Γερμανία, χειμώνας, πολύ χιόνι κι ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους, που αποφάσισαν να επισκεφθούν μετά από πολλά χρόνια, τούς τόπους όπου χιλιάδες συμπατριώτες τους, τον καιρό τού πολέμου, έχασαν την ζωή τους σε κάποιο από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Καθώς οδεύουν σ΄ένα από αυτά, το λεωφορείο μένει από πετρέλαιο. Τι να κάνουν, τι να κάνουν -ερημιά και το χιόνι πολύ-, αποφασίζει ο οδηγός τους που ήταν Γερμανός, να πάει να ζητήσει βοήθεια. Ξεκινάει λοιπόν να ψάχνει. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και αφού περιπλανήθηκε αρκετά φτάνει κατάκοπος σε μία καλύβα κάπου μέσα στο δάσος. Χτυπάει λοιπόν την πόρτα, τίποτα. Ξαναχτυπάει και μετά από ένα λεπτό του ανοίγει μία γριούλα.
- Τι θες παιδάκι μου εδώ με τέτοιο καιρό;
- Ρε γιαγιούλα, έχω ένα λεωφορείο γεμάτο Εβραίους και έμεινα από καύσιμα. Μήπως μπορείς να τους βολέψεις πουθενά;
- Αχ, παιδάκι μου, που να τους βολέψω; Ένα φουρνάκι τόσο δα έχω!

Σε ένα ιατρικό συνέδριο… “Ενας Ισραηλίτης γιατρός λέει:
- Η ιατρική στο Ισραήλ είναι τόσο προχωρημένη που εμείς βγάζουμε τους όρχεις από ένα άτομο, τους βάζουμε σε ένα άλλο και σε 6 εβδομάδες ψάχνει για δουλειά!
Ένας Γερμανός γιατρός λέει:
- Αυτό δεν είναι τίποτα. Στη Γερμανία βγάζουμε μέρος από τον εγκέφαλο ενός ατόμου, το βάζουμε σε ένα άλλο και σε 4 εβδομάδες ψάχνει για δουλειά!
Ένας Ρώσος γιατρός πηγαίνει στο βήμα και λέει:
- Ούτε αυτό είναι τίποτα. Στη Ρωσία η ιατρική είναι τόσο ανεπτυγμένη που βγάζουμε τη μισή καρδιά από ένα άτομο, τη βάζουμε σε ένα άλλο και σε 2 εβδομάδες και οι δύο ψάχνουν για δουλειά!
Ακούγοντας όλα αυτά ο Έλληνας γιατρός απαντάει:
- Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες! Είστε όλοι πολύ πίσω! Εμείς στην Ελλάδα πήραμε ένα άτομο χωρίς εγκέφαλο, χωρίς καρδιά και δίχως όρχεις, τον κάναμε πρωθυπουργό και τώρα… όλη η χώρα ψάχνει για δουλειά!
Πάει ένας Ιταλός σε ένα ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Ιταλός.
Το βράδυ κοιμάται ο Ιταλός, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Τρομοκρατημένος πέφτει από το παράθυρο!
Την επόμενη μέρα έρχεται ένας Γερμανός στο ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Γερμανός.
Το βράδυ κοιμάται ο Γερμανός, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Τρομοκρατημένος πέφτει και αυτός από το παράθυρο!
Την επόμενη μέρα έρχεται ένας Έλληνας στο ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Έλληνας.
Το βράδυ κοιμάται ο Έλληνας, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Σηκώνεται ο Έλληνας, και ψάχνει από πού έρχονταν οι φωνές.
Κοιτάει δεξιά, τίποτε...
Αριστερά, τίποτε...
Ανοίγει την ντουλάπα, και βλέπει μία μαϊμού να κρατάει μία μπανάνα και να της λέει:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Στο ίδιο κουπέ ενός τρένου βρίσκονταν ένας Έλληνας και ένας Γερμανός.
