Ήταν μια γριά που ήθελε να πάρει το παπαγάλο της στην εκκλησία. Έτσι την Κυριακή πήγε στην εκκλησία, αλλά ξέχασε τον παπαγάλο στο σπίτι. Βγαίνει έξω απ την εκκλησία και φωνάζει έναν τάξιτζη και του λέει:
- Θα πας στην οδό ... Και θα πάρεις έναν παπαγάλο που βρίσκεται στην αυλή, του έδωσε τα κλειδιά και του είπε να μην βρίζει.
Πάει ο τάξιτζης παίρνει τον παπαγάλο και φεύγει. Στο δρόμο είχε κίνηση και λέει:
- Κάντε ρε μά***** στην πάντα να περάσω![ο παπαγάλος το ακούει και το μαθαίνει]
Πιο πέρα μια γριά έριχνε κάτω νερά, της λέει:
- Τι ρίχνεις νερά μωρή παλιόγρια![...]
Πιο κάτω βλέπει ένα γάιδαρο στη μέση του δρόμου και λέει:
- Δώστου μια κλωτσιά να δεις πως θα σηκωθεί!
Πάει και ο παπαγάλος στην εκκλησία και βλέπει πολύ κόσμο και λέει:
- Κάντε στην άκρη ρε ...
Λιβανίζει ο παπάς τον παπαγάλο και του λέει:
- Τι ρίχνεις νερά μ...
Στο τέλος ο παπάς από τις πολλές αισχρολογίες λιποθυμάει και ο παπαγάλος λέει:
- Δώστου μια κλωτσιά να δεις πως θα σηκωθεί!
Πάνε 3 φίλοι σε μια φάρμα να πιάσουνε δουλειά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον πρώτο το αφεντικό.
- Εγώ, αφεντικό, βλέπω καλά. Όταν λέω καλά, εννοώ πολύ καλά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ ακούω καλά, πολύ καλά, όχι αστεία τώρα.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον τρίτο.
- Εγώ βλαστημάω πολύ, δεν το πιάνει το μυαλό σου δηλαδή, άλλο πράμα, πάρα πολύ!
- Εσείς οι δυο μου κάνετε, λέει τo αφεντικό στους δυο πρώτους. Προσλαμβάνεστε. Εσένα δε σε θέλω, λέει στον τρίτο.
- Δεν γίνεται, του λένε κι οι τρεις με ένα στόμα. Εμείς πάμε πακέτο. Ή όλους, ή κανέναν.
Τι να κάνει τ αφεντικό τους προσέλαβε και τους τρεις.
- Για πάμε έξω, τους λέει, να μου δείξετε τις ικανότητές σας. Πώς με τέτοιες ικανότητες και δεν έχετε δουλειά;
Βγαίνουν έξω και λέει ο πρώτος:
- Αφεντικό, εκεί στην απέναντι πλαγιά, τον βλέπεις αυτόν που αρμέγει τη γελάδα;
- Τι να σου πω τώρα; λέει το αφεντικό. Σαν κάτι να βλέπω.
- Ε, αφεντικό, ετούτη τη στιγμή έφυγε μια τρίχα από την ουρά της γελάδας κι έπεσε μέσα στην καρδάρα με το γάλα.
- Τι είπες, ρε παιδί; Βλέπεις τόσο καλά μέχρι εκεί κάτω;
- Ναι, αφεντικό, λέει ο δεύτερος. Εγώ την άκουσα που έπεσε μέσα στο γάλα. Έκανε «πλιτς».
- Σώπα, ρε παιδί, έμεινε άφωνος ο αφεντικός. Ακούς τέτοια πράματα;
- Τώρα τι να σου πω αφεντικό; λέει ο τρίτος. Κάτι τέτοιες μαλακίες ακούω εγώ, αρχίζω τις βρισιές και μετά μας διώχνουνε!
