Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
Λέει:
- Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
- Εντάξει .. Τέκνον μου... (Τί "τέκνον"; Τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση εκεί όπου κανείς με τα σωστά του δεν θέλει να πάει, αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
- Λοιπόν, παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χρονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι -πάνω στο πατάρι-, την τάιζα, την πότιζα, την έντυνα, αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα.
Και μετά το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ...
- Εντάξει εντάξει..., λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου! Και πείνας και στέρησης... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
- Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;
Τρεις μπογιατζήδες, ένας Αλβανός, ένας Έλληνας και ένας Γερμανός πέθαναν και πήγαν στον Παράδεισο. Στην πόρτα του Παραδείσου τους υποδέχτηκε ο Αγιος Πέτρος.
- Καλώς τους και πάνω που χρειαζόμουν κάποιον μπογιατζή για να βάψει την πόρτα του Παραδείσου. Κάντε τις προσφορές σας!
- Εγώ θέλω 600 ευρώ, 200 για μένα, 200 για υλικά και 200 για ένσημα και εφορία, λέει ο Αλβανός.
- Εγώ θέλω 900, 300 για μένα, 300 για υλικά και 300 για ένσημα και εφορία, λέει ο Γερμανός.
Ο Έλληνας παίρνει παράμερα τον Αγιο.
- Εγώ θέλω 3.000, λέει και ταυτόχρονα συγκρατεί τον Άγιο μην πέσει από το σοκ. 1000 θα πάρω εγώ, 1000 εσύ, 600 ο Αλβανός που θα κάνει την δουλειά και 400 ο Γερμανός για να κάνει πέρα.
Γιατί Γιωρίκα μου ;
Ο Χανς ( Γερμανός ) , ο Ρομπέρτο ( Ιταλός ) και ο Γιωρίκας εργάζονται σε μία οικοδομή . Την ώρα του διαλείμματος για φαγητό , παίρνουν τα καλαθάκια τους , κάθονται στην άκρη και ...
Λέει ο Χανς ανοίγοντας το δικό του " Όχι πάλι λουκάνικα βαρέθηκα . Αν και αύριο έχει λουκάνικα θα αυτοκτονήσω "
Ανοίγει ο Ρομπέρτο το δικό του και λέει " Όχι πάλι σπαγγέτι φτάνει . Αν και αύριο έχει σπαγγέτι θα αυτοκτονήσω "
Ανοίγει και ο Γιωρίκας το δικό του και βλέποντας το σάντουιτς που είχε μέσα λέει " Αύριο αν έχει πάλι σάντουιτς αυτοκτονώ "
Την άλλη μέρα την ώρα πάλι του διαλείμματος , ο Χανς ανοίγει το καλαθάκι του βλέπει μέσα τα λουκάνικα και πέφτει στο κενό από τον 13ο όροφο της οικοδομής . Ο Ρομπέρτο βλέποντας τη μακαρονάδα κάνει το ίδιο .
Ο Γιωρίκας ανοίγει το καλάθι , βλέπει το σάντουιτς κοντοστέκεται , αλλά τελικά πέφτει και αυτός .
Την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο την ώρα που γινόταν η κηδεία των τριών φίλων η γυναίκα του Χανς κλαίγοντας φώναζε :
" Γιατί Χανς μου το έκανες αυτό ; Δεν μου έλεγες ότι δεν θέλεις άλλα λουκάνικα να σου έφτιαχνα κάτι άλλο ; " .
Η γυναίκα του Ρομπέρτο μία απ τα ίδια
" Γιατί Ρομπέρτο μου δεν έλεγες ότι τέρμα τα μακαρόνια φτιάξε μου κάτι άλλο " .
Η γυναίκα του Γιωρίκα απαρηγόρητη φώναζε " Γιατί Γιωρίκα μου , γιατί κολώνα του σπιτιού μου , γιατί μου το κάνες αυτό Γιωρίκα μου , γιατί Γιωρίκα μου , ΜΟΝΟΣ σου τα έφτιαχνες τα σάντουιτς Γιωρίκα μου "
Tρεις φίλοι, ένας Γερμανός, ένας Iταλός και ένας Πόντιος, δουλεύουνε σε ένα εργοστάσιο.
Kάθε μεσημέρι στο διάλειμμα, ανοίγει καθένας το μπόγο του και τρώνε το φαγητό τους, το οποίο δυστυχώς, είναι κάθε μέρα το ίδιο! Mια μέρα, εξαντλημένοι από τη δουλειά, κάθονται να φάνε και λέει ο Γερμανός πριν να ανοίξει το μπόγο του:
- Έτσι και είναι πάλι λουκάνικα και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει! Aνοίγει τον μπόγο αργά, μέσα βρίσκει τι άλλο λουκάνικα, οπότε παίρνει φόρα και πηδάει από τον πέμπτο όροφο στο κενό! O Iταλός κοιτάζει πρώτα τον Γερμανό να πέφτει, κοιτάει ύστερα τον μπόγο του αποφασισμένος και λέει:
- Aν βρω πάλι μακαρόνια θα ακολουθήσω τον Γερμανό! Tον ανοίγει λοιπόν και φυσικά παίρνει και αυτός το δρόμο που χάραξε ο φίλος του!Tελευταίος ο Πόντιος, εύχεται κοιτάζοντας τον ουρανό να μη βρει πάλι ψωμί με τυρί, αλλά μέσα στον μπόγο βρίσκει πάλι ένα κομμάτι τυρί και μια μεγάλη φέτα ψωμί ξερό. H συνέχεια είναι αναμενόμενη... Tην επόμενη μέρα στην κηδεία οι τρεις χήρες κλαίνε απαρηγόρητες. Λέει πρώτη η Iταλίδα:
- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μα αν μου είχε πει πως ήθελε κάτι άλλο θα έβρισκα κάτι να του φτιάξω!Λέει η Γερμανίδα:
- Mα εγώ νόμιζα πως του άρεσαν τα λουκάνικα. Aν ήξερα... Λέει και η Πόντια:
- Mα κάθε μέρα μόνος του το έφτιαχνε το φαγητό!