Ανέκδοτα για παππούδες και γιαγιάδες

Η έκπληξη.
Στο σχολείο τα παιδιά γράφανε έκθεση για το πως περάσανε τις διακοπές του καλοκαιριού. Ο Τοτός λοιπόν γράφει:
"Το καλοκαίρι πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λεσβο. Ο παππούς μου έχει δύο αγελάδες, μια μαύρη και μια άσπρη κι ενα ταύρο. Μια μέρα ο ταύρος πήδηξε τη μαύρη αγελάδα..."
- Τοτέ, τι πράγματα είναι αυτά. Να μην ξαναγράψεις τέτοια πράγματα, λέει η δασκάλα.
Μετά απο λίγο καιρό,τα παιδιά γράφουνε έκθεση για το πως περάσανε τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Γράφει ο Τοτός:
"Το χειμώνα πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λέσβο. Ο παππούς μου έχει δύο αγελάδες, μια μαύρη και μια άσπρη κι ένα ταυρο. Μια μέρα ο ταύρος πήδηξε τη μαύρη αγελάδα..."
- Τοτέ, γιατί ξαναέγραψες αυτή τη λέξη στην έκθεση σου; Θα μπορούσες να γράψεις ο ταύρος έκανε μια έκπληξη στη μαύρη αγελάδα.
Μετά απο λίγο καιρό, η έκθεση είχε θέμα πως πέρασα τις διακοπές του Πάσχα.
Γράφει ο Τοτός:
"Το Πάσχα πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λέσβο. Ο παππούς μου έχει δυο αγελάδες, μια άσπρη και μια μαύρη κι ένα ταύρο. Μια μέρα ο ταύρος έκανε μια έκπληξη στη μαύρη αγελάδα... πήδηξε την άσπρη!"
Ήταν μια γιαγιά και ένας παππούς που δεν είχαν παιδιά.
Μια μέρα διάβασαν στην εφημερίδα ότι σε ένα σχολείο μπαίνεις μοσχάρι και βγαίνεις άνθρωπος. Βέβαια η εφημερίδα εννοούσε ότι μπαίνεις αγράμματος και βγαίνεις πανέξυπνος, ο γέρος και η γιαγιά όμως το κατάλαβαν στην κυριολεξία. Έτσι παίρνει ο παππούς το μοσχάρι από την αγελάδα, πάει στο σχολείο και λέει:
- «Σας δίνω το μοσχάρι μου να το κάνετε άνθρωπο και θα έρθω να το πάρω σε 6 χρόνια», έτσι ευχαριστημένος πάει σπίτι. Στο μεταξύ στο σχολείο σφάζουν το μοσχάρι και το τρώνε. Μετά 6 χρόνια ο παππούς πάει στο σχολείο και σκέφτεται πως να φωνάξει το παιδί του αφού τώρα πια ήταν άνθρωπος. Μετά από σκέψη λέει ότι θέλει τον κύριο Μόσχα. Εν το μεταξύ, υπήρχε εκεί ένας καθηγητής με αυτό το όνομα. Τότε ο φύλακας του λέει:
- «A, θέλετε τον καθηγητή Μόσχα.» Τότε ο παππούς παινεύεται από μέσα του. «Α, για δες το παιδί μου όχι μόνο μεγάλωσε αλλά έγινε και καθηγητής κιόλας.» Έρχεται ο καθηγητής και ο γέρος ανοίγει τα χέρια του και λέει:
- «Παιδί μου, έλα να σε αγκαλιάσω.»
Ο καθηγητής απορημένος λέει:
- «Τι λέτε κύριε, εγώ δεν είμαι ο γιος σας.»
- « Γιε μου δε με θυμάσαι, ο πατέρας σου είμαι»
- «Συγνώμη κύριε λάθος κάνετε.»
Ο παππούς στενοχωρημένος πάει σπίτι. Στο δρόμο όμως του ρχεται μια ιδέα. Παίρνει την αγελάδα και πάει ξανά στο σχολείο, ζητά πάλι τον κύριο Μόσχα και του λέει δείχνοντας την αγελάδα.
- «Εμένα δε με θυμάσαι, τουλάχιστον την μάνα σου τη θυμάσαι!»

Ο δάσκαλος έβαλε έκθεση με θέμα: το βουνό.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για το βουνό.
Ο Τοτός έγραψε:
- Το βουνό είναι πολύ ωραίο. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα...
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και όχι μόνο, αλλά δεν λέει τίποτα.
Την επόμενη εβδομάδα βάζει έκθεση με θέμα: η λίμνη.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για τη λίμνη.
Ο Τοτός έγραψε:
- Πολλές λίμνες είναι στο βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα...
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και πάλι, αλλά δεν λέει τίποτα.
