Κάποιος παπαγάλος θέλησε να κάνει πλάκα στο αφεντικό του . Παίρνει λοιπόν , τηλεφωνώ στην εταιρία διανομής πετρελαίου και παραγγέλνει 2 τόνους πετρέλαιο , το αφεντικό αναγκαστικά το πληρώνει , και αγανακτισμένος ρίχνει ένα χέρι ξύλο στον παπαγάλο λέγοντας του ότι αν το ξανακάνει θα το μετανιώσει ...
Ο παπαγάλος , φυσικά ,δεν κατάλαβε τίποτα παίρνει λοιπόν , τηλέφωνο και παραγγέλνει αυτήν την φορά 8 τόνους πετρέλαιο ...
Όταν έρχεται το πετρέλαιο , ο τύπος το πληρώνει ( τι να κάνει ) και μετά τρέχει προς τον παπαγάλο ... Αφού τον σαπίζει στο ξύλο , τον πιάνει και τον καρφώνει στον τοίχο από τις φτερούγες.
Όπως καθόταν εκεί ο παπαγάλος βλέπει απέναντι του τον εσταυρωμένο και γυρίζει λοιπόν και τον ρωτάει :
- Δεν μου λες ρε φίλε , πόσο καιρό είσαι έτσι ;
- Ε ., ε να δυο χιλιάδες χρόνια.
- Καλά ρε μεγάλε πόσο πετρέλαιο παράγγειλες ;
Ο τύπος ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά, αλλά είναι ανειδίκευτος. Πάει, λοιπόν, σ ένα εργοστάσιο και του λέει ο ιδιοκτήτης:
"Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτε. Ορίστε. Θα παίρνεις από εδώ κάθε μια βίδα όπως θα περνάει από μπροστά σου και θα την πετάς στο κουτί εδώ. Εντάξει;".
"Εντάξει"
. Την άλλη μέρα, τον ρωτάει ο ιδιοκτήτης:
"Όλα εύκολα;".
"Περίπατος", λέει ο εργάτης.
"Ε, τότε", του λέει το αφεντικό, "δεν θα σου κάνει κόπο να παίρνεις και κάθε παξιμάδι, έτσι;".
"Όχι"
, λέει ο εργάτης. Την άλλη μέρα, τον ξαναρωτάει ο ιδιοκτήτης:
"Εύκολο;".
"Εύκολο".
"Ε, τότε, όπως κάθεσαι που κάθεσαι, δεν ρίχνεις και μια κλοτσιά στο κουτί με τις βίδες, μόλις γεμίζει να το στέλνεις στον ιμάντα, πιο κάτω;". Τι να πει ο εργάτης, λέει ναι. Ο ιδιοκτήτης, όμως, είναι...
Αδίστακτος. Την άλλη μέρα, πάει και λέει στον εργάτη:
"Εύκολο δεν είναι;
Οπότε τώρα που πήρες το κολάι , δεν ρίχνεις και μια κλοτσιά στο κουτί με τα παξιμάδια, όταν θα γεμίζει;". Ο εργάτης συμφωνεί μεν, αλλά... τα χει πάρει στο κρανίο. Οπότε καθώς φεύγει ο ιδιοκτήτης, του φωνάζει:
"Να σας πω. Μια και κάθομαι και δεν κάνω και τίποτε δύσκολο, δεν μου βάζετε και ένα...
Πινέλο στον κώλο, να βάφω και τα κάγκελα συγχρόνως;"!
Ένας νεαρός προσλαμβάνεται υπάλληλος σε μια εταιρία μια Παρασκευή. Την επόμενη Δευτέρα παίρνει τηλέφωνο τον προϊστάμενό του και του λέει ότι είναι άρρωστος και δεν θα μπορέσει να έλθει. Ο προϊστάμενος του εύχεται περαστικά και το ξεχνάει.
Την παραπάνω Δευτέρα πάλι τα ίδια:
- Είμαι άρρωστος κύριε προϊστάμενε και δεν θα μπορέσω να έλθω στη δουλειά.
- «Θα έτυχε» σκέφτηκε ο προϊστάμενος και δεν του ξαναδίνει ιδιαίτερη σημασία.
Το φαινόμενο όμως συνεχίζεται και αρχίζουν να τον ζώνουν τα φίδια. «Βρε το πούστη μας περνάει για γκαγκά !» λέει από μέσα του ο τμηματάρχης και αρχίζει να ρωτάει τους συναδέλφους του νεαρού για το ποιόν του:
- Δε μου λέτε ρε παιδιά, τι σόι φρούτο είναι αυτός ο καινούργιος; Δουλεύει ή μας τη παίζει και δεν μας τη σκουπίζει;
- Πολύ πρόθυμος και εργατικός, του λένε όλοι ομόφωνα.
Ο προϊστάμενος παραξενεύεται και αποφασίζει να του μιλήσει. Την επόμενη λοιπόν μέρα το πρωί τον φωνάζει στο γραφείο του και του λέει:
- Κοίτα παιδί μου, τι σου συμβαίνει και μας τη κοπανάς κάθε Δευτέρα; Όπως καταλαβαίνεις αυτά τα περί άρρωστου δεν τα χάβω. Θα σε σχόλαγα, αλλά επειδή δεν είσαι κακός υπάλληλος αποφάσισα να σου μιλήσω. Λοιπόν τι τρέχει και κάθε Δευτέρα μας το παίζεις τους ζυγούς λύσατε;
- Κοιτάχτε να δείτε κύριε προϊστάμενε, του λέει με απολογητικό ύφος ο νεαρός, έχω μια μικρότερη αδελφή παντρεμένη και ο άντρας της τα Σαββατοκύριακα γίνεται φέσι και όταν γυρίζει στο σπίτι τη τουλουμιάζει στο ξύλο. Έτσι κάθε Δευτέρα πρωί πηγαίνω στο σπίτι της όταν φεύγει αυτός για τη δουλειά του και την παρηγορώ. Καταλαβαίνετε τώρα, χάδι στο χάδι, φιλί στο φιλί, καβλώνουμε και οι δύο και τελικά ξεσκιζόμαστε.
