Ανέκδοτα για καουμπόηδες και Ινδιάνους
Ένας μεσόκοπος καουμπόη, κλασικά ντυμένος με καρό πουκάμισο, τζιν, δερμάτινο μπουφάν, καπέλο και μπότες με σπιρούνια, μπαίνει σε ένα κεντρικό μπαρ της Νέας Υόρκης, κάθεται στον πάγκο και παραγγέλνει ένα ουίσκι.
Εκεί που απολάμβανε το ποτό του, μπαίνει μια κοπελίτσα στο μπαρ και κάθεται δίπλα του. Αφού παρήγγειλε κι εκείνη ένα ποτό, γυρίζει στον καουμπόη, τον κοιτάζει από πάνω ως κάτω, και μιας κι ήταν περίεργο για έναν καουμπόη στο κέντρο της Νέας Υόρκης, τον ρωτάει:
- Είσαι αληθινός καουμπόη;
- Κοίτα... της λέει αυτός, ... Έχω περάσει όλη μου τη ζωή στους στάβλους, βόσκοντας αγελάδες, καβαλώντας άλογα, φτιάχνοντας φράχτες... Μάλλον είμαι λοιπόν αληθινός καουμπόη.
Περνάνε λίγα λεπτά αμηχανίας, χωρίς να βγάλουνε κουβέντα, ώσπου αυτός παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:
- Εσύ τι είσαι;
- Κοίτα... Ποτέ δεν έχω πάει σε στάβλο, ούτε έχω βοσκήσει αγελάδες, άρα δεν είμαι καουμπόη, απαντάει εκείνη. Όλη μου τη μέρα την περνάω να σκέφτομαι γυναίκες. Όταν κάνω μπάνιο, όταν τρώω, όταν βλέπωτηλεόραση, συνέχεια σκέφτομαι γυναίκες, και πολλές φορές μάλιστα τις σκέφτομαι γυμνές. Αρα είμαι λεσβία.
Μετά από λίγο εκείνη έφυγε, κι ο καουμπόη, λίγο σκεπτικός αυτή τη φορά, παρήγγειλε κι άλλο ποτό. Αυτή τη φορά κάθισε δίπλα του ένα νεαρό ζευγάρι, το οποίο επίσης παραξενεύτηκε με την παρουσία του καουμπόη, και τον ρώτησαν:
- Είσαι αληθινός καουμπόη;
- Κοίτα... λέει εκείνος, πάντα νόμιζα ότι ήμουνα ένας αληθινός καουμπόη, αλλά μόλις σήμερα ανακάλυψα ότι είμαι λεσβία.
Ο Τζο ο Καουμπόυ για να πάει στο Φορτ-Γουόρθ έπρεπε να περάσει την έρημο της Νεβάδα.
Πήρε νέο άλογο, πολλές προμήθειες, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στον δρόμο όμως του την πέφτουν ληστές και του παίρνουν τα πάντα. Μετά από μέρες μισοπεθαμένοι, αυτός και το άλογό του, έσερναν τα βήματά τους στην άμμο, όταν κάτι γυάλισε στα 2 μέτρα. Πλησιάζει, το πιάνει... Ένα μισοσκουριασμένο σπαθί από τον εμφύλιο.
Το μαζεύει καθώς δεν είχε άλλο όπλο, και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν μπαστουνι. Στο άλογο του δεν ανέβαινε, γιατί και αυτό τα χάλια του είχε.
Την άλλη μέρα η τύχη του χαμογέλασε. Κάτι κινήθηκε μπροστά του. Ένα φίδι!
Τραβάει το σπαθι και μένει κόκκαλο.
- Μην με σκοτώσεις, λέει το φίδι. Είμαι μάγος και αν με αφήσεις να ζήσω θα σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.
- Ωραία. Πρώτον, θέλω εγώ και το άλογό μου να είμαστε οι πιο ωραίοι, χορτάτοι και δυνατοί στην γη.
Την ίδια στιγμή, παφ, καπνός και ο Τζο έγινε 2 μέτρα ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, και το άλογο του τεράστιο και πανέμορφο.
- Δεύτερον θέλω πλούτη, πολλά πλούτη.
Πάφ, καπνός και εμφανίζεται ένα κάρο φορτωμένο με χρυσάφι και διαμάντια.
- Και τρίτον, θέλω να αποκτήσω το πράγμα του αλόγου μου.
- Είσαι σίγουρος, ρωτάει ο μάγος.
- Ναι ρε, έχεις αντίρρηση; λέει ο Τζο κουνώντας με νόημα το σπαθί του.
- Ότι πεις. Εσύ είσαι το αφεντικό, λέει το φίδι, το κάνει και εξαφανίζεται.
Δένει ο Τζο το κάρο στο άλογο, ανεβαίνει και αυτός και ξεκινάνε για την πόλη.
Φτάνοντας στην πόλη, μπαίνει στο πρώτο σαλούν και σταματούν τα πάντα. Μουσική, κουβέντες ακόμα και ανάσες!
Πιάνει τον μπάρμαν από τον γιακά και του λέει:
- Κέρνα τους όλους, και στείλε στο καλύτερο δωμάτιο 6 γκόμενες, και μια κάσα σαμπάνιες.
Ανεβαίνει πάνω, ανοίγει τις πόρτες με κλωτσιές, διαλέγει το καλύτερο δωμάτιο.
Έρχονται οι γκόμενες, και ο Τζο χαμογελάει.
Αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας θώρακα και κοιλιακούς. Αναστενάζουν οι γκόμενες.
Βγάζει παντελόνι και φανελάκι, κοντεύουν να λιποθυμήσουν οι γκόμενες από την έξαψη.
Βγάζει το μποξεράκι... Τρελά γέλια από το βάθος του δωματίου.
"Ρε γαμώτο, τί έγινε τώρα; Οι γκόμενες κοντεύαν να λιποθυμήσουν, τί συνέβη;"
Κοιτά κάτω.
- ΌΧΙ, ρε γαμώτο! Ξέχασα ο μαλάκας ότι το άλογο μου ήταν φοράδα!