Το επόμενο θέμα: το ποτάμι.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για το ποτάμι.
Ο Τοτός έγραψε:
- Το ποτάμι πηγάζει από το βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα..
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και πάλι, εκνευρίζεται και φωνάζει τον Τοτό και του λέει.
- Καλά βρε Τοτό, εκτός του ότι δεν προσέχεις και ξεφεύγεις από το θέμα γράφεις μέσα και λέξεις που δεν επιτρέπονται, όπως τη λέξη πήδηξε. Δεν μπορούσες να το γράψεις αλλιώς αυτό μια που σου έκανε τόση εντύπωση;
- Και τι να έγραφα κύριε;
- Να έγραφες…. Της έκανε έκπληξη, να μην άκουγαν και τα άλλα παιδιά.
Την επόμενη εβδομάδα βάζει έκθεση με θέμα: η θάλασσα.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για τη θάλασσα.
Ο Τοτός έγραψε:
- Στη θάλασσα χύνεται το ποτάμι που πηγάζει από το βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Ο ταύρος έκανε έκπληξη στην άσπρη αγελάδα. Πήδηξε τη μαύρη !
Είναι μια μέρα στα φώτα τροχαίας ένας παππούς σταματημένος περιμένοντας το πράσινο φανάρι με το αυτοκίνητό του, ένα mazda σαραβαλο...
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει με μια Πόρσε ένας τύπος περιμένοντας και αυτός τα φώτα. Ανάβει το πράσινο και ΒΡΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΜΜΜΜΜΜ! Χάθηκε ο παππούς με το σαραβαλάκι του!
Ο τύπος θύμωσε που τον πέρασε ο παππούς με το σαραβαλάκι!
Την επόμενη μέρα ξανασυναντιούνται στα φανάρια, όμως αυτήν την φορά ο τύπος έχει πάρει μία Φερράρι.
Πάλι εξαφανίζεται ο παππούς αφήνοντας πίσω τον τύπο και την Φερράρι.
Τα παίρνει το τύπος.
Την επόμενη μέρα εμφανίζεται με μία Λαμποργκίνι και πετυχαίνει πάλι τον παππού στο φανάρι.
Ανάβει το πράσινο, χάνεται πάλι ο παππούς.
Ο τύπος όμως δεν το βάζει κάτω, τρέχει με 300 και σχεδον φτάνει τον παππού!
Η απόσταση ήταν πολύ μικρή, αλλά το κοντέρ της Λαμποργκίνι κοντεύει να σπάσει!
Ανοίγει ο τύπος το παράθυρο και φωνάζει στον παππού:
- Τώρα τι θα κάνεις, γέρο, μπροστά στην Λαμποργκίνι μου;
Και απαντά ο παππούς:
- Θα βάλω δεύτερη!
Ένας Γενικός Διευθυντής μιας εταιρίας, επιβιβάζεται στο τρένο μαζί με έναν νεαρό υπάλληλο του για να πάνε Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορούν να βρουν όμως άλλο μέρος να καθίσουν, εκτός απο ένα βαγόνι όπου απέναντι τους κάθεται μία γιαγιά με την όμορφη εγγονή της. Ύστερα απο λίγο, είναι φανερό ότι υπάρχει ενδιαφέρον μεταξύ των δυο νεαρών, απο τις ματιές που ανταλλάζουν. Στο ύψος της Λαμίας, το τρένο περνάει μέσα απο ένα τούνελ και στο βαγόνι γίνεται πίσσα σκοτάδι. Ξαφνικά, ακούγεται ο ήχος ενός φιλιού και ο θόρυβος απο ένα δυνατό χαστούκι. Όταν το τρένο βγαίνει απο το τούνελ, και οι τέσσερις κάθονται όπως πριν, αμίλητοι. Η γιαγιά σκέφτεται μέσα της :
"Θράσος που το είχε ο νεαρός να φιλήσει την εγγονή μου! Πάντως χαίρομαι που τον έβαλε στην θέση του με αυτό τo χαστούκι"
Ο Γεν. Διευθυντής, σκεπτόταν κάπως ενοχλημένος :
"Δεν ήξερα ότι ο νεαρός ήταν τόσο θαρραλέος για να φιλήσει τη κοπέλα! Σίγουρα όμως θα προτιμούσα να μην είχε αστοχήσει αυτή στο χαστούκι της γιατί αντί αυτόν πέτυχε εμένα"
Η εγγονή πάλι σκεφτόταν :
" Χάρηκα που με φίλησε ο τύπος, αλλά με στενοχώρησε που η γιαγιά μου τον χαστούκισε"Ο νεαρός υπάλληλος απο την άλλη, καθόταν με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του. "Κοίτα να δεις τι ωραία που είναι η ζωή μερικές φορές" σκεπτόταν, "πόσο συχνά έχει κάποιος την ευκαιρία να φιλήσει μια όμορφη κοπέλα και ταυτοχρόνως να τραβήξει και ένα χαστούκι στον Διευθυντή του!"