- Καλά, δεν το πιστεύω ! αντιδρά έξαλλος ο τμηματάρχης, γαμάς την αδελφή σου ρε; Είσαι τελείως άρρωστος !
- Εγώ σας το λέω κύριε προϊστάμενε, αλλά εσείς δεν με πιστεύετε !, απαντά αγανακτισμένος ο νεαρός.
Πάει κάποιος στη δουλειά του ύστερα από δύο μήνες και τον ρωτάει το αφεντικό του:
- Που ήσουν ρε τόσες μέρες και έχουμε πνιγεί στη δουλειά;
- Ασε ρε αφεντικό, πέθανε η μάνα μου.
- Έλα ρε, και πώς πέθανε;
- Ασε, είναι μεγάλη ιστορία.
- Για πες μου.
- Είναι μεγάλη ιστορία σου λέω.
- Δεν πειράζει, πες μου.
- Ακου, πήγε να απλώσει τα ρούχα στην ταράτσα, γλιστράει και πέφτει.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τα παράθυρα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τρομπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τη ζγόρνα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από το καλώδιο της κεραίας.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και βγαίνει ο πατέρας μου έξω με την καραμπίνα Μπαμ! Μπαμ!Μπαμ! Γαμώ το κέρατο σου θα μου διαλύσεις όλο το σπίτι!
Δυο τύποι μοιράζονται ένα διώροφο σπίτι. Ένα βράδυ λοιπόν, κατά τις 3 τα ξημερώματα, ο από πάνω αρχίζει να παίζει ντραμς. ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ - ΝΤΑΠ, ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ - ΝΤΑΠ... Ανεβαίνει ο από κάτω έντρομος, με τα σώβρακα. Ο από κάτω :
" Καλά ρε μαλάκα τρελάθηκες ; Ξέρεις τι ώρα είναι ;"
Ο από πάνω :
"Τελευταία πρόβα! Αύριο έχω συναυλία με το συγκρότημα. Σου υπόσχομαι ότι δε θ επαναληφθεί."
Ο από κάτω σκέφτεται, άντε, αφού δε θ επαναληφθεί, δε γαμιέται και φεύγει. Το επόμενο βράδυ, χαράματα, ο από πάνω αρχίζει και κοπανάει τα ντραμς, βαβούρα, ΓΚΑΠ - ΓΚΟΥΠ, της πουτάνας. Ξυπνάει ο από κάτω, ανεβαίνει πάνω και βάζει τις φωνές :
"Ρε μαλάκα δουλεύω αύριο το πρωί γαμώ το κέρατο μου! Τι κοπανάς; Ο από πάνω :
" Τελευταία πρόβα! Αύριο θα παίξουμε τελικά, σήμερα αναβλήθηκε η συναυλία." Ο άλλος φεύγει, αφού πρώτα αποσπά την υπόσχεση ότι αυτή η κατάσταση δε θ επαναληφθεί. Φυσικά το επόμενο βράδυ, γύρω στις 4, ο από πάνω αρχίζει να βαράει τα ντραμς, πανικός, κόλαση, ΝΤΟΥΠΑ ΝΤΟΥΠΑ ΝΤΟΥΠΑ ΝΤΟΥΠΑ, ανεβαίνει ο από κάτω με τη τσίμπλα στο μάτι. "
Τι θα γίνει ρε; Θα μας αφήσεις να κοιμηθούμε καμιά φορά ή να φωνάξω τους μπάτσους; Ο από πάνω :
" Τελευταία πρόβα! Αύριο θα ξαναπαίξουμε, γιατί μας γούσταρε το αφεντικό του club." Το επόμενο βράδυ (κλασσικά), ο από πάνω αρχίζει να τα χώνει στα ντραμς, ΝΤΑΠ ΝΤΑΠ - ΝΤΑΠ ΝΤΟΥΠΑ ΝΤΟΥΠΑ - ΝΤΑΠ, με τις ώρες. Από τον από κάτω ούτε φωνή, ούτε ακρόαση... Περνάνε δυο ώρες, ο από πάνω παίζει ακόμα, ο από κάτω νεκρική σιγή. "Ρε, μπας κι έπαθε τίποτα ;"
, σκέφτεται ο τύπος, και κατεβαίνει κάτω να δει αν ο άλλος είναι εντάξει. Κοιτάει στο υπνοδωμάτιο, το κρεβάτι άστρωτο, ο τύπος πουθενά. Κοιτάει στην κουζίνα, τίποτα. Κοιτάει στο σαλόνι, τίποτα. Βλέπει φως στο μπάνιο, πλησιάζει, ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον από κάτω να τραβάει μαλακία. Ο από πάνω :
" Καλά, δε ντρέπεσαι στην ηλικία σου;"
Ο από κάτω :
" Τελευταία πρόβα! Αύριο θα σε γαμ***!"
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.