Ένας λύκος με μακριά μαλλιά μπαίνει σ ένα μπαρ και ζητάει ένα ούζο. Με το Που τον βλέπει ο μπαρίστας αρχίζει και σκούζει "ααααααααααααα ένας λύκος με Μακριά μαλλιά που ζητάει ούζο", βγάζει ένα χοντρό μπαστούνι και τον κάνει Μαύρο στο ξύλο. "Θα μισεί τους λύκους" σκέφτηκε ο λύκος κι αποφασίζει να Μεταμφιεστεί σε λυκόσκυλο και να πάει σ ένα άλλο μπαρ. "Όλοι αγαπούν τα Λυκόσκυλα" σκέφτηκε. Μεταμφιέζεται, μπαίνει στο μπαρ και λέει "ένα ούζο Παρακαλώ". Με το που τον βλέπει ο μπαρίστας φωνάζει "ααααααααααααα ένας Σκύλος με μακριά μαλλιά που ζητάει ούζο", βγάζει ένα χοντρό μπαστούνι και Τον κάνει μαύρο στο ξύλο. "Θα μισεί τους σκύλους" σκέφτηκε ο λύκος κι Αποφασίζει να μεταμφιεστεί σε πρόβατο και να πάει σ ένα άλλο μπαρ. "Όλοι Αγαπούν τα πρόβατα" σκέφτηκε. Μεταμφιέζεται, λοιπόν, μπαίνει στο μπαρ και Λέει "ένα ούζο παρακαλώ". Με το που τον βλέπει ο μπαρίστας φωνάζει "Ααααααααααααα ένα πρόβατο με μακριά μαλλιά που ζητάει ούζο", βγάζει ένα Χοντρό μπαστούνι και τον κάνει μαύρο στο ξύλο.
Απελπισμένος ο λύκος μπαίνει σ ένα άλλο μπαρ, πιάνει τον μπαρίστα από το Λαιμό και του λέει "θέλω να μου εξηγήσεις γιατί όλοι εσείς οι μπαρίστες με Χτυπάτε χωρίς οίκτο με το που θα με δείτε να μπαίνω στο μπαρ σας."
"Ηρέμησε Φίλε μου, δεν είμαστε όλοι οι μπαρίστες ίδιοι. Εγώ τους αγαπάω τους λύκος με Μακριά μαλλιά, πες μου τι θες να σε κεράσω".
"Συγγνώμη για τη σκηνή αλλά Σήμερα πέρασα μια πολύ άσχημη μέρα. Θα ήθελα να πιω ένα ούζο".
"Αααααααααααααααα ένας λύκος με μακριά μαλλιά που θέλει να πιει ούζο" και Βγάζει ένα χοντρό μπαστούνι και τον κάνει τόπι στο ξύλο.
Ηθικό δίδαγμα:
- Μπορείς να είσαι λύκος.
- Να έχεις μακριά μαλλιά.
- Αλλά ρε πούστη να θες να πιεις και ούζο παραπάει.

Κάποιος αγόρασε ένα παπαγάλο για το σπίτι.
Τόνε πήρε στο σπίτι και άρχισε να τόνε μαθαίνει μερικές κουβέντες, ο παπαγάλος όμως αντί για τις κουβέντες έβριζε.
Του εξήγησε ότι θα είναι καλύτερα να λέει τις κουβέντες που του μάθαινε αλλιώς θα ύπαρξη τιμωρία. Μια δυο τρεις και τέταρτο τον πιάνει τον παπαγάλο και τον βάζει στο ψυγείο, στην κατάψυξη.
Ο παπαγάλος βλέποντας το κοτόπουλο και μια πάπια χωρίς πούπουλα έγινε ανησυχητικά ήσυχος δεν Περνάνε δέκα λεπτά και ζήτησε να τον βγάλει έξω .
Ανοίγει τον καταψύκτη να δει τι γίνετε εκεί μέσα, πιάνει τον παπαγάλο τον
Βγάζει έξω.
