Ανέκδοτα για αυτοκίνητα και οδηγούς

Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά:
- Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ ... . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω.
- Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι;
- Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω;
- Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς "μπεε..." και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;
- Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης.
Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο:
- Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, απαντά αυτός.
- Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε;
- Μπεε, απαντά και πάλι αυτός.
- Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, λέει πάλι αυτός.
Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:
- Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!
Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά:
- Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι.
Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος:
- Μπέε!

Πάει ένας Πόντιος να αγοράσει ένα αυτοκίνητο.
Βλέπει ένα που του αρέσει.
- Πόσο κάνει; ρωτάει.
- Πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ!
- Μα αυτό είναι πάρα πολύ ακριβό!
- Αυτό γινεται, του λέει ο πωλητής, επειδή είναι ένα εκπληκτικό μοντέλο. Μπείτε μέσα να κάνουμε ένα test-drive.
Μπαίνει μέσα ο Πόντιος, αρχίζει να οδηγεί ο πωλητής και λέει:
- Λοιπόν σας είπα ότι αυτό το αυτοκίνητο είναι καταπληκτικό. Το μεγαλύτερο προσόν του είναι ότι μπορεί να περνάει μέσα από τοίχους. Όμως, για να γίνει αυτό πρέπει να έχετε κλειστά τα μάτια.
Ο Πόντιος εντυπωσιάζεται από αυτό.
- Σοβαρά περνάει μέσα από τοίχους;
- Και βέβαια, λέει ο πωλητής. Να, κλείστε τα μάτια σας, και θα περάσουμε μέσα από τον τοίχο που βλέπετε.
Κλείνει τα μάτια ο Πόντιος, και ο πωλητής κάνει στροφή και αποφεύγουν τον τοίχο.
Πείθεται ο Πόντιος και εντυπωσιασμένος, πληρώνει όσο-όσο για το αυτοκίνητο και φεύγει χαρούμενος.
Πάει στο σπίτι, και λέει στην οικογένειά του:
- Αγόρασα ένα καταπληκτικό αυτοκίνητο, που αν οι επιβάτες έχουν κλειστά τα μάτια περνάει και μέσα από τοίχους. Ελάτε να το δοκιμάσουμε.
Μπαίνουν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο, ξεκινάνε, πλησιάζουν έναν τοίχο...
- Τώρα! λέει ο Πόντιος. Κλείστε όλοι τα μάτια!
Παίρνει φόρα και ρίχνει το αυτοκίνητο στον τοίχο!
Το αυτοκίνητο στραπατσάρεται, και γυρνά ο Πόντιος και λέει:
- Αν πιάσω στα χέρια μου αυτόν που δεν έκλεισε τα μάτια του...
Σταματάει ο τροχονόμος έναν, επειδή δεν φόραγε ζώνη.
Κατεβάζει ο οδηγός το τζάμι, και του λέει ο τροχονόμος:
- Πρόστιμο. Δεν φοράς ζώνη.
- Τι λες ρε; Με 200 έτρεχα! Που να φανταστώ ότι θα με προφτάσει τροχονόμος να μου δώσει πρόστιμο!
Παρεμβαίνει η γυναίκα του:
- Μην τον ακούτε, κύριε τροχονόμε. Έχει πιει τρία κιλά κρασί! Ταπί έχει γίνει. Ότι θέλει λέει!
Λέει το παιδί από το πίσω κάθισμα:
- Ρε φίλε, δεν γράφεις ότι πρόστιμο γουστάρεις; Κλεμμένο είναι το αμαξάκι...
Και μία φωνή από το πορτμπαγκάζ:
- Τι έγινε ρε παιδιά; Περάσαμε τα σύνορα;
Ένας πελάτης μπαίνει σε ένα μπαρ έχοντας δίπλα του ένα τεράστιο λυκόσκυλο και κάθεται στον πάγκο. Ο μπάρμαν του λέει:
- Έι, δεν μπορείς να φέρεις αυτό τον σκύλο εδώ μέσα. Απαγορεύονται τα ζώα.
- Μα είναι οδηγός τυφλού, απαντάει ο πελάτης.
- Καλά, τότε. Αν είναι έτσι, μπορεί να μείνει.
Λίγο αργότερα, ο άντρας με το λυκόσκυλο σηκώνονται για να φύγουν.
Καθώς περπατάνε προς την πόρτα, ένας άλλος άντρας με ένα μικροσκοπικό
Τσιουάουα μπαίνει μέσα. Ο πρώτος του ψιθυρίζει:
- Ο μπάρμαν μέσα, δεν γουστάρει τα σκυλιά. Αν, όμως, του πεις ότι ο σκύλος σου είναι οδηγός τυφλού, τότε θα σε αφήσει.
Ο δεύτερος άντρας κοιτάζει με αμφιβολία τον μικροσκοπικό σκύλο, σκέφτεται λίγα δευτερόλεπτα, ευχαριστεί τον άντρα και μπαίνει στο μαγαζί. Μόλις κάθεται ο μπάρμαν του λέει:
- Ει, δεν μπορείς να φέρεις αυτό το τσιουάουα εδώ μέσα.
Ο πελάτης κοιτάζει κατευθείαν μπροστά και λέει έκπληκτος:
- Τι; Τσιουάουα μου πουλήσανε;