολύ, δεν προλαβαίνει να σταματήσει και το πατάει.
Πανικόβλητος το παίρνει και το πετάει στην θάλασσα. Το κύμα το πηγαίνει στα ανοιχτά, περνάει ένα σκάφος και το κόβει στα δύο. Πιο ψύχραιμος ο οδηγός του σκάφους παίρνει τα δύο κομμάτια και τα πηγαίνει σ ένα νοσοκομείο.
Τα κομμάτια τα παίρνει ένας ειδικός για αυτές τις περιπτώσεις χειρούργος και το βάζει κατευθείαν για εγχείρηση. Ο οδηγός του σκάφους κάθεται και περιμένει απ έξω γεμάτος αγωνία.
Μετά από πέντε ώρες συνεχούς εγχείρησης βγαίνει ο χειρούργος και του λέει:
- Λυπάμαι πολύ. Εάν τον είχατε φέρει πριν ... 5 λεπτά θα τον είχαμε σώσει!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!
Ήταν κάποτε δυό αδέρφια που είχαν ένα μαγαζί το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έτσι αποφάσισαν να το πουλήσουν και να χωρίσουν για ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη τους. Δώσαν μάλιστα ραντεβού σε έναν χρόνο σε μια κολώνα μπροστά από το μαγαζί.
Μετά από ένα χρόνο ο ένας αδερφός έρχεται ωραία ντυμένος ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος από ότι πριν.
- Τι γίνεται βρε αδερφέ; Τι ωραία ρούχα είναι αυτά;
- Α, έπιασα μια πολλή καλή δουλειά. Ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός και έτσι ζω άνετα. Εσύ όμως τι γινεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, μετά από ένα χρόνο τα ξαναλέμε εδώ!
Περνάει ακόμη ένας χρόνος. Ο ένας έρχεται με λιμουζίνα ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος.
- Τι γίνεται, βρε αδερφέ; Ωραία ρούχα, ωραία λιμουζίνα, πως τα καταφέρνεις;
- Α, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά, απόκτησα δικό μου εργοστάσιο και τώρα είμαι πλούσιος! Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Αντε, ακόμη ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη σου!
Μέτα από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα έρχεται με δικό του ελικόπτερο ενώ ο άλλος πιο φτωχά ντυμένος από πριν.
- Τι γίνεται; Πέρσι ήρθες με ακριβό αυτοκίνητο, φέτος με δικό σου ελικόπτερο...
- Α, η δουλειά μου πάει πολύ καλά. Τα κέρδη όλο ανεβαίνουν και έχω τεράστια περιουσία. Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, ακόμη ένα χρόνο!
Μετά από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα και το ελικόπτερο έρχεται φτωχά ντυμένος ενώ ο άλλος με ακριβά ρουχα!
- Τι έγινε βρε αδερφέ; Που είναι η λίμουζίνα σου, το ελικόπτερό σου;
- Ασε βρε αδερφέ! Καταστράφηκα! Επένδυσα όλα μου τα λεφτά σε κάτι μετοχές, αυτές φαλίρισαν και εγώ έχασα όλη μου την περιουσία! Εσύ όμως τι έγινε και φοράς ακριβά ρούχα;
- Α, εγώ πούλησα τα μπουκάλια!

Ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία.
Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα... Στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"
- "Πιο στοιχειωμένο ρε μαλάκα! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"