·Ένας σκύλος μπαίνει σε ένα κρεοπωλείο, πλησιάζει τον χασάπη και του γαυγίζει.
Ο χασάπης τον ρωτάει τι θέλει. Ο σκύλος πηγαίνει εκεί που ήταν το χοιρινό και γαυγίζει. Ο χασάπης πάλι με την σειρά του τον ρωτάει πόσες χοιρινές μπριζόλες θέλει. Ο σκύλος γαυγίζει τέσσερις φορές, και αμέσως πηγαίνει δίπλα στο ταμείο για να πάρει το ανάλογο ποσό ο χασάπης από το πορτοφόλι που είχε
Στο περιλαίμιο του. Ο χασάπης παίρνει τα χρήματα και φορτώνει το σκύλο με το κρέας.
Παραξενευμένος ένας πελάτης αποφασίζει να παρακολουθήσει το σκύλο. Μετά από μερικά τετράγωνα, ο σκύλος πηγαίνει σε κάποιο σπίτι και γρατζουνά την πόρτα.
Και μετά από λίγο το αφεντικό του, του ανοίγει την πόρτα.
Ενθουσιασμένος ο παρατηρητής φωνάζει στο αφεντικό του σκύλου:
- Κύριε μου έχετε ένα πολύ έξυπνο σκύλο!
- Μπα, δεν είναι και τόσο έξυπνο... πάλι ξέχασε τα κλειδιά του...

Ένας κυνηγός πάει σαφάρι στην Αφρική και παίρνει μαζί το σκύλο του.
Ενώ ο σκύλος περιφέρεται στη ζούγκλα, βλέπει μια λεοπάρδαλη να κατευθύνεται προς το μέρος του, φανερά πεινασμένη. Ο σκύλος σκέφτεται, «Ωχ μπλέξαμε!» Τότε βλέπει κάτι κόκαλα λίγο πιο πέρα και αρχίζει να τα ροκανίζει, με την πλάτη του στην λεοπάρδαλη. Ενώ εκείνη είναι έτοιμη να του χιμήξει, ο σκύλος λέει, «Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες εδώ τριγύρω.» Η λεοπάρδαλη, κι ενώ ήδη βρίσκεται στον αέρα παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα. «Παραλίγο», λέει «λίγο έλειψε. Αυτός ο σκύλος σχεδόν με είχε.»
Ένας πίθηκος, παρακολουθώντας όλο το σκηνικό από ένα δέντρο, σκέφτεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει την εύνοια της λεοπάρδαλης και να γλιτώσει το τομάρι του εξηγώντας της αυτό που είχε συμβεί. Πάει προς το μέρος της και εξηγεί τα πάντα. Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στον πίθηκο «Έλα, πίθηκε. Ανέβα στη ράχη μου να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος»
Ο σκύλος βλέπει τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον πίθηκο καβάλα. «Τι θα κάνω τώρα;» σκέφτεται. Τότε, αντί να το βάλει στα πόδια, κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η λεοπάρδαλη και ο πίθηκος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος λέει, «Που είναι αυτός ο ηλίθιος πίθηκος; Ποτέ δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ, τον έστειλα πριν από μισή ώρα να μου φέρει άλλη μια λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί!»
Κάποιος τύπος βλέπει έναν φίλο του στον δρόμο και του λέει:
- "Αστα είμαι χάλια. Έχω φοβερούς πόνους στον αγκώνα μου. Δεν ξέρω τι είναι. Πρέπει επειγόντως να δω έναν γιατρό."
- "Φίλε μου έχω νέα για σένα. Στο φαρμακείο στην γωνία έχει ένα μηχάνημα τρομερό. Με ένα μικρό δείγμα ούρων, μπορεί να σου διαγνώσει οτιδήποτε. Αλλωστε τι έχεις να χάσεις, 10 δολάρια στοιχίζει όλο κι όλο."
- "Φίλε μου τι έχω να χάσω. Θα πάω."
- "Πάει σπίτι λοιπόν, γεμίζει ένα ουροδοχείο με λίγα ούρα και μια και δυο πάει στο φαρμακείο με το θαυματουργό μηχάνημα. Ρίχνει στην υποδοχή τα ούρα του, βάζει και ένα 10χίλιαρο στην υποδοχή και περιμένει. Σε ένα λεπτό το μηχάνημα αρχίζει να κάνει θορύβους, λαμπάκια αρχίζουν να αναβοσβήνουν και τελικά βγαίνει ένα χαρτάκι που λέει:
- "Πάσχεις από tennis elbow, ασθένεια των τενιστών. Θα πρέπει να ξεκουράσεις το χέρι σου, να κάνεις θερμά λουτρά, να αποφύγεις το σήκωμα βαριών αντικειμένων. Σε δύο εβδομάδες θα είσαι καλύτερα."
- Το ίδιο βράδυ, ο φίλος μας δεν μπορούσε να χωνέψει τις δυνατότητες αυτού του μηχανήματος και πως είναι δυνατόν να κάνει τόσο ακριβή διάγνωση. Σκεπτόταν πόσο προχωράει η επιστήμη και αν είναι δυνατόν να κοροϊδέψει το μηχάνημα.
- Παίρνει λοιπόν λίγο νερό βρύσης, λίγο αίμα από τον σκύλο του, ούρα από την γυναίκα του και την κόρη του και τέλος βαράει και μια μαλακία, τα ανακατεύει καλά και πάει στο μηχάνημα.
- Βάζει το δείγμα στην υποδοχή, πετάει και ένα 10δόλαρο και περιμένει.
