Ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας είχαν μία τούρτα.
Αποφάσισαν να κοιμηθούν και να φάνε την τούρτα όταν θα ξυπνούσαν.
Ξυπνάνε και λέει ο Γερμανός:
- Είδα ένα περίεργο όνειρο. Ήταν μία σκάλα, και ανέβαινα, ανέβαινα, αλλά τελειωμό δεν είχε...
- Εγώ, λέει ο Ιταλός, είδα ότι κατέβαινα μία σκάλα, κατέβαινα, κατέβαινα και τελειωμό δεν είχε!
- Εγώ, λέει ο Έλληνας, είδα εσένα που ανέβαινες, και ανέβαινες, και εσένα που κατέβαινες, και κατέβαινες, και σκέφτηκα δεν θα γυρνούσατε, και αποφάσισα να φάω την τούρτα πριν χαλάσει!
Πηγαίνουν ένας Τούρκος, ένας Έλληνας και ένα Γερμανός σε ένα ξενοδοχείο και ρωτάνε τον ξενοδόχο αν έχει τρία δωμάτια.
- Όχι, λέει ο ξενοδόχος, αυτή την στιγμή έχουμε μόνο ένα δωμάτιο άδειο... Και μάλιστα αυτό το δωμάτιο είναι άδειο επειδή έχει ένα φάντασμα και τρομάζει τους επισκέπτες!
- Α, εμείς δεν μασάμε, λένε ο Τούρκος, ο Γερμανός και ο Έλληνας. Θα το νοικιάσουμε.
Πηγαίνει πρώτος ο Τούρκος στο δωμάτιο.
Ακούει θορύβους, ήχους περίεργους...
Ξαφνικά εμφανίζεται ένα φάντασμα.
- Ουυυυ... Είμαι το φάντασμα με το μαύρο μάτι.
Τρομάζει ο Τούρκος, πηδάει από το παράθυρο.
Πηγαίνει μετά ο Γερμανός στο δωμάτιο.
Ακούει θορύβους, ήχους περίεργους...
Μετά εμφανίζεται και το φάντασμα.
- Ουυυυ... Είμαι το φάντασμα με το μαύρο μάτι.
Τρομάζει και ο Γερμανός, πηδάει και αυτός από το παράθυρο.
Πηγαίνει ο Έλληνας στο δωμάτιο.
Ακούει θορύβους, ήχους περίεργους...
Εμφανίζεται πάλι το φάντασμα:
- Ουυυυ... Είμαι το φάντασμα με το μαύρο μάτι.
- Σκάσε, του λέει ο Έλληνας, μην σου μαυρίσω και το άλλο μάτι!
Ο Χριστός στην Γη.
Ο Χριστός κατεβαίνει στη Γη για να τσεκάρει γενικώς την κατάσταση. Μπαίνει σε ένα μπαράκι όπου μπεκροπίνουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας. Κάθεται στην μπάρα και ο Χριστός, ξανθός, μακρυμάλλης, ψιλολετσέ, τον βλέπει ο Γερμανός και λεει του μπάρμαν:
- Κέρασε, ρε, το παλικάρι μια μπιρίτσα, γιατί τον βλέπω διψασμένο!
Κερνάει ο μπάρμαν, πίνει ο Χριστός, όλα καλά.
Ύστερα από λίγο, φωνάζει ο Γάλλος στον μπάρμαν:
- Κέρασε, ρε, το παλικάρι ένα μπουκάλι κρασί. Ντροπή να κάθεται στον πάγκο έτσι σκέτος, χρονιάρες μέρες.
Κερνάει ο μπάρμαν, πίνει ο Χριστός, όλα καλά. Ύστερα από λίγο, πετιέται και ο Έλληνας:
- Κέρασε, ρε, λέει του μπάρμαν, το παλικάρι ένα καραφάκι ούζο με μια σπέσιαλ ποικιλία, γιατί τον βλέπω πεινασμένο και δεν κάνει...
Πίνει ο Χριστός, τρώει και μετά σηκώνεται. Πάει στο τραπέζι της παρέας και αγγίζει τον Γερμανό στον ώμο. Αυτός πετιέται, του φιλάει το χέρι και του λέει:
- Χριστέ μου! Σε ευχαριστώ! Τώρα κατάλαβα ποιος είσαι που μου πέρασαν μεμιάς τα αρθριτικά μου!
Αγγίζει και τον Γάλλο στον ώμο ο Χριστός, πετιέται αυτός, του φιλάει το χέρι και του λεει:
- Χριστέ μου! Σε ευχαριστώ! Πάει το άσθμα μου, πέρασε! Το νιώθω!
Κάνει να αγγίξει και τον Έλληνα ο Χριστός, οπότε τραβιέται πίσω αυτός και λεει:
- Χριστούλη μου, να σαι καλά, αλλά... χειρονομίες δεν γουστάρω! Είδα κι έπαθα να τη βγάλω την... αναπηρική σύνταξη!