Απέναντι τους κάθονταν μια γριά 80 χρόνων και μια γκομενάρα 20. Την λιγουρεύονταν ο Έλληνας με τον Γερμανό αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γιατί ήταν η γριά μπροστά. Κάποια στιγμή το τρένο περνάει μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ και ξαφνικά ΣΠΛΑΑΑΤΣ! Ακούγεται μια σφαλιάρα που έπεσε. Σκέφτεται ο Έλληνας:
- "Ατιμος ο Γερμανός πήγε να βάλει χέρι στην κοπέλα και αυτή τον χαστούκισε."
Σκέφτεται ο Γερμανός:
- "Εγώ την σφαλιάρα κατά λάθος."
Σκέφτεται η κοπέλα:
- "Αυτοί οι δυο μαλάκες πήγαν να μου βάλουν χέρι αλλά κατά λάθος το έβαλαν στη γριά."
Σκέφτεται η γριά:
- "Κουφάλα Γερμανέ απ την Κατοχή στη χρωστούσα!"
Ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας: παίρνουν την θαρραλέα απόφαση να ζητήσουν σε γάμο (με την ανάλογη προίκα Φυσικά) την κόρη του βασιλιά.
Ο βασιλιάς όμως, δεν θέλει να τη δώσει απλώς, αλλά τους ζητά να περάσουν από μια δοκιμασία.
- «Από την κορυφή του πύργου θα πετάξετε αυτό το ρολόι. Όποιος προλάβει και το πιάσει πριν ακουμπήσει κάτω στο χώμα θα πάρει τη κόρη μου αλλιώς... χλαπ!».
Δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω, τέλος πάντων, ο Γερμανός πετά το ρολόι, τρέχει, τρέχει,
Κατεβαίνει σκαλοπάτια (ψηλός ο άτιμος ο πύργος), φτάνει κάτω, τον περιμένουν οι φρουροί και το ρολόι χάμω, χλαπ! Ο Ιταλός, πετά το ρολόι πολύ ψηλά, τρέχει, τρέχει, τρέχει, φτάνει κάτω, το ρολόι έχει φτάσει προ πολλού, χλαπ! Ο
Έλληνας,
Παίρνει το ρολόι, το σκαλίζει, το ρίχνει από το πύργο, κατεβαίνει άνετος, πιάνει το ρολόι, και ξανανεβαίνει στην κορυφή. «Μπράβο μπράβο!», λέει ο βασιλιάς.
- «Μα, πώς τα κατάφερες;»
- «Απλό. Το έβαλα 10 λεπτά πίσω»

Είχαν μια φορά συμβούλιο οι Γερμανοί, αγανακτισμένοι με τους Πόντιους. Λέει ο Γερμανός διευθυντής:
- Κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί αυτοί οι Πόντιοι έχουν ξεπεράσει τους πάντες σε βλακεία. Είναι πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πρέπει λοιπόν να βρούμε κάτι το οποίο να είναι τόσο μεγάλη βλακεία ώστε οι Πόντιοι να μην μπορέσουν να μας φτάσουν.
Συμφώνησαν και άρχιζαν όλοι να κατεβάζουν ιδέες. Ο διευθυντής τους άκουγε αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος. Ώσπου σε μια στιγμή κάποιος λέει το πιο βλακώδες:
- Το βρήκα! να φτιάξουμε μια γέφυρα πάνω από την έρημο Σαχάρα, λέει.
Κατενθουσιασμένοι όλοι άρχισαν να χειροκροτάνε. Και αφού ο διευθυντής συμφώνησε, άρχισαν οι εργασίες. Μετά από 3 χρόνια που τελείωσε η γέφυρα έγραφαν οι εφημερίδες όλου του κόσμου:
Τεράστια η βλακεία των Γερμανών! Έφτιαξαν μια γέφυρα πάνω από την έρημο Σαχάρα. Ακόμα μεγαλύτερη όμως η βλακεία των Ποντίων.
Βρέθηκε Πόντιος να ψαρεύει πάνω από τη γέφυρα..!
Ηταν ένα Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας πόντιος και έκαναν αγώνες τοξοβολίας. Βάζουν σε κάποια απόσταση έναν άνθρωπο με ένα μήλο στο κεφάλι.
Πάει πρώτα ο Γερμανός από κάποια απόσταση, σημαδεύει και πετυχένει το μήλο. Ανεβαίνει στο βάθρο και λέει:
- Άι εμ Ρομπιν Χουντ!
