Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Ένας βιομήχανος που είχε πάει ταξίδι στο εξωτερικό, παίρνει τηλέφωνο σπίτι του.
- "Τι γίνεται ρε John στο σπίτι;"
- "Τίποτα σπουδαίο κύριε. Αααα! ξέχασα. Έσπασε το βάζο πάνω στο τραπέζι!"
- "Τι; Και πώς έγινε αυτό;"
- "Να, καθώς ο σκύλος σας έπαιρνε φόρα, για να πηδήξει από το τον 5ο όροφο, το έριξε κάτω και το έσπασε."
- "Τι; Μα ο αγαπημένος μου σκύλος, ποτέ δεν είχε πηδήξει από το μπαλκόνι. Πώς κι έτσι;"
- "Να, είδε τη φωτιά που είχε αρπάξει το σπίτι σας και πήδηξε για να σωθεί!"
- "Τι; Το σπίτι μου πήρε φωτιά; Μα πώς έγινε αυτό;"
- "Να, βλέπετε πήρε το εργοστάσιό σας δίπλα φωτιά. Και ξέρετε τώρα πόσο εύκολα μεταδίδεται."
- "Τι; Μα πώς πήρε φωτιά;"
- "Από τα κεριά!"
- "Ποια κεριά; Εγώ ποτέ δεν είχα κεριά"!
- "Μα, από την κηδεία της γυναίκας σας, κύριε."
- "Τι; Η αγαπημένη μου γυναικούλα; Μόνο 35 χρονών ήτανε. Πώς έγινε;"
- "Δεν άντεξε το σοκ η καημένη..."
- "Ποιο σοκ;"
- "Μα, του θανάτου του γιου σας φυσικά."
- "Τι; Του θανάτου του γιου μου; Του αγαπημένου μου γιου; Μα πώς έγινε αυτό;"
- "Να, τον πάτησε ένα αυτοκίνητο όπως έτρεχε."..
- "Ένα αμάξι; Και γιατί έτρεχε;"
- "Για να βγει από το εξοχικό σας που γκρεμιζόταν, λόγω ενός μεγάλου σεισμού. Πάντως η κόρη σας δεν γλύτωσε από αυτό το σεισμό."
- "Αχ! Κανένα θετικό νέο δεν έχεις να μου πεις."
- "Θετικό; Δύσκολα πράγματα ζητάτε κύριε. Α! ναι. Θυμάστε κάτι εξετάσεις για AIDS που είχατε κάνει πριν φύγετε;"
- "Ναι, τι έγινε;"
- "Θετικές βγήκαν."
Ο Γιώργος, 84 ετών, και η Μαίρη, 79, είναι κατενθουσιασμένοι με την απόφασή τους να παντρευτούν!
Περπατάνε χαρούμενοι στο δρόμο και κάνουν τα σχέδια για το γάμο τους.
Καθώς βαδίζουν, συναντάντε ένα φαρμακείο και μπαίνουν μέσα.
"Είστε ο ιδιοκτήτης?" ρωτάει ο Γιώργος
"Μάλιστα", λέει ο φαρμακοποιός.
"Έχετε φάρμακα για την καρδιά?"
"Φυσικά", απαντάει ο φαρμακοποιός.
"Φάρμακα για το κυκλοφοριακό?"
"Φυσικά, κύριε"
"Φάρμακα για τους ρευματισμούς"
"Βεβαίως"
"Και Βιάγκρα? Έχετε?"
"Μα και βέβαια έχουμε"
"Φάρμακα για τη μνήμη?"
"Οτιδήποτε σχετικό κυκλοφορεί υπάρχει, κύριε"
"Βιταμίνες? Υπνωτικά?"
"Ναι, βέβαια, έχουμε!"
Και ο Γιώργος:
"Τέλεια! Θα θέλαμε να προτείνουμε το κατάστημά σας για τη λίστα δώρων στο
Γάμο μας!"