Ενώ τα spreads των ελληνικών ομολόγων έφτασαν στα ύψη: Τρεις μπογιατζήδες - ένας Αλβανός, ένας Γερμανός και ένας Έλληνας- πέθαναν και πήγαν στον Παράδεισο. Ο Αγιος Πέτρος τους άνοιξε την πόρτα.
- Καλώς τα παιδιά. Επιτέλους ήρθαν και τρεις χρήσιμοι άνθρωποι. Ρε παιδιά θέλω να βάψω την πόρτα του Παράδεισου.
- Για πες μου, λέει του Αλβανού, πόσα θέλεις για να τη βάψεις;
- 600 ευρώ, λέει ο Αλβανός...
- 600; Πώς τα λογάριασες;
- Nα: 400 για μένα και 200 τα υλικά.
- Εσύ, λέει του Γερμανού, πόσα θέλεις ;
- 900 ευρώ: 300 για μένα, 300 στην εφορία και 300 τα υλικά.
- Και εσύ, λέει του Έλληνα, πόσα θέλεις ;
- 3.000 ευρώ Αγιε Πέτρο.
- 3.000; Τρελός είσαι; Πώς τα λογάριασες;
- Αγιε Πέτρο, έλα πιο κοντά να μην μας ακούν.
Ο Αγιος Πέτρος πήγε κοντά του και ο Έλληνας του ψιθυρίζει:
- Ακουσε να δεις: 1.000 για σένα, 1.000 για μένα, 400 στο Γερμανό για να το βουλώσει και 600 θα δώσουμε στον Αλβανό για να βάψει την πόρτα...
Ήταν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας και τους πιάνουν οι Ζουλού και τους λέει ο βασιλιάς:
- Για να σας χαρίσω την ζωή θα πρέπει ο καθένας σας να ανέβει 100 σκαλιά, που στο καθένα θα στέκονται από τις δύο μεριές δύο υπέροχες, ολόγυμνες κουκλάρες. Αν δεν σας σηκωθεί καθόλου, θα σας χαρίσω την ζωή.
Ξεκινά ο Γερμανός:
5 σκαλιά, 10 σκαλιά... Ντάν! του σηκώνεται, τον αποκεφαλίζει ο βασιλιάς.
Ξεκινά ο Ιταλός:
5 σκαλιά, 10 σκαλιά, 15, 20, 30... Ντάν! του σηκώνεται, τον αποκεφαλίζει ο βασιλιάς.
Ξεκινά και ο Έλληνας:
5 σκαλιά, 10 σκαλιά, 20, 30, 40, 50, 70, 90, 95, 99... Ντάν! του σηκώνεται και αυτουνού:
- Φτου ρε γαμώτο, ξεκόλλησε το σελοτέιπ!
Κάποτε ήταν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας και τους έπιασε ένας βασιλιάς, τους πηγαίνει σε ένα μέρος που βρωμούσε απίστευτα και τους λέει:
- Κανένας δεν έχει διασχίσει αυτόν τον βάλτο. Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου.
Δεν πηδάει κανείς.
Ξαναλέει ο βασιλιάς:
- Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου ή έναν μαλάκα!
Πηδάει ο Έλληνας, τον κυνηγάν οι καρχαρίες, οι κροκόδειλοι, τον πλησιάζουν, ίσα που προλαβαίνει και βγαίνει στην άλλη πλευρά ματωμένος και ταλαιπωρημένος.
- Μπράβο, λέει ο βασιλιάς. Κανένας άλλος δεν είχε ποτέ διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους. Τι θες λοιπόν; Το βασίλειό μου, ή έναν μαλάκα;
- Έναν μαλάκα!
- Έναν μαλάκα;
- Ναι, τον μαλάκα που με έσπρωξε στον βάλτο!
Mια ξακουστή βασίλισσα, ήθελε να ελέγξει πόσο έξυπνοι είναι οι αλλοδαποί άντρες που κατοικούσαν στο βασίλειό της. Οπότε κάλεσε κάποιους ενδεικτικά.
Παρουσιάζονται μπροστά της, ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας.
Τους οδήγησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, γδύνεται τελείως και τους ρωτάει:
- Χωρίς μαχαίρι και σπαθί, πως έγινε η χαραγματιά αυτή;
- Δεν ξέρω, λέει ο Γερμανός.
- Απελάστε τον, διατάζει η βασίλισσα.
- Δεν ξέρω, λέει κι ο Τούρκος.
- Απελάστε τον, διατάζει η βασίλισσα.
O Έλληνας, ξεβρακώνεται και λέει:
- Χωρίς χωράφι και νερό, πως έγινε το αγγούρι αυτό;
Και κέρδισε τιμές και δόξα!