Ο λαγός καθόταν αραχτός στη ρίζα ενός δέντρου. Περνά από κει ο ελέφαντας. "Τι έγινε, λαγέ, πώς πάει;", ρωτά. "Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, ρίχνω και κανένα πούτσο στο λιοντάρι...". Τ ακούει αυτό ο ελέφαντας, παραξενεύεται, κουνάει το κεφάλι του και φεύγει. Αργότερα περνά από κει η αρκούδα. "Τι χαμπάρια, λαγέ, πώς πάει;".
"Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, ρίχνω και κανένα πούτσο στο λιοντάρι...". Κουνάει το κεφάλι της με απορία κι η αρκούδα, φεύγει κι αυτή.
Μια-δυο, έφτασαν αυτά στ αυτιά του λιονταριού, αγριεύει, πάει και βρίσκει το λαγό. "Γεια σου, λαγέ. Έμαθα περνάς καλά. Πώς πάει;", ρωτά. Ατάραχος ο λαγός απαντά:
"Να, εδώ αραχτός, τρώω, πίνω, λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...".
Ένα ζεστό και ηλιόλουστο καλοκαίρι, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», λέει στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως σκέφτηκε πιο λογικά, και είπε από μέσα του ότι τον χειμώνα θα είναι στο σπιτάκι του με τις προμήθειές του ενώ ο τζίτζικας θα πεθαίνει από το κρύο.
Έτσι αρνήθηκε ευγενικά.
Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, ξανά-εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε και πάλι δύο Σουηδέζες.
Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι.
- «Έλα μαζί μας», ξαναείπε στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως φανερά ενοχλημένο αρνήθηκε ξανά. Αυτή η ιστορία συνεχιζότανε για όλο το καλοκαίρι, και τα νεύρα του μυρμηγκιού είχαν σπάσει.
Τελείωσε το καλοκαίρι, μπήκε το φθινόπωρο, ήρθε ο χειμώνας αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από τον κυρ Τζίτζικα.
Μια πολύ βαριά χειμωνιάτικη μέρα, ενώ έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, το μυρμήγκι καθότανε στο ζεστό του το σπιτάκι, μπροστά από το τζάκι του τρώγοντας κάστανα και ήταν ευτυχισμένο.
Ξαφνικά ακούγονται τρία ξεψυχισμένα χτυπήματα στην πόρτα.
Το μυρμήγκι κατάλαβε ότι ήταν ο κυρ Τζίτζικας και σκέφτηκε:
- «Τόσο καιρό ερχόσουνα με τις Σουηδέζες και πήγαινες για μπάνια ενώ εγώ δούλευα σαν το σκυλί έ; Τώρα θα σου δείξω εγώ όμως.»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του τον κυρ Τζίτζικα, με το γούνινό του το παλτό, τα γάντια του και τον σκούφο του και πίσω βλέπει ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο 4Χ4 Land Rover και μέσα δύο Σουηδέζες και πάλι.
- «Έλα μαζί μας για σκι» του προτείνει ο κυρ Τζίτζικας.
- «Ρε αϊ σιχτίρ, και αν δεις και τον Αίσωπο πες του να πάει να γαμηθεί»!
Ένας κυνηγός πάει σαφάρι στην Αφρική και παίρνει μαζί το σκύλο του.
Ενώ ο σκύλος περιφέρεται στη ζούγκλα, βλέπει μια λεοπάρδαλη να κατευθύνεται προς το μέρος του, φανερά πεινασμένη. Ο σκύλος σκέφτεται, «Ωχ μπλέξαμε!» Τότε βλέπει κάτι κόκαλα λίγο πιο πέρα και αρχίζει να τα ροκανίζει, με την πλάτη του στην λεοπάρδαλη. Ενώ εκείνη είναι έτοιμη να του χιμήξει, ο σκύλος λέει, «Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες εδώ τριγύρω.» Η λεοπάρδαλη, κι ενώ ήδη βρίσκεται στον αέρα παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα. «Παραλίγο», λέει «λίγο έλειψε. Αυτός ο σκύλος σχεδόν με είχε.»
Ένας πίθηκος, παρακολουθώντας όλο το σκηνικό από ένα δέντρο, σκέφτεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει την εύνοια της λεοπάρδαλης και να γλιτώσει το τομάρι του εξηγώντας της αυτό που είχε συμβεί. Πάει προς το μέρος της και εξηγεί τα πάντα. Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στον πίθηκο «Έλα, πίθηκε. Ανέβα στη ράχη μου να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος»
Ο σκύλος βλέπει τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον πίθηκο καβάλα. «Τι θα κάνω τώρα;» σκέφτεται. Τότε, αντί να το βάλει στα πόδια, κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η λεοπάρδαλη και ο πίθηκος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος λέει, «Που είναι αυτός ο ηλίθιος πίθηκος; Ποτέ δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ, τον έστειλα πριν από μισή ώρα να μου φέρει άλλη μια λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί!»
