Πάει ένας Ιταλός σε ένα ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Ιταλός.
Το βράδυ κοιμάται ο Ιταλός, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Τρομοκρατημένος πέφτει από το παράθυρο!
Την επόμενη μέρα έρχεται ένας Γερμανός στο ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Γερμανός.
Το βράδυ κοιμάται ο Γερμανός, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Τρομοκρατημένος πέφτει και αυτός από το παράθυρο!
Την επόμενη μέρα έρχεται ένας Έλληνας στο ξενοδοχείο.
- Ένα δωμάτιο θα ήθελα.
- Ευχαρίστως, λέει ο ξενοδόχος, αλλά το βράδυ μπορεί να ακούσετε φωνές...
- Δεν με τρομάζουν εμένα αυτά, λέει ο Έλληνας.
Το βράδυ κοιμάται ο Έλληνας, και ξυπνάει από κάτι απειλητικές φωνές:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Σηκώνεται ο Έλληνας, και ψάχνει από πού έρχονταν οι φωνές.
Κοιτάει δεξιά, τίποτε...
Αριστερά, τίποτε...
Ανοίγει την ντουλάπα, και βλέπει μία μαϊμού να κρατάει μία μπανάνα και να της λέει:
- Θα σε φάω! Θα σε φάω! Θα σε φάω!
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας ήταν κολλητοί από μικροί, και όπου πήγαιναν, πήγαιναν μαζί.
Ήρθε η στιγμή και ο Γιωρίκας παντρεύεται!
Έγινε ο γάμος και ήταν να πάει το αντρόγυνο ταξίδι του μέλιτος. Και επειδή ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας δεν μπορούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο, αποφάσισαν να πάνε και οι τρεις μαζί στο ταξίδι.
Φτάνουν στο ξενοδοχείο και ζητούν ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και ένα μονόκλινο.
Αλλά ο ξενοδόχος τους λέει ότι έχει μόνο ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και δεν υπάρχουν άλλα άδεια δωμάτια.
Αναγκάζονται λοιπόν να πάρουν αυτό το δωμάτιο και να κοιμηθούν όλοι μαζί. Πέφτουν να κοιμηθούν, και ο ο Κωστίκας νιώθει ένα χέρι στο πουλί του.
Το πρωί, με τύψεις γιατί θα χαλάσει τον γάμο του φίλου του, αποφασίζει να το πει στον Γιωρίκα:
- Ρε Γιωρίκα, συγνώμη που θα στο πω, αλλά το βράδυ που κοιμόμασταν η γυναίκα σου μου έπιανε το πουλί.
Και λέει ο Γιωρίκας:
- Ρε χαζέ, εγώ σου έπιανα το πουλί, γιατί ήθελα να ξέρω που ακριβώς βρίσκεται!
Ήταν μια φορά ενας βλάχος και πήγε να μείνει σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας. Λέει στη ρεσεψιόν, λοιπόν,να του δώσει ένα δωμάτιο και του λέει αυτή:
- Μήπως θα θέλατε και καμμιά κοπελίτσα για παρέα το βράδυ;
- Αμέ, γιατί όχι!
Γίνεται ότι γινεται, λοιπόν, την επόμενη μέρα πάει ο βλάχος να πληρώσει.
- Δε χρωστάτε τίποτα, λέει η ρεσεψιόν και του δίνει και 200 Ευρώ!
Πάει ο βλάχος όλο χαρά στο κατσικοχώρι του και λέει ότι έγινε στους συγχωριανούς του.
Αρχίζουν λοιπόν να πηγαίνουν ένας-ένας στο περιβόητο ξενοδοχείο και είχαν όλοι την ίδια εμπειρία.
Κάποια στιγμή τους πήρε πρέφα ο παπάς του χωριού και πήγε ο ίδιος στο ξενοδοχείο της Αθήνας να τσεκάρει.
Πάει στη ρεσεψιόν και της ζητάει δωμάτιο.
Αυτή, κλασσικά, του λέει:
- Μήπως θα θέλατε και καμμιά κοπελίτσα για παρέα το βράδυ;
- Αυτά είναι πράγματα του Σατανά, τέκνον μου, λέει ο παπάς,αλλά μιας και το ανέφερες...