Το καλοκαίρι έφτασε και μία τετραμελής οικογένεια πήγε για τις διακοπές της σ ένα ξενοδοχείο.
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα να φύγουν. Ο πάτερ φαμίλιας πήγε στη reception για να πληρώσει:
- Ορίστε οι 300000 χιλιάδες που είχαμε συμφωνήσει για 15 μέρες διαμονή.
- Κύριε, του λέει ο υπάλληλος, το ποσό είναι 400000δρχ.
- Γιατί; ρωτάει ο πατέρας όλο απορία.
- Διότι 40000 είναι επειδή χρησιμοποιήσατε την πισίνα.
- Μα εμείς δεν τη χρησιμοποιήσαμε, λέει ο πατέρας.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τη χρησιμοποιούσατε, λέει ο υπάλληλος.
- Καλά, λέει ο πατέρας τα υπόλοιπα τι αφορούν;
- Οι υπόλοιπες 60000 αφορούν τις αθλοπαιδιές και το μπαρ.
- Μα κύριε, λέει εκνευρισμένος ο πατέρας, εμείς δε χρησιμοποιήσαμε τίποτε από όλα αυτά.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τα χρησιμοποιούσατε του ξαναλέει ο υπάλληλος.
Μάλιστα, λέει ο πατέρας και βγάζει ένα πακέτο δεκαχίλιαρα, τα δίνει στον υπάλληλο και φεύγει.
Μόλις κάνει πέντε βήματα ο υπάλληλος τον ξαναφωνάζει:
- Κύριε έχετε κάνει λάθος.
Πλησιάζει ο πατέρας και ο υπάλληλος συνεχίζει:
- Εδώ κύριε μου έχετε δώσει 300000 αντί για 400000.
Ο πατέρας τότε του λέει: α, βέβαια σας κράτησα τις 100000 επειδή μου πηδήξατε τη γυναίκα.
- Μα κύριε, λέει ο υπάλληλος κοκκινίζοντας, κανείς δε σας πήδηξε τη γυναίκα.
Τότε ο πατέρας του απαντά:
- Εδώ ήταν κύριε, ας την πηδούσατε! και έκανε μεταβολή και έφυγε...
Στην άκρη της λίμνης, ο άντρας βλέπει μια γυναίκα να πνίγεται και, μη ξέροντας
Κολύμπι ο ίδιος, βάζει τις φωνές και καταφτάνει ένας ψαράς.
- Πνίγεται η γυναίκα μου και δεν ξέρω κολύμπι. Σώσε την και θα σου δώσω £100, λέει ο
Τύπος.
Βουτάει αμέσως ο ψαράς και με 10 γερές απλωτές φτάνει τη γυναίκα, τη μαγκώνει απ τα
Μαλλιά και τη βγάζει στην όχθη. Καθώς την αποθέτει στα πόδια του άντρα, λέει:
- Που είναι οι £100 μου;
- Κοίταξε να δεις, λέει ο άντρας: όταν την είδα να βυθίζεται για τρίτη φορά, νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, αλλά τώρα βλέπω ότι είναι η πεθερά μου...
- Γαμώ την τύχη μου, μουρμουρίζει ο ψαράς και, γυρνώντας προς τον άντρα, ρωτάει: Πόσα
Σου χρωστάω τώρα;
It was late one night when a man walked into a bar. He sat down and asked the bartender to bring him a вееr. The bartender did. So the man quickly drank down the вееr, then looked into his pocket, sighed, and asked the bartender for another вееr. So once he recieved this вееr, the man again drank it down, after that he looked into his pocket again, sighed, and ordered another вееr.
Now this went on for quite some time. and each time the man finished a вееr he would look into his pocket and then order another. now the bartender had begun to get suspicious so he said,
"Hey man, how come every time you drink a вееr you look into your pocket?" now the man replied,
"Well... I have a picture of my wife in my pocket. and i keep on drinkin' until she looks good, and then i go home."