Πάει ένας στο περίπτερο και λέει στον περιπτερά:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
- 500.000 κόλλες ούχου; λέει ο περιπτερας. Εδώ είναι περίπτερο, όχι εργοστάσιο. Εχω να σου δώσω 50 κόλλες αλλά 500.000 όχι. Αν θες τόσες πολλές πήγαινε στις αποθήκες πιο κάτω και ζήτα.
Πάει λοιπόν και αυτός στις αποθήκες βρίσκει έναν υπάλληλο και του λέει:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
Λέει ο υπάλληλος:
- 500.000; Δεν έχουμε τόσες. Πήγαινε στο εργοστάσιο πιο κάτω και ζήτα όσες θες.
Πάει λοιπόν ο φουκαράς μέχρι το εργοστάσιο. Βρίσκει εκεί έναν εργάτη και του λέει:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
- Πόσες;! λέει ο εργάτης. Φίλε μου, δεν έχουμε τέτοιο απόθεμα. Αν θες τόσες πολλές πήγαινε στην Αίγινα στο μοναστήρι του Αγιου Νεκτάριου και ζήτα όσες θες.
Παραξενεμένος αυτός πάει στην Αίγινα. Πηγαίνει στο μοναστήρι, χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει ένας μοναχός και του λέει:
- Πάτερ, θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
Του λέει ο μοναχός:
- Περίμενε.
Χτυπάει παλαμάκια ο μοναχός και εμφανίζονται μέσα σε δευτερόλεπτα μοναχές, μοναχοί, παπαδοπαίδια κουβαλώντας κασόνια με κόλλες ούχου. Του λέει λοιπόν ο μοναχός:
- Ορίστε οι 500.000 κόλλες που ζήτησες.
Παθαίνει πλάκα αυτός και γεμάτος απορία λέει στον μοναχό:
- Καλά πάτερ μου, πήγα σε αποθήκες, σε εργοστάσια, και κόλλες δεν πήρα, εσύ που τις βρήκες τόσες πολλές;
- Τέκνο μου, του λέει, ξέρεις που ήρθες; Ξέρεις τι είναι εδώ;
- Όχι, δεν ξέρω, του απαντά ο άλλος.
- Εδώ είναι του Αγιου Νεκτάριου του πολυΟΥΧΟΥ.
Είναι ένα μοναστήρι στην έρημο. Ένα απόγευμα δέχεται επίθεση από κάτι ληστές Που το καταλαμβάνουν το λεηλατούν και βιάζουν τις καλόγριες. Τρέχει λοιπόν Ένας να ειδοποιήσει τους μοναχούς του πλησιέστερου μοναστηριού. Φτάνει Λοιπόν στο μοναστήρι και χτυπάει απεγνωσμένα την πόρτα.
- Θέλω να δω τον ηγούμενο θέλω να δω τον ηγούμενο!
- Τι τον θες τον ηγούμενο τέτοια ώρα;
- Θέλω να δω τον ηγούμενο θέλω να δω τον ηγούμενο!
Τον πάνε στον ηγούμενο Ηγούμενος: Τι έγινε;
- Πάτερ, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι!
Ηγούμενος: Τι, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι!
- Ναι Πάτερ, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι και το κατέλαβαν!
Ηγούμενος: Τι, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι και το κατέλαβαν!
- Ναι Πάτερ, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν και το Λεηλάτησαν!
Ηγούμενος: Τι, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν και το Λεηλάτησαν!
- Ναι πάτερ, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν, το λεηλάτησαν Και βίασαν τις μοναχές!
Ηγούμενος: Τι, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν, το Λεηλάτησαν και βίασαν τις μοναχές!
- Ναι Πάτερ, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν, το λεηλάτησαν Και βίασαν τις μοναχές εκτός από την αδελφή Μαρία!
Ηγούμενος: Τι, οι ληστές επιτέθηκαν στο μοναστήρι, το κατέλαβαν, το Λεηλάτησαν και βίασαν τις μοναχές εκτός από την αδελφή Μαρία!
- Ναι Πάτερ!
Ηγούμενος: Και γιατί εκτός από την αδελφή Μαρία;
- Εεεεε, δεν ήθελε.
