Ήταν δύο καλόγριες. Η Αδελφή Μαθηματικά (ΑΜ) και η Αδελφή Λογική (ΑΛ). Ενα βράδυ, καθώς σουρούπωνε ήταν και οι δύο ακόμη μακριά από το μοναστήρι.
Αμ:
- Προσέξατε τον άνδρα που μας παρακολουθεί εδώ και 37 λεπτά; Αναρωτιέμαι τι να θέλει.
ΑΛ: Λογικά, θα θέλει να μας βιάσει.
Αμ:
- Ωχ, όχι. Στην απόσταση που βρίσκεται, θα μας προφτάσει σε λιγότερο από 15. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Αλ:
- Το μόνο λογικό φυσικά. Να βαδίσουμε γρήγορα.
Αμ:
- Δεν καταφέραμε τίποτα.
Αλ:
- Μα φυσικά. Ο άνδρας έκανε το πιο λογικό πράγμα που μπορούσε. Ανέπτυξε ταχύτητα και ο ίδιος.
Αμ:
- Τότε τι κάνουμε;
Σε ένα λεπτό θα μας έχει φτάσει.
Αλ:
- Το μόνο λογικό είναι να χωριστούμε. Εσείς από εδώ και εγώ από εκεί. Δεν θα μπορεί να μας ακολουθήσει και τις δύο.
Ο άνδρας επέλεξε να ακολουθήσει την Αδελφή Λογική. Η Αδελφή Μαθηματικά φτάνει στο μοναστήρι και ανησυχεί για την ΑΛ που δεν έχει φανεί ακόμη.
Όταν τελικά φτάνει και εκείνη στο μοναστήρι, τρέχει να της μιλήσει με αγωνία.
Αμ:
- Δόξα τω Θεώ. Φτάσατε. Τι συνέβη;
Αλ:
- Συνέβη το πιο λογικό. Αρχισα να τρέχω και ο άνδρας έκανε το ίδιο.
Αμ:
- Και μετά;
Αλ:
- Συνέβη το πιο λογικό. Με πρόφτασε.
Αμ:
- Θεέ μου! Και μετά;
Αλ:
- Ο,τι ήταν πιο λογικό να κάνω. Σήκωσα τη ρόμπα μου.
Αμ:
- Πώς; Και μετά τι έγινε;
Αλ:
- Του ξέφυγα. Λογικό δεν είναι αδελφή; Μια καλόγρια με τη ρόμπα σηκωμένη τρέχει πιο γρήγορα από έναν άντρα με κατεβασμένα τα παντελόνια.
Το θαύμα.
Ένας γεροδεμένος και βαρβάτος ηγούμενος, χάθηκε μέσα στο δάσος. Για καλή του τύχη βλέπει ένα φωτάκι. Πλησιάζει και χτυπά τη πόρτα.
- Έλεος, είμαι χαμένος, βοηθήστε με πριν πεθάνω από το κρύο και τη πείνα.
- Μα εδώ είναι μοναστήρι των καλογραιών είπε η μοναχή που του άνοιξε. Περιμένετε να φωνάξω την ηγουμένη.
Ήρθε η ηγουμένη, πολύ όμορφη γυναίκα. Σωστός πειρασμός.
- Ναι μεν είναι γυναικείο το μοναστήρι αλλά δεν μπορώ να σας αφήσω έξω να πεθάνετε από το κρύο. Περάστε μέσα του λέει αλλά υπάρχει και κάποια δυσκολία. Το κελί που πρόκειται να σας βάλω περνάει από το δικό μου.
- Ουδεμία δυσκολία λέει ο ηγούμενος, το βράδυ που θα πάμε για ύπνο θα μπω πρώτος εγώ στο κελί μου και το πρωί θα είστε σεις που θα βγείτε πρώτη.
Έτσι και έγινε, αλλά ο παπάς που δεν τον κόλλαγε ύπνος, άρχισε να προσεύχεται:
- Παναγία μου, διώξε τον Εωσφόρο που κατακαίει τα σωθικά μου και δεν με αφήνει να κλείσω μάτι. Και μετά, λίγο δυνατότερα:
- Παναγία μου κάνε το θαύμα σου! Δώσε θάρρος στην ηγουμένη να έρθει και να με επισκεφτεί!
