Ανέκδοτα για παππούδες και γιαγιάδες

Μετά τον γάμο, μαζεύονται οι συγγενείς στο σπίτι του γαμπρού για το τραπέζι. Δίπλα στους νεόνυμφους κάθεται η γιαγιά της νύφης και ο σκύλος της ο Έκτορας κάθεται κοντά στον γαμπρό. Κάποια στιγμή λέει ο γαμπρός στην νύφη:
- Γυναίκα δεν αντέχω άλλο, δεν κρατιέμαι, θέλω να κλάσω...
- Τι να σου πω άντρα μου, θα σε ακούσουν, αλλά αν είναι να μου σκάσεις πρώτη νύχτα γάμου... κλάσε και μετά κάνε τον κινέζο.
Την αμολάει λοιπόν και μετά κάνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Ακούει την πορδή η γριά και φωνάζει στον σκύλο:
- Έκτωρα φύγε!
Χαίρεται λοιπόν ο γαμπρός ότι η γριά πιστεύει ότι είναι ο σκύλος που τις αφήνει. Μετά από λίγο, την αμολάει ξανά..
Ξαναφωνάζει η γριά:
- Έκτωρα δεν ακούς; Φύγε!
Δεν πρόλαβαν να περάσουν 2 λεπτά και ο γαμπρός ρίχνει μια κλανιά που εκτός ότι βρωμίζει όλο το τραπέζι, ακούγεται και πολύ δυνατά. Αυτή τη φορά όμως η γριά δεν αντέχει και φωνάζει στον σκύλο:
- Έκτωρα φύγεεεεε! τι περιμένεις; να σε χέσει;
Η έκπληξη.
Στο σχολείο τα παιδιά γράφανε έκθεση για το πως περάσανε τις διακοπές του καλοκαιριού. Ο Τοτός λοιπόν γράφει:
"Το καλοκαίρι πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λεσβο. Ο παππούς μου έχει δύο αγελάδες, μια μαύρη και μια άσπρη κι ενα ταύρο. Μια μέρα ο ταύρος πήδηξε τη μαύρη αγελάδα..."
- Τοτέ, τι πράγματα είναι αυτά. Να μην ξαναγράψεις τέτοια πράγματα, λέει η δασκάλα.
Μετά απο λίγο καιρό,τα παιδιά γράφουνε έκθεση για το πως περάσανε τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Γράφει ο Τοτός:
"Το χειμώνα πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λέσβο. Ο παππούς μου έχει δύο αγελάδες, μια μαύρη και μια άσπρη κι ένα ταυρο. Μια μέρα ο ταύρος πήδηξε τη μαύρη αγελάδα..."
- Τοτέ, γιατί ξαναέγραψες αυτή τη λέξη στην έκθεση σου; Θα μπορούσες να γράψεις ο ταύρος έκανε μια έκπληξη στη μαύρη αγελάδα.
Μετά απο λίγο καιρό, η έκθεση είχε θέμα πως πέρασα τις διακοπές του Πάσχα.
Γράφει ο Τοτός:
"Το Πάσχα πήγαμε στο κτήμα του παππού μου στη Λέσβο. Ο παππούς μου έχει δυο αγελάδες, μια άσπρη και μια μαύρη κι ένα ταύρο. Μια μέρα ο ταύρος έκανε μια έκπληξη στη μαύρη αγελάδα... πήδηξε την άσπρη!"

Είναι 4 νεαροί μουσικοί που νοίκιασαν ένα διαμέρισμα.
Αρχίζουν λοιπόν το πρώτο βράδυ να παίζουν μουσική, στο διπλανό διαμέρισμά
Μένει ένας παππούς, εκνευρισμένος με τη φασαρία που γίνετε τρέχει και κουδουνάει στην πόρτα τους, τους ρωτάει τι συμβαίνει.
Αυτοί του λένε ότι αύριο έχουν να δώσουν μια συναυλία και πως είναι η τελευταία τους πρόβα έτσι και τα καταφέρουν θα σκίσουν.
Το ίδιο σκηνικό γίνετε για πολλά βράδια, αλλά δυστυχώς ο παππούς στο ερώτημα του κάθε φορά έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση.
Κάποτε ο παππούς σταμάτησε να τους χτυπά την πόρτα και να ρωτά τα ίδια και τα ίδια.