Πάει ο παππάς στο δωμάτιο με την γκόμενα, την ξεσκίζει και την επόμενη μέρα πάει για να πληρώσει.
Η ρεσεψιόν του είπε οτι δε χρωστάει τίποτα και του δίνει 3000 Ευρώ.
Ο παπάς τα έχει χάσει και τη ρωτάει:
- Μα τέκνον μου, γιατί στους υπόλοιπους συγχωριανούς μου έδωσες 200 και σε μένα 3000 Ευρώ;
Και η ρεσεψιόν του λέει:
- Κοιτάξτε, τσόντα με παπά πρώτη φορα γυρίζουμε!
Ένα ζευγάρι Αγγλων αριστοκρατών, κάνει διακοπές στην Αυστραλία. Μένουν σε κυριλέ ξενοδοχείο και χρησιμοποιούν λιμουζίνα για τις βόλτες τους. Οδηγώντας στην εξοχή, ο κύριος ακούει τη γυναίκα του να λέει σοκαρισμένη:
- Αγάπη μου, τι κάνει αυτός ο τύπος στο καγκουρό;
- Oh dear, μην κοιτάς, είναι αηδιαστικό!
Πιο κάτω τα ίδια.
- Κοίτα, κοίτα και ένας άλλος κάνει τα ίδια σε ένα φτωχό καγκουρό!
- Ω, δεν αντέχω άλλο! Μόλις γυρίσουμε χρυσή μου, θα παραπονεθώ δεόντως!
Φτάνουν στο ξενοδοχείο και ανεβαίνοντας τις σκάλες, βλέπουν έναν τύπο με ξύλινο πόδι, να «παίζει» με τον εαυτό του! Μπαίνουν μέσα σε έξαλλη κατάσταση και αρπάζουν τον ρεσεψιονίστ από τον γιακά!
- Τι αίσχος είναι αυτό! Υποτίθεται πως ήρθαμε σε μια πολιτισμένη χώρα και πως μένουμε σε ξενοδοχείο 5 αστέρων! Και τι βρίσκουμε; Κάτι τύπους να
Πηδ*** καγκουρό στο δρόμο κι έναν τύπο με ένα πόδι, ένα ξύλινο πόδι να αυνανίζεται στις σκάλες του ξενοδοχείου σας. Τι έχετε να πείτε γι αυτό;
- Τι να πω; Περιμένατε, κουτσός άνθρωπος, να πιάσει καγκουρό;
Ήταν ο Κώστας και ο Γιώργος, δύο φίλοι από παλιά. Τώρα πια, σπούδαζαν, και δυστυχώς, ο Γιώργος, θα πήγαινε να σπουδάσει στη Ρωσία. Ο Κώστας τη μέρα πριν φύγει του είπε:
Ήταν ο Κώστας και ο Γιώργος, δύο φίλοι από παλιά. Τώρα πια, σπούδαζαν, και δυστυχώς, ο Γιώργος, θα πήγαινε να σπουδάσει στη Ρωσία. Ο Κώστας τη μέρα πριν φύγει του είπε:
- Τώρα που το λες, θα το σκεφτώ και μπορεί να έρθω κι εγώ.
- Έλα τότε.
- Α, δεν μπορώ τώρα, έχω μερικές δουλειές να κανονίσω. Μια που θα πας εκεί, όταν μπορέσεις, γράψε μου ένα γράμμα για το πως είναι τα πράγματα εκεί.
Γράψε μου με κόκκινο στυλό αν όλα τα πράγματα είναι καλά και ωραία εκεί, και με μπλε αν είναι χάλια μέρος για να ζήσει κανείς.
Έτσι λοιπόν, ο Κώστας, μετά από τρεις μήνες, λαμβάνει ένα γράμμα από το φίλο του το Γιώργο.
Αγαπητέ Κώστα,
Τα πράγματα εδώ πέρα είναι τέλεια. Οι δρόμοι είναι πεντακάθαροι, η αστυνομία πολύ οργανωμένη, οι μισθοί είναι υψηλοί, τα ξενοδοχεία φτηνά, ο κόσμος φιλικός... Το μόνο εκνευριστικό πράγμα εδώ πέρα είναι ότι δεν μπορείς να βρεις πουθενά μπλε μελάνι.