Μία μέρα στην ζούγκλα ο πίθηκος κάπνιζε ένα "πεντάφυλλο"! Τον βλέπει η σαύρα και τον ρωτά:
- Τι κάνεις εκεί, ρε πίθηκε;
- Να, της λέει ο πίθηκος, καπνίζω ένα τσιγάρο. Αμα θέλεις, έλα να δοκιμάσεις.
Απονήρευτη η σαύρα ανεβαίνει πάνω στο κλαδί και παίρνει το τσιγαριλίκι που της έδωσε ο πίθηκος. Τραβά δύο-τρεις τζούρες και ΜΠΑΜ πέφτει ξερή κάτω από το κλαδί.
- Ωχχχ, λέει ο πίθηκος, τι έπαθες σαύρα μου;
- Να, του λέει η σαύρα, δεν είμαι και πολύ συνηθισμένη και έγινα χάλια. Πάω να πιω λίγο νερό να φτιαχτώ.
Και ξεκινά προς το ποτάμι. Με το που φτάνει στο ποτάμι και σκύβει να πιει νερό πετιέται ο κροκόδειλος,
- Καλά τι έπαθες σαύρα μου και είσαι έτσι ; την ρωτά.
- Ασε, του λέει, μου έδωσε ένα τσιγάρο ο πίθηκος και τρελάθηκα...
- Που; Που; ρωτά το αλάνι ο κροκόδειλος.
- Να εκεί πιο πέρα στο δάσος, του λέει η σαύρα.
Ξεκινά ο κροκόδειλος και λίγο πιο κάτω βρίσκει τρία τσιγαριλίκια καπνισμένα μέχρι την άκρη. Κοιτά ψηλά στο δέντρο και βλέπει τον πίθηκο ντίρλα.
Ο πίθηκος μες την ζάλη του κοιτά, ξανακοιτά, ξανακοιτά με γουρλωμένα μάτια τον κροκόδειλο και του λέει:
- Καλά μωρή χαμούρα, πόσο νερό ήπιες;
Κάποτε έψαχνε κάποιος αγρότης έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι.
Αγοράζει έναν που έμοιαζε αρχοντικός. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, κάνει κικιρίκου και ψοφάει. Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό τρίχωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, κουτουπώνει 2 κότες, κάνει κικιρίκου και ψοφάει.
Απελπισμένος ο τύπος ξαναπηγαίνει στον έμπορο και του λέει:
"Ή μου δίνεις έναν άξιο κόκορα, η σ τα κάνω λαμπόγυαλα". Του δίνει ο έμπορας έναν κόκορα ξεπουπουλιασμένο και καχεκτικό, ένα πλάσμα στα πρόθυρα να πέσει κάτω. "Δεν ήθελα να σου τον δώσω γιατί είναι λίγο περίεργος, αλλά μια που τον ζητάς."
Παραξενεμένος ο τύπος τον βάζει στο κοτέτσι. Με το που βλέπει τις κότες ο κόκορας ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει
ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ! και παίρνει αμπάριζα τρέχοντας τη μια μετά την άλλη κότα, ώσπου κάνει το γύρο και των 180 δυο φορές! Στα άχυρα είχανε μείνει κότες με ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας.
Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, αλλά ο κόκορας του φεύγει από το κοτέτσι. Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει το δρόμο σπαρμένο με ζωάκια που είχαν ηλίθιο βλέμμα ευτυχίας: γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους ανάσκελα!
Ώσπου μετά από λίγο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλο 2-3 όρνια. Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλεί:
- Μη μου ψοφήσεις κι εσύ αρχηγέ!
Οπότε του απαντάει ο κόκορας:
- Μην κάνεις φασαρία γιατί θα μου φοβίσεις τα όρνια!
A guy wakes up one morning to find a gorilla in his tree. He looks in the phone book and finds a gorilla removal service.
When he asks if they can remove the gorilla, the service guy asks;
"Is it a male or female?"
"Male," he replies.
"Oh yeah, we can do it. Ill be right there," he states.
An hour later, the service guy shows up with a stick, a Chihuahua, a shotgun, and a pair of handcuffs. He then gives the man some instructions.
"Im going to climb this tree and poke the gorilla with the stick until he falls out of the tree. When he does, the trained Chihuahua will bite the gorillas testicles off. The gorilla will then cross his hands to protect himself, allowing you to put the handcuffs on him."
The man asks, "What do I do with the shotgun?"
The service guy replies, "If I fall out of the tree before the gorilla does, shoot the Chihuahua."