Οι νεαροί όμως που συνήθισαν την παρουσία του τόσες μέρες ανησύχησαν οπότε πάνε στο διαμέρισμά του να δουν μήπως και έπαθε κάτι.
Βρίσκουν την πόρτα ανοιχτή και περνούν μέσα, τα φώτα όλα κλειστά, αριστερά, δεξιά ψάχνουν κανένας, στο βάθος βλέπουν το φως από το μπάνιο
Αναμμένο, ανοίγουν την πόρτα και έκπληκτοι βλέπουν το γέρο αραχτό με τα δυο του χέρια να την παίζει.
Ο ένας από αυτούς τον ρωτά: Παππού τι κανείς εδώ;
Νααα μια τελευταία πρόβα, έτσι και μου σηκωθεί έρχομαι να σας γαμ... Ω όλους!
Ο δάσκαλος έβαλε έκθεση με θέμα: το βουνό.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για το βουνό.
Ο Τοτός έγραψε:
- Το βουνό είναι πολύ ωραίο. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα...
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και όχι μόνο, αλλά δεν λέει τίποτα.
Την επόμενη εβδομάδα βάζει έκθεση με θέμα: η λίμνη.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για τη λίμνη.
Ο Τοτός έγραψε:
- Πολλές λίμνες είναι στο βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα...
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και πάλι, αλλά δεν λέει τίποτα.
Το επόμενο θέμα: το ποτάμι.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για το ποτάμι.
Ο Τοτός έγραψε:
- Το ποτάμι πηγάζει από το βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Έχει κι έναν ταύρο. Ο ταύρος πήδηξε την άσπρη αγελάδα..
Ο δάσκαλος βλέπει ότι είναι εκτός θέματος και πάλι, εκνευρίζεται και φωνάζει τον Τοτό και του λέει.
- Καλά βρε Τοτό, εκτός του ότι δεν προσέχεις και ξεφεύγεις από το θέμα γράφεις μέσα και λέξεις που δεν επιτρέπονται, όπως τη λέξη πήδηξε. Δεν μπορούσες να το γράψεις αλλιώς αυτό μια που σου έκανε τόση εντύπωση;
- Και τι να έγραφα κύριε;
- Να έγραφες…. Της έκανε έκπληξη, να μην άκουγαν και τα άλλα παιδιά.
Την επόμενη εβδομάδα βάζει έκθεση με θέμα: η θάλασσα.
Τα παιδιά έγραψαν κάτι για τη θάλασσα.
Ο Τοτός έγραψε:
- Στη θάλασσα χύνεται το ποτάμι που πηγάζει από το βουνό. Στο βουνό ο παππούς μου έχει ένα κτήμα. Έχει μια άσπρη και μια μαύρη αγελάδα. Ο ταύρος έκανε έκπληξη στην άσπρη αγελάδα. Πήδηξε τη μαύρη !
Είναι μια μέρα στα φώτα τροχαίας ένας παππούς σταματημένος περιμένοντας το πράσινο φανάρι με το αυτοκίνητό του, ένα mazda σαραβαλο...
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει με μια Πόρσε ένας τύπος περιμένοντας και αυτός τα φώτα. Ανάβει το πράσινο και ΒΡΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΜΜΜΜΜΜ! Χάθηκε ο παππούς με το σαραβαλάκι του!
Ο τύπος θύμωσε που τον πέρασε ο παππούς με το σαραβαλάκι!
Την επόμενη μέρα ξανασυναντιούνται στα φανάρια, όμως αυτήν την φορά ο τύπος έχει πάρει μία Φερράρι.
Πάλι εξαφανίζεται ο παππούς αφήνοντας πίσω τον τύπο και την Φερράρι.
Τα παίρνει το τύπος.
Την επόμενη μέρα εμφανίζεται με μία Λαμποργκίνι και πετυχαίνει πάλι τον παππού στο φανάρι.
Ανάβει το πράσινο, χάνεται πάλι ο παππούς.
Ο τύπος όμως δεν το βάζει κάτω, τρέχει με 300 και σχεδον φτάνει τον παππού!
Η απόσταση ήταν πολύ μικρή, αλλά το κοντέρ της Λαμποργκίνι κοντεύει να σπάσει!
Ανοίγει ο τύπος το παράθυρο και φωνάζει στον παππού:
- Τώρα τι θα κάνεις, γέρο, μπροστά στην Λαμποργκίνι μου;
Και απαντά ο παππούς:
- Θα βάλω δεύτερη!