Και Ω του θαύματος. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται μπροστά του μεγαλοπρεπής σαν την Ήρα η ηγουμένη με ξεπλεγμένα μαλλιά. Κοίταξε ο ένας τον άλλον και ξαφνικά η ηγουμένη γυρίζει το κεφάλι πίσω και λέει:
- Εντάξει Παναγία μου το μήνυμα ελήφθη αλλά μη με σπρώχνεις έτσι;

Ο εξομολόγος έχει επισκεφθεί το μοναστήρι όπου ζουν 4 καλόγριες. Η εξομολόγηση αρχίζει:
- Εγώ πάτερ, μία ημέρα σκέφτηκα το σώμα ενός άνδρα, λέει η πρώτη καλόγρια.- Πήγαινε γρήγορα στον ιερό νιπτήρα να πλύνεις το κεφάλι σου με τον αγιασμό που είναι μέσα, λέει ο εξομολόγος.- Εγώ πάτερ μία μέρα στο λεωφορείο ακούμπισα κατά λάθος το χέρι μου στο μπροστινό μέρος ενός άνδρα, λέει η δεύτερη καλόγρια.- Πήγαινε γρήγορα να πλύνεις τα χέρια σου στον ιερό νιπτήρα με τον αγιασμό. Ξαφνικά βλέπει ο πάτερ την τέταρτη καλόγρια να προσπερνά την τρίτη και την ρωτάει:
- Γιατί εσύ άλλαξες θέση;- Αχ πάτερ μου, σε παρακαλώ, άσε με να κάνω τις γαργάρες μου, πριν πλύνει αυτή τον κώλο της.
Ήταν μια φορά ένα αεροπλάνο, που πετούσε πάνω από τα Ιμαλάια, όταν ξαφνικά έπαθε βλάβη και έπεσε στην κορυφή του βουνού. Ένας από τους επιβάτες ξύπνησε σε ένα μοναστήρι και βλέπει από πάνω του ένα μάτσο μοναχούς. Ξεπροβάλλει ο αρχηγός τους, ο οποίος του λέει:
- Φίλε μου, θα σε ταΐσουμε, θα σε ποτίσουμε, θα σε περιποιηθούμε μέχρι να γίνεις καλά, αρκεί να μην βεβηλώσεις την παρθένα κόρη μου. Αλλιώς θα υποστείς τα τέσσερα κινέζικα βασανιστήρια..
- Εντάξει, λέει ο τύπος.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, καθώς έκανε την βόλτα του στον κήπο του μοναστηριού, βλέπει μπροστά του την πανέμορφη, κούκλα κόρη του αρχηγού. Ε δεν άντεξε, και με διάφορες γαλιφιές κλπ. την κουτούπωσε!
Ξυπνάει λοιπόν την επόμενη μέρα αλυσοδεμένος στην στέγη του μοναστηριού, δίπλα από έναν τεράστιο γκρεμό. Διαβάζει μια ταμπέλα που λέει:
"1ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Τα χέρια σου είναι δεμένα με αλυσίδες".. Μόλις το αντιλαμβάνεται αυτό ο τύπος ξεσπάει σε γέλια, σκάφτοντας ότι αυτά για αυτόν είναι παιχνιδάκι.. Οπότε με μια κίνηση, ΤΣΟΥΠ! σπάει τις αλυσίδες..
Ύστερα, κοιτώντας πιο κάτω, βλέπει μια τεράστια κοτρόνα και μια ταμπέλα που λέει:
"2ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Μια πέτρα είναι πάνω στην κοιλιά σου". Ξεσπά ξανά σε γέλια, και με την ίδια ευκολία σηκώνει την πέτρα και την πετάει στον γκρεμό.
Κάτω όμως από την πέτρα βλέπει ένα άλλο ταμπελάκι που λέει:
"3ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Το αριστερό σου αρχ*** είναι δεμένο πάνω στην πέτρα"
. Φυσικά, για να ... σώσει την οικογένεια, πηδάει στον γκρεμό, όπου και βλέπει μια άλλη ταμπέλα που γράφει:
"4ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Το άλλο σου αρχ*** είναι δεμένο πάνω στην στέγη!"

Μια φορά ένας συνάντησε έναν φίλο του που είχε να τον δει χρόνια ντυμένο καλόγερο.
- Μπα, έγινες καλόγερος;
- Ναι.