Και ο παπαγάλος τρέμοντας λέει:
- « συγνώμη δεν θα το ξανακάνω, σου υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναβρίσω ποτέ αλλά πέστε μου τι έκανε το κοτόπουλο με την πάπια και είναι ακόμη εκεί μέσα ;»
Ήταν κάποτε δύο ερωτευμένα άλογα. Η σχέση τους ή ταν ιδιαίτερα δυνατή.
Κάποια μέρα, το αρσενικό άλογο φεύγει και πηγαίνει στην πόλη για να αναβαθμίσει τον υπολογιστή του. Μόλις φεύγει, ο καλύτερος του φίλος (επίσης άλογο), βρίσκει την ευκαιρία να την "πέσει" στην κοπελιά του. Οπότε την πλησιάζει και της λέει.
- Έλα μανάρα μου να φύγουμε μαζί και να παντρευτούμε.
Εκείνη απαντάει...
- Α πα πα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι ερωτευμένη με το "αγόρι" μου.
- Μα τι πράγματα είναι αυτά που μου λες. Ξέρεις ότι με τρελαίνεις. Aστο τον άλλο και πάμε να φύγουμε μαζί.
- Ξέρεις ότι σε εκτιμάω ιδιαίτερα, αλλά δεν μπορώ να του το κάνω αυτό.
- Σε παρακαλώ, είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Χέστον τον άλλο και παντρέψου με...
- Ότι και να πεις δεν μπορώ να υποκύψω.. τον αγαπάω..
- Μα έλα..
- Μα δεν μπορώ..
- Αν δεν με παντρευτείς, θα πέσω από το γκρεμό να σκοτωθώ.
- Σου είπα ότι δεν γίνεται!
- Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;
- Ναι!
- Εντάξει τότε.. θα με έχεις βάρος για πάντα στη συνείδησή σου..
... Και λέγοντας αυτά, παίρνει φόρα και πηδάει από το γκρεμό. Το θηλυκό άλογο πετιέται τρομαγμένο! Κοιτάει από κάτω και βλέπει τον καλύτερο φίλο του αρσενικού διαμελισμένο. Αρχίζει και τρέμει ενώ συλλογίζεται...
- Τι έκανα η κακούργα; Με την άρνησή μου, οδήγησα ένα αθώο άλογο στο θάνατο. Δεν μπορώ να ζήσω με τέτοιες τύψεις, τέτοιο βάρος στη συνείδησή μου. Θα αυτοκτονήσω.
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, το θηλυκό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό με τη σειρά του από το γκρεμό.
Μετά από δύο λεπτά, το αρσενικό άλογο επιστρέφει από την πόλη, αφού έχει θυμηθεί στο δρόμο ότι είναι Κυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά. Φωνάζει την κοπελιά του αλλά δεν λαμβάνει απάντηση. Φωνάζει τον φίλο του.. αλλά ούτε πάλι λαμβάνει απάντηση. Αρχίζει να τους ψάχνει, αλλά μάταια.. δεν είναι πουθενά. Στεναχωρημένο νομίζοντας ότι το εγκατέλειψαν, πάει πάνω από το γκρεμό και αγναντεύει το άπειρο μοιρολογώντας. Σε κάποια στιγμή, κοιτάει κάτω και βλέπει τα δύο άλογα που είχαν γίνει πλέον μία μάζα από κρέατα. Σπαράζει η καρδιά του και μονολογεί δυνατά...
- Ω, τι έπαθα ο άμοιρος. Η γυναίκα της ζωής μου.. νεκρή... ο καλύτερος μου φίλος.. και αυτός νεκρός. Τι θα απογίνω ολομόναχος σε αυτή τη ζωή; Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.. θα αυτοκτονήσω...
Πραγματικά, το αρσενικό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό από το γκρεμό. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μία φωνή απο κάτω από τον γκρεμό...
- Ρεεεεεε... ποιος μαλ**** πετάει άλογα;