Πάει ο Ιταλός από πιο μακριά σημαδεύει και πετυχαίνει το μήλο. Ανεβαίνει και αυτός στο βάθρο και λέει:
- Άι εμ Γουλιέλμος, τέλος!
Πάει και ο πόντιος από πιο μακριά σημαδεύει και πετυχένει τον άνθρωπο. Ανεβαίνει και αυτός στο βάθρο και λέει:
- Άι εμ... Σόρι..!
Σε μία στρατιωτική άσκηση υπήρχαν ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά στρατεύματα.
Εκεί που περπατούσαν λέει ο Αγγλος σε έναν Αγγλο στρατιώτη:
- Στρατιώτης!
- Μάλιστα στρατηγέ μου!
- Πήγαινε φέρτο! Και λέγοντας αυτό πετά ένα μαχαίρι μέσα στην θάλασσα!
Τρέχει ο στρατιώτης, και σε χρόνο μηδέν κάνει βουτιά, βγάζει το μαχαίρι και το πηγαίνει στον στρατηγό του.
- Βλέπετε; Αυτό είναι μαγκιά! λέει ο Αγγλος στρατηγός.
Μετά από λίγο, λέει ο Γερμανός στρατηγός σε έναν Γερμανό φαντάρο:
- Στρατιώτης!
- Μάλιστα στρατηγέ μου!
- Πήγαινε και φέρτο με κλειστά μάτια! Και πετά και αυτός ένα μαχαίρι μέσα στην θάλασσα.
Τρέχει ο στρατιώτης, και σε χρόνο μηδέν κάνει βουτιά, πιάνει με το στόμα το μαχαίρι και το πηγαίνει στον στρατηγό του.
- Βλέπετε; Αυτό είναι μαγκιά! λέει ο Γερμανός στρατηγός.
Μετά από λίγο, λέει ο Έλληνας στρατηγός σε έναν Έλληνα φαντάρο:
- Στρατιώτης!
- Μάλιστα στρατηγέ μου!
- Πήγαινε φέρε το μαχαίρι! Πετά κι αυτός το μαχαίρι μέσα στην θάλασσα.
Έλληνας στρατιώτης:
- Πήγαινε φέρτο εσύ μαλάκα!
Έλληνας στρατηγός:
- Βλέπετε; Αυτό είναι μαγκιά!
Ήταν μια φορά σε ένα αεροπλάνο ένας Γερμανός, ένας τούρκος και ένας Έλληνας. Πετάει το αεροπλάνο πάνω από την Γερμανία και ο Γερμανός πετάει ένα γερμανικό πιστόλι και λέει:
Γερμανός: αυτό το πιστόλι είναι για την πατρίδα!
Συνεχίζει το αεροπλάνο και πετάει πάνω από την Τουρκία και ο τούρκος πετάει ένα γιαταγάνι και λέει:
Τούρκος: αυτό το γιαταγάνι είναι για την παρτίδα!
Συνεχίζει το αεροπλάνο και πετάει πάνω από την Ελλάδα και ο Έλληνας πετάει μια χειροβομβίδα!
Την επόμενη μέρα πάει ο Γερμανός σπίτι του και βλέπει τον παππού του να κλαίει.
- Γερμανός: γιατί κλαις παππού;
- Παππούς: άσε εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά με την γιαγιά σου έρχεται από τον ουρανό ένα πιστόλι και πέφτει στο κεφάλι της γιαγιάς . Πάει η γιαγιά!
Πάει ο Τούρκος στο σπίτι του και βλέπει τον παππού του να κλαίει.
- Τούρκος: γιατί κλαις παππού;
- Παππούς: άσε εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά με την γιαγιά σου έρχεται από τον ουρανό ένα γιαταγάνι και πέφτει στο κεφάλι της γιαγιάς. Πάει η γιαγιά!
Πάει ο Έλληνας σπίτι και βλέπει τον παππού του να γελάει! Τον ρωτάει λοιπόν.
- Έλληνας :γιατί γελάς παππού;
- Παππούς: άσε εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά έκλασα και έπεσε η μάντρα!