Κλασσικά πέφτουν στη ζούγκλα (όχι του Μάκη) ο Γερμανός, ο Ιταλός, ο Ρώσος και η Ελληνάρα.
Τους πιάνουν οι Μάο Μάο και τους λένε ότι για να τους αφήσουν θα πρέπει να προφυλαχθούν με ότι βρουν μπροστά τους σε κάθε επίθεση που θα τους κάνουν. Αν σωθεί ένας κρατούμενος θα σωθούν και οι άλλοι. Πάει πρώτος ο Ιταλός. Ζητάει μια μεγάλη βάρκα αμπαρώνεται από κάτω και αρχίζουν οι Μάο να χτυπούν τη βάρκα, κλωτσιές, μπουνιές κλπ, σε μία ώρα τέζα ο Ιταλός. Σειρά του Γερμανού. Ζητάει ένα τεράστιο κορμό δέντρου. Mπαίνει μέσα τα ίδια οι Μάο. Χτυπούν τον κορμό, σπάει και βλέπει ο Γερμανός τα ραδίκια ανάποδα. Πάει και ο Ιβάν ο Ρώσος (δυο μέτρα γομάρι) και λέει:
- Εγώ θα πολεμήσω χωρίς καμιά προφύλαξη! Ξεκινούν οι Μάο αλλά μετά από ώρες σταματούν χωρίς να έχουν κάνει τίποτα στο Ρώσο. Έτσι διατάζει ο αρχηγός να αφεθούν ελεύθεροι οι όμηροι. Πετάγεται όμως η Ελληνάρα και κραυγάζει:
- Όχι όχι εγώ θέλω να σας αντιμετωπίσω. Οι Μάο τρελαίνονται. Τρελός είναι σου λέει. Ρε χρυσέ μου, ρε καλέ μου φύγε. Τίποτα ανένδοτος η Ελληνάρα. Με τα πολλά τον στήνουν απέναντι τους και του λένε:
- Και τώρα τι θα βάλεις για προφύλαξη;- Τον Ρώσο!

Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
Λέει:
- Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
- Εντάξει .. Τέκνον μου... (Τί "τέκνον"; Τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση εκεί όπου κανείς με τα σωστά του δεν θέλει να πάει, αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
- Λοιπόν, παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χρονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι -πάνω στο πατάρι-, την τάιζα, την πότιζα, την έντυνα, αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα.
Και μετά το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ...
- Εντάξει εντάξει..., λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου! Και πείνας και στέρησης... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
- Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;
Γιατί Γιωρίκα μου ;
Ο Χανς ( Γερμανός ) , ο Ρομπέρτο ( Ιταλός ) και ο Γιωρίκας εργάζονται σε μία οικοδομή . Την ώρα του διαλείμματος για φαγητό , παίρνουν τα καλαθάκια τους , κάθονται στην άκρη και ...
Λέει ο Χανς ανοίγοντας το δικό του " Όχι πάλι λουκάνικα βαρέθηκα . Αν και αύριο έχει λουκάνικα θα αυτοκτονήσω "
Ανοίγει ο Ρομπέρτο το δικό του και λέει " Όχι πάλι σπαγγέτι φτάνει . Αν και αύριο έχει σπαγγέτι θα αυτοκτονήσω "
Ανοίγει και ο Γιωρίκας το δικό του και βλέποντας το σάντουιτς που είχε μέσα λέει " Αύριο αν έχει πάλι σάντουιτς αυτοκτονώ "
Την άλλη μέρα την ώρα πάλι του διαλείμματος , ο Χανς ανοίγει το καλαθάκι του βλέπει μέσα τα λουκάνικα και πέφτει στο κενό από τον 13ο όροφο της οικοδομής . Ο Ρομπέρτο βλέποντας τη μακαρονάδα κάνει το ίδιο .
Ο Γιωρίκας ανοίγει το καλάθι , βλέπει το σάντουιτς κοντοστέκεται , αλλά τελικά πέφτει και αυτός .
Την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο την ώρα που γινόταν η κηδεία των τριών φίλων η γυναίκα του Χανς κλαίγοντας φώναζε :
" Γιατί Χανς μου το έκανες αυτό ; Δεν μου έλεγες ότι δεν θέλεις άλλα λουκάνικα να σου έφτιαχνα κάτι άλλο ; " .
Η γυναίκα του Ρομπέρτο μία απ τα ίδια
" Γιατί Ρομπέρτο μου δεν έλεγες ότι τέρμα τα μακαρόνια φτιάξε μου κάτι άλλο " .
Η γυναίκα του Γιωρίκα απαρηγόρητη φώναζε " Γιατί Γιωρίκα μου , γιατί κολώνα του σπιτιού μου , γιατί μου το κάνες αυτό Γιωρίκα μου , γιατί Γιωρίκα μου , ΜΟΝΟΣ σου τα έφτιαχνες τα σάντουιτς Γιωρίκα μου "

Tρεις φίλοι, ένας Γερμανός, ένας Iταλός και ένας Πόντιος, δουλεύουνε σε ένα εργοστάσιο.
Kάθε μεσημέρι στο διάλειμμα, ανοίγει καθένας το μπόγο του και τρώνε το φαγητό τους, το οποίο δυστυχώς, είναι κάθε μέρα το ίδιο! Mια μέρα, εξαντλημένοι από τη δουλειά, κάθονται να φάνε και λέει ο Γερμανός πριν να ανοίξει το μπόγο του:
- Έτσι και είναι πάλι λουκάνικα και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει! Aνοίγει τον μπόγο αργά, μέσα βρίσκει τι άλλο λουκάνικα, οπότε παίρνει φόρα και πηδάει από τον πέμπτο όροφο στο κενό! O Iταλός κοιτάζει πρώτα τον Γερμανό να πέφτει, κοιτάει ύστερα τον μπόγο του αποφασισμένος και λέει:
- Aν βρω πάλι μακαρόνια θα ακολουθήσω τον Γερμανό! Tον ανοίγει λοιπόν και φυσικά παίρνει και αυτός το δρόμο που χάραξε ο φίλος του!Tελευταίος ο Πόντιος, εύχεται κοιτάζοντας τον ουρανό να μη βρει πάλι ψωμί με τυρί, αλλά μέσα στον μπόγο βρίσκει πάλι ένα κομμάτι τυρί και μια μεγάλη φέτα ψωμί ξερό. H συνέχεια είναι αναμενόμενη... Tην επόμενη μέρα στην κηδεία οι τρεις χήρες κλαίνε απαρηγόρητες. Λέει πρώτη η Iταλίδα:
- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μα αν μου είχε πει πως ήθελε κάτι άλλο θα έβρισκα κάτι να του φτιάξω!Λέει η Γερμανίδα:
- Mα εγώ νόμιζα πως του άρεσαν τα λουκάνικα. Aν ήξερα... Λέει και η Πόντια:
- Mα κάθε μέρα μόνος του το έφτιαχνε το φαγητό!