- Σε ένα λεπτό το μηχάνημα αρχίζει να κάνει θορύβους, λαμπάκια αναβοσβήνουν και τελικά βγαίνει ένα χαρτάκι που του λέει:
- "Το νερό της βρύσης σου είναι πολύ σκληρό. Πάρε αποσκληρυντικό. Ο σκύλος σου πάσχει από υποβιταμίνωση. Δώστου βιταμίνες. Η κόρη σου παίρνει ναρκωτικά. Βρες κλινική αποτοξίνωσης. Η γυναίκα σου είναι έγκυος. Δίδυμα κορίτσια. Δεν είναι δικά σου. Βρες δικηγόρο. Και συ αν δεν σταματήσεις να βαράς μαλακία, ο αγκώνας σου δεν θα γίνει ποτέ καλά."
Ένας Ελληνοαμερικάνος επισκέπτεται τον αδερφό του, βοσκό στην Κρήτη. Έχει μαζί του κι ένα σκύλο ράτσας Αλάσκας. Τον βλέπει ο βοσκός και παρακαλά.
- Aσε μου ρε αδερφέ το σκύλο εδώ, εγώ θα τον έχω στην περιποίηση, και τέτοιο σκύλο δε βρίσκω εδώ ενώ εσύ θα ξαναβρείς!
- Ναι! του λέει κι ο ξενιτεμένος άλλά θέλω να ζει σαν ... Άνθρωπος! Εμείς στην Αμερική είμαστε πολύ φιλόζωοι!
- Να μην στεναχωριέσαι! Στη μάντρα ή στο σπίτι θα τον έχω πάντα μαζί μου και μόνο κρέας και γάλα θα τρώει! Με τα πολλά λύγισε ο Αμερικάνος στη θέληση του αδερφού του. Περνάνε δέκα χρόνια, μοιραία πεθαίνει ο σκύλος. Τηλεφωνά ο βοσκός στον αδερφό του, και παίρνει την απάντηση.
- Α!είπαμε σαν άνθρωπος! θα τον κηδέψεις χριστιανικά.
- Μα γίνονται αυτά τα πράγματα;
- Πές το στον παπά του χωριού να το κάνει!
Πάει ο βοσκός στον παπά του λέει ότι θέλει χριστιανική κηδεία για το λυκόσκυλο και του λέει ο παπάς:
- Σήφη, την τσικουδιά να την λιγοστέψεις! ήντα ναι αυτά που μου ζητάς!
- Μα ο αδερφός μου λέει... Παίρνει το κινητό (ναι! το νου σας! όλοι οι βοσκοί στην Κρήτη είχαν κινητά πριν τους δικηγόρους! ζωοκλοπές βλέπετε!) και μιλά με τον αδερφό του.
- Δώσε μου τον παπά! - λέει εκείνος: Έλα παπα-Λάμπρο με ακούς; δυόμισυ χιλιάδες δολάρια σου στέλνω για την κηδεία του σκύλου αλλά να γίνει όπως πρέπει! εντάξει;
- Εντάξει! εντάξει.
Κλείνει το κινητό ο παπάς και λέει του Σήφη.
- Καλά ρε κουμπάρε! γιατί δεν μου λές από την αρχή ότι ο σκύλος σου... Ήταν Ορθόδοξος;
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια και για να τα πουν. Πάει ο πρώτος στο σπίτι του δεύτερου. Μόλις έφτασε εκεί ο Κωστίκας, ο Γιωρίκας του ζητά να καθίσουν στο τραπέζι και ζητάει από τη γυναίκα του να σερβίρει.
- Να σερβίρεις εσύ, του απαντάει εκείνη. Ντροπιασμένος αυτός σέρβιρε εκείνος το τραπέζι. Μετά ζητάει από τα παιδιά του να προσφέρουν έναν καφέ στον καλεσμένο τους.
- Να τον προσφέρεις εσύ, απαντούν εκείνα.
Φεύγοντας κανονίζουν να βρεθούν την άλλη μέρα στο σπίτι του Κωστίκα. Μόλις φτάνει εκεί, η γυναίκα και τα παιδιά του Κωστίκα μόνο τεμενάδες που δεν έκαναν στον Γιωρίκα. Του πρόσφεραν γλυκά καφέδες γέμισαν το τραπέζι με τα καλύτερα φαγητά και γενικώς τον περιποιήθηκαν πολύ. Στο τέλος ο Γιωρίκας λέει στον Κωστίκα.
- Νιώθω πολύ άσχημα γιατί χθες η γυναίκα μου και τα παιδιά μου μόνο που δεν σε έφαγαν και εσείς με περιποιηθήκατε τόσο πολύ που δεν ξέρω τι να πω από την ντροπή μου. Πώς τα καταφέρνεις;
- Δεν είναι τίποτα, απαντάει ο Κωστίκας. Απλά έρχομαι μια μέρα στο σπίτι και είχε ανέβει ο σκύλος πάνω στον καναπέ και του λέω να κατέβει. Δεν κατέβηκε και του βγάζω μια κίτρινη κάρτα. Την άλλη μέρα ήταν πάλι πάνω στον καναπέ και του είπα να κατέβει. Δεν κατέβηκε και του βγάζω δεύτερη κίτρινη κάρτα. Την 3η μέρα που τον είδα πάνω στον καναπέ πήρα την καραμπίνα και τον σκότωσα.
- Και μετά; ρωτάει ο Κωστίκας.
- Τους βλέπεις όλους αυτούς; Λέει ο Κωστίκας δείχνοντας την οικογένειά του. Έχουν όλοι από 2 κίτρινες κάρτες..!