Ένας Γενικός Διευθυντής μιας εταιρίας, επιβιβάζεται στο τρένο μαζί με έναν νεαρό υπάλληλο του για να πάνε Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορούν να βρουν όμως άλλο μέρος να καθίσουν, εκτός απο ένα βαγόνι όπου απέναντι τους κάθεται μία γιαγιά με την όμορφη εγγονή της. Ύστερα απο λίγο, είναι φανερό ότι υπάρχει ενδιαφέρον μεταξύ των δυο νεαρών, απο τις ματιές που ανταλλάζουν. Στο ύψος της Λαμίας, το τρένο περνάει μέσα απο ένα τούνελ και στο βαγόνι γίνεται πίσσα σκοτάδι. Ξαφνικά, ακούγεται ο ήχος ενός φιλιού και ο θόρυβος απο ένα δυνατό χαστούκι. Όταν το τρένο βγαίνει απο το τούνελ, και οι τέσσερις κάθονται όπως πριν, αμίλητοι. Η γιαγιά σκέφτεται μέσα της :
"Θράσος που το είχε ο νεαρός να φιλήσει την εγγονή μου! Πάντως χαίρομαι που τον έβαλε στην θέση του με αυτό τo χαστούκι"
Ο Γεν. Διευθυντής, σκεπτόταν κάπως ενοχλημένος :
"Δεν ήξερα ότι ο νεαρός ήταν τόσο θαρραλέος για να φιλήσει τη κοπέλα! Σίγουρα όμως θα προτιμούσα να μην είχε αστοχήσει αυτή στο χαστούκι της γιατί αντί αυτόν πέτυχε εμένα"
Η εγγονή πάλι σκεφτόταν :
" Χάρηκα που με φίλησε ο τύπος, αλλά με στενοχώρησε που η γιαγιά μου τον χαστούκισε"Ο νεαρός υπάλληλος απο την άλλη, καθόταν με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του. "Κοίτα να δεις τι ωραία που είναι η ζωή μερικές φορές" σκεπτόταν, "πόσο συχνά έχει κάποιος την ευκαιρία να φιλήσει μια όμορφη κοπέλα και ταυτοχρόνως να τραβήξει και ένα χαστούκι στον Διευθυντή του!"
Κάποιος πλασιέ μπαίνει στον κήπο ενός σπιτιού και βλέπει ένα πεντάχρονο μπόμπιρα ανάμεσα σε κάτι θάμνους...
Ακολουθεί ο διάλογος:
Πλασιέ: Αγοράκι μου φώναξε τη μαμά σου.
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι απασχολημένη κύριε...
Πλασιέ: Τότε φώναξέ μου το μπαμπά σου.
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι και αυτός απασχολημένος κύριε...
Πλασιέ: Μήπως έχεις κανένα μεγαλύτερο αδελφάκι;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) ‘Εχω δύο αλλά είναι και αυτά πολύ απασχολημένα κύριε...
Πλασιέ: Μήπως είναι μέσα ο παππούς ή η γιαγιά σου;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Ναί αλλά είναι και αυτοί απασχολημένοι.
Πλασιέ: (με φανερά σημάδια εκνευρισμού) Μα τέλος πάντων μήπως υπάρχει κανείς άλλος μέσα στο σπίτι σας;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Είναι οι αστυνομικοί κύριε, αλλά είναι και αυτοί πολύ απασχολημένοι...
Πλασιέ: (ξεσπώντας) Μα τί κανουν, τέλος πάντων, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ;
Μπόμπιρας: (Ψιθυριστά) Ψάχνουν από προχτές να με βρούν...

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ήμουν 25 ετών, παντρεύτηκα μία γυναίκα χήρα.