- Και πώς είναι η καλογηρική ζωή;
- Πολύ ωραία. Ξυπνάμε το πρωί, προσευχόμαστε, τελούμε τον όρθρο, παίρνουμε πρωινό κλπ κλπ. Το μοναστήρι μας είναι πολύ ωραίο, έχουμε πολλούς θησαυρούς, ιερά κειμήλια κλπ κλπ κι έχουμε κι ένα δωμάτιο μ ένα Μεγάλο Μυστικό.
- Τι μυστικό;
- Δεν μπορώ να στο πω, πρέπει να γίνεις καλόγερος για να το μάθεις.
Αποφασίζει, λοιπόν ο φίλος μας να γίνει καλόγερος για να γνωρίσει το μεγάλο μυστικό. Μπαίνει, λοιπόν στο μοναστήρι και ζητάει να δει το μεγάλο μυστικό. Βγαίνουν, λοιπόν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάνε ένα γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν ένα μακρύ μονοπάτι, φτάνουν σε ένα μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν μια μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν μια μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν κάτι σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν σ ένα δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, φτάνουν μπροστά σε μια πόρτα. Εκεί που είναι έτοιμοι να την ανοίξουν θυμούνται ότι δεν τον έχουν κάνει ακόμη καλόγερο οπότε δεν μπορεί ακόμη να γνωρίσει το Μεγάλο Μυστικό.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, παίρνουν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Αφού, λοιπόν το κάνουν καλόγερο πάνε να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, πέραν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Εκεί που πάνε να την ανοίξουν αντιλαμβάνονται ότι έχουν ξεχάσει το κλειδί.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, παίρνουν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Παίρνουν, λοιπόν το κλειδί και πάνε να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Την ανοίγουν και βλέπουν μπροστά τους μια δεύτερη πόρτα. Κάνουν να ψάξουν το κλειδί της δεύτερης πόρτας κι αντιλαμβάνονται ότι το έχουν ξεχάσει.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, παίρνουν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Παίρνουν, λοιπόν το κλειδί το κλειδί της δεύτερης πόρτας και πάνε να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Την ανοίγουν και βλέπουν μπροστά τους τη δεύτερη πόρτα. Την ανοίγουν κι αυτή και βρίσκουν μπροστά τους μια τρίτη πόρτα. Κάνουν να ψάξουν το κλειδί της τρίτης πόρτας, πουθενά το κλειδί.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το ο δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, περνούν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Παίρνουν, λοιπόν το κλειδί το κλειδί της τρίτης πόρτας και πάνε να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Την ανοίγουν και βλέπουν μπροστά τους τη δεύτερη πόρτα. Την ανοίγουν κι αυτή και βρίσκουν μπροστά τους την τρίτη πόρτα. Ενώ είναι έτοιμη να την ανοίξουν θυμούνται ότι λείπει ο ηγούμενος κι ότι μόνο παρουσία του ηγουμένου μπορεί κανείς να γνωρίσει το Μεγάλο Μυστικό.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, περνούν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Φωνάζουν τον ηγούμενο και ξεκινάν όλοι μαζί για να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Την ανοίγουν και βλέπουν μπροστά τους τη δεύτερη πόρτα. Την ανοίγουν κι αυτή και βρίσκουν μπροστά τους την τρίτη πόρτα, την ανοίγουν και του αποκαλύπτουν το Μεγάλο Μυστικό.
Ποιο ήταν το Μεγάλο Μυστικό;
- Να γίνετε καλόγεροι για να το μάθετε.
Ήταν ο Γιωρίκας, και οδηγούσε νταλίκα. Και έλεγε συνέχεια:
"Με λένε Γιωρίκα και οδηγώ νταλίκα". Κάποια στιγμή βλέπει μια καλόγρια στο δρόμο να κάνει ωτοστόπ.
Σταματάει, και τη ρωτάει που πηγαίνει. Αυτή του λέει Πάτρα. Και επειδή πήγαινε και αυτός Πάτρα την παίρνει και συνεχίζει το ταξίδι του.
Συνέχεια έλεγε:
"Με λένε Γιωρίκα και οδηγώ νταλίκα, με λένε Γιωρίκα και οδηγώ νταλίκα."
Του Γιωρίκα του άρεσε η καλόγρια και της καλόγριας της άρεσε ο Γιωρίκας. Κάποια στιγμή της ρίχνεται της καλόγριας.
- Παιδί μου κοίτα εγώ είμαι καλόγρια, δεν το έχω ξανακάνει. Θα σε παρακαλέσω να μην με πονέσεις.