Ένα ζευγάρι βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο στο μήνα του μέλιτος. Στο διπλανό δωμάτιο μένει ένα ζευγάρι νάνων.
Το πρώτο βράδυ πάει ο άντρας στη γυναίκα του και της λέει:
- Γυναικούλα μου, θα κάνουμε κάτι σήμερα το βράδυ;
- Α, δεν μπορώ σήμερα είμαι κουρασμένη, απαντά εκείνη.
- Ει ωπ..., ει ωπ..., ακούγονται όλο το βράδυ από δίπλα οι νάνοι.
Τρελάθηκε εκείνος αλλά τι να κάνει... Την άλλη μέρα την ξαναρωτάει:
- Γυναικούλα μου, είσαι για τρελίτσες;
- Α, δεν γίνεται σήμερα είμαι κουρασμένη. Αστο για αύριο..., ξαναλέει εκείνη.
- Εϊ ωπ, εϊ ωπ..., ξανάκαναν από δίπλα οι νάνοι.
Τα παίρνει στο κρανίο πάει στο μπαρ και αρχίζει να πίνει. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο νάνος. Γνωρίζονται και σε μια φάση του λέει:
- Εμένα η γυναίκα μου δεν θέλει με τίποτε να κάνουμε έρωτα. Αλλά από αυτά που ακούω εσείς καλά περνάτε!
- Τι καλά μωρέ, που κάθε μέρα προσπαθούμε να ανέβουμε το κρεβάτι, του απαντά ο νάνος.
Ένας τσοπάνης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα να δει πως είναι επιτέλους η μεγαλούπολη. Πάει σε ένα ξενοδοχείο και νοικιάζει ένα δωμάτιο. Το βράδυ που κοιμόταν, ξαφνικά εμφανίζονται δυο γκόμενες από το σκοτάδι και αρχίζουν να τον χαϊδολογούν, χωρίς να έχει άλλη επιλογή ο τσοπάνης, τι να κάνει, τις πηδάει.
Την άλλη μέρα πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για το δωμάτιο.
- "Τι χρωστάω;" λέει ο Βλάχος.
- "Χρωστάς;", λέει ο υπάλληλος, "πάρε και 30 χιλιάρικα!". Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης πηγαίνει στο χωριό για να πει τι του έτυχε στην πρωτεύουσα. Πηγαίνει στο καφενείο και λέει με υπερηφάνεια τι του είχε συμβεί, όμως κανείς δεν τον πίστευε. Λέει ο Βλάχος αφού δε με πιστεύετε στείλτε το δήμαρχο στην Αθήνα στο ίδιο ξενοδοχείο να διαπιστώσει αν είναι αλήθεια τα λεγόμενα μου.
Πράγματι πάει ο Δήμαρχος στο ίδιο μέρος. Το βράδυ που κοιμόταν πετάγονται μέσα απο το σκοτάδι δύο γκομενάρες και τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο άμοιρος (αν και παντρεμένος) τις πηδάει. Πάει να πληρώσει την άλλη μέρα:
Δήμαρχος:
"Τι χρωστάω;"
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 30 χιλιάρικα".
Ενθουσιασμένος ο δήμαρχος πάει και λέει τα νέα στο καφενείο του χωριού, μα και πάλι κανείς δεν τον πίστευε. Αγανακτισμένος ο δήμαρχος λέει:
- "Αφού δε με πιστεύετε στείλτε τον παπά του χωριού".
Με τα χίλια ζόρια τον ψήνουν τον παπά και πάει (σίγουρος για το αντίθετο απο τα λεγόμενα) πάει στο ίδιο ξενοδοχείο. Το βράδυ που κοιμάται πετάγονται δύο γυναικάρες τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο παπάς υποκύπτει ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα πάει να πληρώσει:
Παπάς:
"Τι χρωστάω τέκνον μου;
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 100 χιλιάρικα."
Παπάς:
"Μα γιατί τέκνον μου εμένα μου έδωσες 100 χιλιάρικα και στους άλλους δύο που ήρθαν 30;"
Και απαντάει ο υπάλληλος:
- "Τι να κάνουμε πάτερ, πρώτη φορά γυρνάμε τσόντα με παπά".