Ένας δημοσιογράφος κάνει μια έρευνα για τα μοναστήρια της χώρας του. Μετά λοιπόν από αρκετό χρόνο οδοιπορικού καταλήγει σε μια μόνη, σ` ένα απομακρυσμένο μέρος, όπου δεν πατάει ψυχή. Οι μοναχοί τον υποδέχονται θερμά και τον φιλοξενούν το βράδι.
Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ο δημοσιογράφος σηκώνεται για να πάει στην τουαλέτα. Στο δρόμο ακούει φωνές και βογκητά από ένα κτίριο. Πλησιάζει και μένει άφωνος απ` αυτό που βλέπει. Όλοι οι μοναχοί να στέκονται όρθιοι μπροστά από μια μεγάλη τραπεζαρία, να έχουν βγάλει τις πούτσες τους πάνω στο τραπέζι και ένα ποντίκι να τρέχει γύρω γύρω.
Οι φωνές όμως που άκουγε γίνονταν πιο έντονες στο διπλανό δωμάτιο. Μπαίνει μέσα και τι βλέπει. Έναν μοναχό να πηδάει μια θεογκόμενα. Ο δημοσιογράφος κουφαίνεται μ` αυτά που βλέπει.
Είναι δυνατό να γίνονται τέτοια πράγματα σ` ένα μοναστήρι, αναρωτιέται, μέχρι που μπαίνει και στο δίπλα δωμάτιο κι εκεί βγαίνει από τα ρούχα του. Βλέπει δύο μοναχούς να έχουν κρεμάσει ένα τρίτο και να τον μαστιγώνουν.
Την επόμενη μέρα πάει έξαλλος να βρει τον ηγούμενο και να του κάνει τα παράπονα του:
- "Καλά δε ντρέπεστε άγιοι άνθρωποι σαν και σας, που πρέπει να κατευθύνετε τον κόσμο, να κάνετε τέτοια αίσχη κάθε βράδι!"
Και ο ηγούμενος ήρεμα ήρεμα του απαντάει:
- "Τέκνον μου πρέπει να καταλάβεις ότι είμαστε κι εμείς άνθρωποι και έχουμε κάποιες ανάγκες. Έτσι λοιπόν έχουμε φτιάξει ένα παιχνίδι για τη διασκέδαση μας."
- "Δηλαδή; Γίνετε πιο κατανοητός."
- "Να, κάθε βράδι συγκεντρωνόμαστε όλοι στην τραπεζαρία, βγάζουμε τις πούτσες μας έξω και βάζουμε ένα ποντίκι να τρέχει γύρω. Σ` όποιον πάει και σταματήσει, ο τυχερός πάει στο διπλανό δωμάτιο και γαμάει την γκόμενα."
- "Καλά και στο τρίτο δωμάτιο τι κάνετε;"
- "Στο τρίτο δωμάτιο στέλνουμε εκείνον που έχει κάνει πουστιά και έχει βάλει τυρί πάνω στην πούτσα του."
Ένας Πόντιος καλόγερος βγαίνει με άδεια, έρχεται στην Αθήνα, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και στο τέλος, κουρασμένος, κάθεται σ` ένα καφενείο. Μία κυρία απ` το διπλανό τραπέζι τον ρωτάει:
- Είσαι πραγματικός καλόγερος;
- Να σου πω: ράσα φοράω, σε μοναστήρι μένω, σε όλες τις αγρύπνιες και τις ακολουθίες πάω, νηστεύω, προσεύχομαι, έχω γέροντα. Νομίζω ότι είμαι πραγματικός καλόγερος... Εσύ τι είσαι;
- Εγώ, είμαι λεσβία... Απ` το πρωί που θα σηκωθώ μέχρι το βράδυ που θα πάω για ύπνο όλο γυναίκες σκέφτομαι. Και στον ύπνο μου όλο γυναίκες ονειρεύομαι. Και για σεξ, μόνο γυναίκες θέλω...
Μετά απο λίγο φεύγει η γυναίκα. Ο καλόγερος έχει πέσει σε σκέψεις. Ένα ζευγάρι έρχεται και κάθεται δίπλα του. Κι αυτοί σε λίγο τα ίδια:
- Είσαι πραγματικός καλόγερος;
Και ο Πόντιος καλόγερος:
- Νόμιζα ότι ήμουνα, αλλά άλλαξα γνώμη. Νομίζω, είμαι λεσβία.