Κάποιος πλασιέ μπαίνει στον κήπο ενός σπιτιού και βλέπει ένα πεντάχρονο μπόμπιρα ανάμεσα σε κάτι θάμνους...
Ακολουθεί ο διάλογος:
Πλασιέ: Αγοράκι μου φώναξε τη μαμά σου.
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι απασχολημένη κύριε...
Πλασιέ: Τότε φώναξέ μου το μπαμπά σου.
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι και αυτός απασχολημένος κύριε...
Πλασιέ: Μήπως έχεις κανένα μεγαλύτερο αδελφάκι;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) ‘Εχω δύο αλλά είναι και αυτά πολύ απασχολημένα κύριε...
Πλασιέ: Μήπως είναι μέσα ο παππούς ή η γιαγιά σου;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Ναί αλλά είναι και αυτοί απασχολημένοι.
Πλασιέ: (με φανερά σημάδια εκνευρισμού) Μα τέλος πάντων μήπως υπάρχει κανείς άλλος μέσα στο σπίτι σας;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι οι αστυνομικοί κύριε, αλλά είναι και αυτοί πολύ απασχολημένοι...
Πλασιέ: (ξεσπώντας) Μα τί κανουν, τέλος πάντων, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Ψάχνουν από προχτές να με βρούν...

Η οικογένεια του Νώντα του τσιγγάνου μένει με άλλες πολλές οικογένειες στον καταυλισμό, έξω από την πόλη.
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."
Μια μέρα καθόταν στην ...
Μία μέρα καθόταν στην αυλή ο παππούς μαζί με τον εξάχρονο εγγονό του και χαζεύανε. Κάποια στιγμή ο παππούς βγάζει ένα μπουκάλι κρασί και τραβάει μία γουλιά. Βλέποντας αυτό ο πιτσιρικάς του λέει:
- Παππού, μου δίνεις και μένα μία γουλιά;
- Δε μου λες μικρέ! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Όχι, απαντά ο μικρός.
- Τότε είσαι πολύ μικρός για να πιεις κρασί.
Λίγο αργότερα ο παππούς βγάζει ένα πούρο και αρχίζει να καπνίζει.
- Παππού, μου δίνεις και μένα ένα τσιγάρο; ρωτάει ο μικρός.
- Δε μου λες μικρέ! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Όχι, απαντά ο μικρός.
- Τότε είσαι πολύ μικρός για να καπνίσεις τσιγάρο.
Απογοητευμένος ο εγγονός μπαίνει μέσα στο σπίτι και σε λίγο βγαίνει κρατώντας ένα ποτήρι γάλα και κουλουράκια.
- Μικρέ μου δίνεις ένα κουλουράκι; ρωτάει ο παππούς.
Και ο μικρός απαντά:
- Δε μου λες παππού! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Ναι, βέβαια! λέει ο παππούς.
- Τότε άντε και γαμ**ου γιατί η γιαγιά μου είπε ότι τα κουλουράκια είναι μόνο για μένα.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας και ένας Κινέζος σε ένα αεροπλάνο. Περνάνε πάνω από την Ιαπωνία και ο Ιάπωνας πετάει δύο μαχαίρια από το αεροπλάνο.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες τα μαχαίρια;
Ιάπωνας :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό τα πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Κίνα και ο Κινέζος πετάει ένα μαχαίρι.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες το μαχαίρι;
Κινέζος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό το πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Αμερική και ο Αμερικάνος πετάει μία βόμβα.
Κινέζος :
- Γιατί ρε, πέταξες την βόμβα ;
Αμερικάνος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό την πέταξα.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε κατέβηκε ο Αμερικάνος, ο Κινέζος και ο Ιάπωνας και άρχισαν να περπατάνε. Εκεί που περπατούσανε συναντάνε ένα κορίτσι να κλαίει.
Αμερικάνος :
- Γιατί κλαις κοριτσάκι;
Κορίτσι :
- Γιατί έπεσαν δύο μαχαίρια από τον ουρανό και σκότωσαν τον πατέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγοράκι να κλαίει.
Ιάπωνας :
- Γιατί κλαις αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί έπεσε ένα μαχαίρι από τον ουρανό και σκότωσε την μητέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγόρι να γελάει.
Κινέζος :
- Γιατί γελάς αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί εκεί που καθόμασταν και βλέπαμε τηλεόραση ο παππούς έκλασε και έπεσε το σπίτι.