- Ένας Έλληνας, ένας Γερμανός και ένας Ιταλός, περπατούν στη ζούγκλα, όταν πέφτουν θύματα μιας φυλής ανθρωποφάγων.
Όταν φτάσανε στο χωριό, ο αρχηγός τους είπε -Θα σας δώσω μια ευκαιρία να ζήσετε, αν πετύχετε την εξής δοκιμασία: Μέσα σε αυτό το κλουβί υπάρχουν 1000 παπαγάλοι, από τους οποίους μόνο ο ένας είναι ο αρσενικός, τον οποίο θα πρέπει να βρείτε. Ξεκινάει πρώτα ο Γερμανός, δείχνει ένα και λέει: Αυτός είναι.
- Πως το ξέρεις, Ρώτα ο αρχηγός.
- Είναι ο ποιο παχύς, όλοι τον περιποιούνται, άρα είναι αυτός.
- Δεν είναι αυτός, λέει ο αρχηγός. Μετά ο Ιταλός λέει : Αυτός ο αδύνατος πρέπει να είναι, του έχουν αλλάξει τα Φώτα, αυτός πρέπει να είναι.
- Δεν είναι αυτός, του λέει ο αρχηγός. Τρίτος πάει ο Έλληνας, μπαίνει μέσα στο κλουβί και λέει :Α ρε π.. Στ. παπαγάλε, άμα σε βρω θα σε γα**σω.
- Θα μου κλάσεις τα αρ**ια, λέει ο παπαγάλος.
- Αυτός είναι, πιάστε τον φωνάζει ο Έλληνας.

Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
Λέει:
- Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
- Εντάξει .. Τέκνον μου... (Τί "τέκνον"; Τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση εκεί όπου κανείς με τα σωστά του δεν θέλει να πάει, αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
- Λοιπόν, παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χρονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι -πάνω στο πατάρι-, την τάιζα, την πότιζα, την έντυνα, αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα.
Και μετά το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ...
- Εντάξει εντάξει..., λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου! Και πείνας και στέρησης... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
- Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;

Αναπηρική...
Αποφασίζει κάποτε ο Χριστός να κατέβει στη γη, να δεί πώς είναι τα πράγματα κάτω.
Μπάινει σε ένα μπαρ, κάθεται και δίπλα του κάθονται και τα πίνουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας. Ο Χριστός δεν πίνει τίποτα. Μετά από λίγο, τον κοιτάει ο Γερμανός, και λέει στον μπάρμαν:
- Δώσε μια μπύρα από μένα στο παιδί που κάθεται εκεί, κρίμα είναι και φαίνεται να διψάει.
Δίνει λοιπόν ο μπάρμαν μια μπύρα στον Χριστό και την πίνει.
Μετά από λίγο, κοιτάει τον Χριστό ο Γάλλος, φωνάζει τον μπάρμαν και του λέει:
- Δώσε ένα μπουκάλι κρασί στο παιδί εκεί, κρίμα είναι να κάθεται έτσι μόνος του και να μην πίνει τίποτα. Εγώ κερνάω.
Πάει λοιπόν ο μπάρμαν στον Χριστό το μπουκάλι το κρασί κι αυτός το πίνει. Δεν περνάει λίγη ώρα, φωνάζει κι ο Έλληνας τον μπάρμαν και του λέει:
- Κέρνα από μένα το παιδί που κάθεται εκεί, ένα καραφάκι ούζο και πήγαινέ του κι ένα περηποιημένο μεζέ, γιατί σαν να φαίνεται πεινασμένος.
Πηγαίνει λοιπόν την παραγγελία ο μπάρμαν στον Χριστό. Κάποια στιγμή σηκώνεται ο Χριστός πλησιάζει τον Γερμανό, τον ακουμπάει στον ώμο. Τινάζεται τότε εκείνος και γεμάτος έκπληξη του λέει:
- Χριστέ μου, εσύ είσαι!
- Πώς με κατάλαβες; απορεί ο Χριστός.
- Αφού μόλις με ακούμπησες, μου πέρασαν τα αρθριτικά μου.
Πλησιάζει τότε ο Χριστός τον Γάλλο και καθώς τον ακουμπάει στον ώμο, αυτός τινάζεται, τον κοιτάζει και του λέει:
- Χριστέ μου, είσαι στα αλήθεια εσύ!
- Μα καλά πώς με αναγνώρισες; Απορεί ο Χριστός.
- Μόλις με άγγιξες, μου πέρασε το άσθμα που με ταλαιπωρούσε χρόνια!
Πλησιάζει τέλος ο Χριστός και τον Έλληνα. Πάει να τον ακουμπήσει, τραβιέται ο Έλληνας.
- Μα καλά τί έπαθες; ρωτά ο Χριστός.
- Χριστέ μου, του λέει ο Έλληνας, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω μπροστά μου, αλλά χειρονομίες από σένα δεν θέλω... Είδα κι έπαθα να βγάλω την αναπηρική σύνταξη!
Tρεις φίλοι, ένας Γερμανός, ένας Iταλός και ένας Πόντιος, δουλεύουνε σε ένα εργοστάσιο.
Kάθε μεσημέρι στο διάλειμμα, ανοίγει καθένας το μπόγο του και τρώνε το φαγητό τους, το οποίο δυστυχώς, είναι κάθε μέρα το ίδιο! Mια μέρα, εξαντλημένοι από τη δουλειά, κάθονται να φάνε και λέει ο Γερμανός πριν να ανοίξει το μπόγο του:
- Έτσι και είναι πάλι λουκάνικα και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει! Aνοίγει τον μπόγο αργά, μέσα βρίσκει τι άλλο λουκάνικα, οπότε παίρνει φόρα και πηδάει από τον πέμπτο όροφο στο κενό! O Iταλός κοιτάζει πρώτα τον Γερμανό να πέφτει, κοιτάει ύστερα τον μπόγο του αποφασισμένος και λέει:
- Aν βρω πάλι μακαρόνια θα ακολουθήσω τον Γερμανό! Tον ανοίγει λοιπόν και φυσικά παίρνει και αυτός το δρόμο που χάραξε ο φίλος του!Tελευταίος ο Πόντιος, εύχεται κοιτάζοντας τον ουρανό να μη βρει πάλι ψωμί με τυρί, αλλά μέσα στον μπόγο βρίσκει πάλι ένα κομμάτι τυρί και μια μεγάλη φέτα ψωμί ξερό. H συνέχεια είναι αναμενόμενη... Tην επόμενη μέρα στην κηδεία οι τρεις χήρες κλαίνε απαρηγόρητες. Λέει πρώτη η Iταλίδα:
- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μα αν μου είχε πει πως ήθελε κάτι άλλο θα έβρισκα κάτι να του φτιάξω!Λέει η Γερμανίδα:
- Mα εγώ νόμιζα πως του άρεσαν τα λουκάνικα. Aν ήξερα... Λέει και η Πόντια:
- Mα κάθε μέρα μόνος του το έφτιαχνε το φαγητό!