Μπαίνει ένας πολύ περίεργος τύπος σε ένα εστιατόριο και κάθεται απέναντι από έναν μεθυσμένο.
Φωνάζει το γκαρσόνι:
- Φέρτε μου ένα κοτόπουλο Γαλλίας.
Πάει το γκαρσόνι, λέει την παραγγελία στον μάγειρα:
- Δεν έχω Γαλλίας, λέει ο μάγειρας. Θα του βάλω κοτόπουλο από τα Γιάννενα.
Το πάει το γκαρσόνι στον περίεργο τύπο, το μυρίζει αυτός και λέει:
- Καλά, για χαζό με περνάτε; Εγώ ζήτησα κοτόπουλο Γαλλίας, όχι από τα Γιάννενα!
Το πάει πίσω το γκαρσόνι.
Ο μάγειρας έχει πεισμώσει και στέλνει στον τύπο ότι έχει.
Κοτόπουλο από το Νεοχώρι, την Αθήνα, την Αρτα, την Ιταλία, την Βραζιλία.
Ο τύπος τα μυρίζει, καταλαβαίνει από που είναι, και τα στέλνει όλα πίσω.
Σηκώνεται ο μεθυσμένος, πάει στον τύπο σκουντουφλώντας από το μεθύσι και λέει:
- Ρε φιλαράκι, δεν μυρίζεις και εμένα; Γιατί δεν θυμάμαι που μένω!

Κάποιος κατεβάζει τον αγλέουρα πίσω από την βιτρίνα ενός εστιατόριου. Στο πεζοδρόμιο περνάει ένας Αλβανός, τον βλέπει να τρώει και τρέχουν τα σάλια του. Βλέπει ο γευματίζων τον Αλβανό και του κάνει νόημα να μπει μέσα. Μόλις πλησιάζει τον ρωτάει:
- Ρε φίλε, τι συμβαίνει και κάθεσαι εκεί και μετράς τις μπουκιές μου;
- Να αφεντικό, τι να σου κάνω... Έεεχω τρεις μέρες να φάω..
- Α, γι αυτό στενοχωριέσαι; του λέει ο άλλος, μη φοβάσαι και αυτό αντιμετωπίζεται εύκολα...
Φωνάζει το γκαρσόνι και του λέει να φέρει μια μεγάλη κανάτα νερο. Το γκαρσόνι την φέρνει, γεμίζει αυτός ένα ποτήρι και λέει στον Αλβανό να πιει...
- Μα αφεντικό, λέει αυτός, εεεγω δεν διψάω... πεινάω...
- Ρε, πιες που σου λέω, του λέει ο άλλος, θα δεις... θα σου κάνει καλό.
Ο Αλβανός τι να κάνει, κατεβάζει το ποτήρι, κι εξακολουθεί να κοιτάζει τον δικό μας με πεινασμένο βλέμμα...
- Εντάξει είσαι τώρα; ρωτάει αυτός.
- Τι Εντάξει αφεντικό, λέει αυτός, αφού σου λέω... Δεν διψάω... Πεινάααω..
- Καλά... Πιες ακόμη ένα, και του δίνει και δεύτερο ποτήρι.
Τι να κάνει ο δικός σου, κατεβάζει και το δεύτερο.
Ο άλλος τον ξαναρωτάει:
- Εντάξει τώρα;...
- Όχι αφεντικό, σου είπα, δεν διψάω... Πεινάω, απαντάει ο τύπος... κάπως αδύναμα.
- Α φιλαράκο, εσύ νομίζω πως έχεις πρόβλημα, πιες άλλα δυο ποτήρια... και τον υποχρεώνει να πιει αλλά δυο...
Τα πίνει ο Αλβανός και... Κοντεύει να σκάσει απ το νερό...
- Τώρα ρε μεγάλε τι γίνεται; ρωτάει ο πρώτος.
- Τι να γίνεται αφεντικό; απαντάει αυτός βαριανασαίνοντας και με την κοιλιά του να έχει γίνει σαν... Μπαλόνι,... δεν βλέπεις;... Ωωχ... κοντεύω να σκάσω...
- Ωραία, τώρα θες να φας κάτι;
- Αστειεύεσαι αφεντικό; Τι να φάω τώρα μ αυτό το χαλί...
- Ε είδες ρε μπαγάσα, λέει ο άλλος θριαμβολογώντας, είδες που σου έλεγα; Εσύ χρυσέ μου δεν πεινούσες, διψούσες...
Ένας τύπος μπαίνει σε ένα εστιατόριο και φωνάζει το γκαρσόν:
- Θέλω κότα Φαρσάλων παρακαλώ.
Το γκαρσόνι απορημένο του φέρνει μια κότα. Ο τύπος βάζει το δάχτυλο του στον κώλο της κότας, δοκιμάζει την γεύση της και φωνάζει το γκαρσόν:
- Γκαρσόν αυτή η κότα είναι Λαμίας εγώ θέλω Φαρσάλων!
Του φέρνει λοιπόν μια άλλη κότα. Ξαναγίνεται το ίδιο σκηνικό. Ο τύπος βάζει το δάχτυλο του στο κώλο της κότας, δοκιμάζει και λέει:
- Αααα αυτή είναι Χαλκίδας είπα Φαρσάλων δεν καταλαβαίνεις;
Μετα πολλά πολλά ο τύπος έχει βάλει δάχτυλο σε όλες τις μαγειρεμένες κότες ώσπου τελικά βρίσκει αυτό που θέλει.
Αμεσως λοιπόν σηκώνεται κάποιος από το διπλανό τραπέζι γδύνεται και του λέει:
- Κύριε εγώ είμαι ορφανός. Μήπως μπορείτε να βρείτε την καταγωγή μου;