Και έτσι αρχίζουν να το κάνουν...
- Τι μου κάνεις!
- Τι σου κάνω!
Όταν τελείωσαν άρχισε πάλι ο Γιωρίκας:
"Με λένε Γιωρίκα και οδηγώ νταλίκα. Με λένε Γιωρίκα και οδηγώ νταλίκα."
Κάποια στιγμή φτάνουν Πάτρα και η καλόγρια βγαίνει από τη νταλίκα λέγοντας:
- "Και εμένα, με λένε Μιχάλη και πάω καρναβάλι!"
Μια καλόγρια είχε πάει για δουλειές στην πόλη. Στον γυρισμό, επειδή δεν είχε λεφτά, έκανε ωτοστόπ.
Κάποια στιγμή, σταματάει μπροστά της μια Ferrari τελευταίο μοντέλο, που την οδηγούσε μια νεαρή όμορφη κοπέλα.
- Να σας πάω πουθενά;
- Ναι, να σαι καλά, κόρη μου. Πάνε με στο τάδε μοναστήρι, αν δεν σε βγάζει από τον δρόμο σου.
- Κανένα πρόβλημα, ανεβείτε.
Ανεβαίνει στο αμάξι η καλόγρια και ξεκινά το ταξίδι. Κάποια στιγμή, η καλόγρια ρωτάει:
- Δεν θέλω να γίνω αδιάκριτη, αλλά τα ρούχα σου είναι πολύ κομψά. Μοιάζουν και ακριβά. Πόσο τα αγόρασες;
- Να σου πω, δεν ξέρω. Μου τα έκανε δώρο ένας επιχειρηματίας, με τον όρο να του πάρω μια π**α.
- Α, μάλιστα ... και αυτό το χρυσό ρόλεξ; Ο ίδιος σου το χάρισε;
- Μπα όχι, αυτό μου το έκανε δώρο ένας νεόπλουτος , με τον όρο να του πάρω μια π**α.
- Α, μάλιστα... και... και αυτό το αμάξι; Πως το αγόρασες;
- Μου το χάρισε ένας σεΐχης, επειδή του πήρα μια π**α.
- Τι μου λες... πολύ καλά τα πας στην ζωή σoυ. Εδώ είναι η μονή μου. Σε ευχαριστώ πολύ, κόρη μου.
- Τίποτα.
Η καλόγρια πηγαίνει σκεφτική στο κελί της μετά από όσα έμαθε από την κοπέλα που συνάντησε στον δρόμο. Εκείνη την στιγμή ανοίγει διστακτικά την
Πόρτα του δωματίου της ο ηγούμενος της μονής.
- Πελάγια; Ήρθες;
Και του απαντάει αυτή:
- Να πας να γαμ**είς εσύ και το σάμαλί σου...
Δυο μοναχοί σε ένα ερημικό μοναστήρι συνομιλούν:
Α: Δεν κάθεσαι να σε απαυτώσω εδώ στην ερημιά που δεν περνάει και η ώρα
ΒΒΒ: Απαπα. Δεν είμαι τέτοιος εγώ. Ακου εκεί ...
Α: Έλα μωρέ τώρα με μια φορά δεν γίνεσαι πούστης.
ΒΒΒ : Είπαμε δεν κάθομαι.
Α: Ρε συ μια φορά θα σε γ**σω μόνο μη φοβάσαι ότι θα γίνεις πούστης.
Τέλος πάντων με τα πολλά πολλά τον έπεισε και έγινε ότι έγινε .
Την άλλη μέρα:
Α: Πως πάει καλά. Ξέρεις τι λέω; Να επαναλάβουμε τα χθεσινά.
ΒΒΒ: Α δεν είσαι καλά.
Α: Μα μην τρελαίνεσαι, με δυο φορές νομίζεις πως θα γίνεις πούστης; Στο λέω εγώ δεν θα γίνεις.
ΒΒΒ: Είπαμε δεν το ξανακάνω. Το έκανα μια φορά και τελείωσε.
Α: Εγώ επιμένω, με δυο φορές δεν γίνεσαι πούστης.
Και όπως και πριν μετά από αρκετές διαβουλεύσεις, τον πείθει και κάθεται. Την τρίτη μέρα ο ΒΒΒ πλησιάζει μαζεμένος, ντροπαλός με την ουρά στα σκέλια και ρωτάει "Δεν μου λες... με την τρίτη φορά γίνεσαι πού**ης;"