Αυτή η χήρα είχε μία μεγάλη κόρη. Ο πατέρας μου ερωτεύτηκε την κόρη της χήρας και σύντομα παντρεύτηκαν. Το γεγονός αυτό έκανε τον πατέρα μου γαμπρό μου, και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Η θετή μου κόρη έγινε και μητριά μου (αφού είναι η γυναίκα του πατέρα μου). Τα πράγματα περιεπλάκησαν όταν η γυναίκα μου γέννησε ένα αγοράκι. Ο μικρός γιος μου (εγγονός του πατέρα μου) έγινε και κουνιάδος του πατέρα μου (αφού είναι αδελφός της γυναίκας του). Aρα έγινε και θείος μου (γεγονός που με λύπησε πολύ). Διότι αφού είναι θείος μου, είναι και αδελφός της κόρης της χήρας (της γυναίκας του πατέρα μου), η οποία φυσικά είναι και μητριά μου (αφού είναι και γυναίκα του πατέρα μου). Η γυναίκα του πατέρα μου (η μητριά μου), κατόπιν γέννησε έναν γιο (πράγμα που μας έβαλε σε ακόμα μεγαλύτερους μπελάδες). Αυτός πλέον είναι ο εγγονός μου (αφού είναι ο γιος της θετής μου κόρης). Η γυναίκα μου (η χήρα) είναι μητέρα της μητριάς μου. Συνεπώς, δεν είναι μόνο γυναίκα μου, είναι και γιαγιά μου. Αφού δε η γυναίκα μου είναι και γιαγιά μου, τότε εγώ είμαι και εγγονός της. Kάθε φορά που τα σκέπτομαι όλα αυτά, τρελαίνομαι. Διότι ως σύζυγος της γιαγιάς μου, είμαι αναγκαστικά και ο παππούς μου !
Η οικογένεια του Νώντα του τσιγγάνου μένει με άλλες πολλές οικογένειες στον καταυλισμό, έξω από την πόλη.
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."
Μια μέρα καθόταν στην ...
Μία μέρα καθόταν στην αυλή ο παππούς μαζί με τον εξάχρονο εγγονό του και χαζεύανε. Κάποια στιγμή ο παππούς βγάζει ένα μπουκάλι κρασί και τραβάει μία γουλιά. Βλέποντας αυτό ο πιτσιρικάς του λέει:
- Παππού, μου δίνεις και μένα μία γουλιά;
- Δε μου λες μικρέ! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Όχι, απαντά ο μικρός.
- Τότε είσαι πολύ μικρός για να πιεις κρασί.
Λίγο αργότερα ο παππούς βγάζει ένα πούρο και αρχίζει να καπνίζει.
- Παππού, μου δίνεις και μένα ένα τσιγάρο; ρωτάει ο μικρός.
- Δε μου λες μικρέ! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Όχι, απαντά ο μικρός.
- Τότε είσαι πολύ μικρός για να καπνίσεις τσιγάρο.
Απογοητευμένος ο εγγονός μπαίνει μέσα στο σπίτι και σε λίγο βγαίνει κρατώντας ένα ποτήρι γάλα και κουλουράκια.
- Μικρέ μου δίνεις ένα κουλουράκι; ρωτάει ο παππούς.
Και ο μικρός απαντά:
- Δε μου λες παππού! Αν τραβήξεις το πουλί σου μπορεί να φτάσει στον κώλο σου;
- Ναι, βέβαια! λέει ο παππούς.
- Τότε άντε και γαμ**ου γιατί η γιαγιά μου είπε ότι τα κουλουράκια είναι μόνο για μένα.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας και ένας Κινέζος σε ένα αεροπλάνο. Περνάνε πάνω από την Ιαπωνία και ο Ιάπωνας πετάει δύο μαχαίρια από το αεροπλάνο.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες τα μαχαίρια;
Ιάπωνας :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό τα πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Κίνα και ο Κινέζος πετάει ένα μαχαίρι.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες το μαχαίρι;
Κινέζος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό το πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Αμερική και ο Αμερικάνος πετάει μία βόμβα.
Κινέζος :
- Γιατί ρε, πέταξες την βόμβα ;
Αμερικάνος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό την πέταξα.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε κατέβηκε ο Αμερικάνος, ο Κινέζος και ο Ιάπωνας και άρχισαν να περπατάνε. Εκεί που περπατούσανε συναντάνε ένα κορίτσι να κλαίει.
Αμερικάνος :
- Γιατί κλαις κοριτσάκι;
Κορίτσι :
- Γιατί έπεσαν δύο μαχαίρια από τον ουρανό και σκότωσαν τον πατέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγοράκι να κλαίει.
Ιάπωνας :
- Γιατί κλαις αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί έπεσε ένα μαχαίρι από τον ουρανό και σκότωσε την μητέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγόρι να γελάει.
Κινέζος :
- Γιατί γελάς αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί εκεί που καθόμασταν και βλέπαμε τηλεόραση ο παππούς έκλασε και έπεσε το σπίτι.