Έχουν περάσει τα μεσάνυκτα και 2 τύποι μιλάνε μεγαλόφωνα έξω από κάποιο σπίτι σε μια φτωχογειτονιά.
Οι φωνές τους όμως ενοχλούνε τον ένοικο του σπιτιού, ο οποίος βγαίνει στο παράθυρο και τους λέει να πάνε πιο μακριά γιατί με τις φωνές τους δεν μπορεί να κοιμηθεί και το πρωί πρέπει να ξυπνήσει χαράματα για να πάει στη δουλειά του.
- Μάλιστα κύριε έχετε δίκαιο του απαντάνε!
Ο άνθρωπος κλείνει το παράθυρο αλλά αυτοί μένουν εκεί και συνεχίζουν να μιλάνε δυνατά. Το παράθυρο μετά από λίγο ξανανοίγει κι αυτή τη φορά ο ένοικος του σπιτιού τους φωνάζει αγριεμένος ότι αν δεν απομακρυνθούνε θα φωνάξει την αστυνομία.
- Μάλιστα κύριε έχετε απόλυτο δίκαιο ξαναλένε πάλι αυτοί.
Ωστόσο δεν απομακρύνονται και συνεχίζουν τη θορυβώδη συζήτηση τους έξω από το παράθυρο του ανθρώπου που αυτή τη φορά βγαίνει πάλι στο παράθυρο με μια καραμπίνα (Kalasnikof νομίζω) και τους απειλεί ότι θα τους πυροβολήσει αν συνεχίσουν να τον ενοχλούνε. Τότε ο ένας από τους δυο τύπους του λέει:
- Έχετε δίκαιο κύριε να διαμαρτύρεστε αλλά έχουμε μια σοβαρή διαφωνία με το φίλο μου από εδώ, στην οποία, ίσως εσείς θα μπορεούσατε να δώσετε τη γνώμη σας ώστε να λείξει το θέμα και να πάμε όλοι για ύπνο...
- Τί είδους διαφωνία είναι αυτή; ρωτάει με περιέργεια ο ένοικος του σπιτιού.
- Να, εγώ, παρεμβαίνει ο άλλος, ισχυρίζομαι ότι αν σε ένα άνδρα του προτείνουν ένα ποσ ο πενήντα εκατομμυρίων μπορεί να καθήσει να τον πηδήξει ενώ ο φίλος μου λέει ότι αυτό είναι αδύνατο. Εσείς τί λέτε; Θα καθόσασταν να σας πηδήξουν μια φορά για να πάρετε πενήντα εκατομμύρια;
Ο ένοικος του σπιτιού ξαφνιάζετε μπροστά στο ερώτημα που του θέτουν... Στέκεται στο παράθυρο σκεφτικός, ξύνει το κεφάλι του και ρωτάει για να βεβαιωθεί.
- Πενήντα εκατομμύρια είπατε; Ναι, βέβαια, για πενήντα εκατομμύρια βρε παιδιά σίγουρα θα καθόμουνα να με πηδήξει κάποιος.
Τότε ο ένας από τους 2 τύπους λέει στον άλλο:
- Τ ακουσες που στόλεγα και δεν με πίστευες; Κώλοι διαθέσιμοι υπάρχουνε.
Τα λεφτά δεν υπάρχουν...
Ήταν ένας επιχειρηματίας, πάμπλουτος.
Κάποια στιγμή, του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα. Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του. Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει. Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.
- Παιδί μου, λέει ο γέρος. Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
- Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.
- Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!
- Ασε με, ρε Αϊ-Βασίλη! Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.
- Και γι αυτό ανησυχείς; του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόυς, όλη δική σου.
Χαρά ο επιχειρηματίας:
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!
Ματς - μουτς, ξαναμελαγχολεί.
- Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ - Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκόμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.
- Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόυς θα είναι και έξι γκόμενες, όλες δικές σου.
Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.
- Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκόμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!
- Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκόμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 90 τρις, όλα δικά σου!
Πετάει ο επιχειρηματίας!
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!
- Να μου πάρεις μια π*πα.
Κόκαλο ο επιχειρηματίας.
- Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.
Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:
- Πώς σε λένε νεαρέ μου;
- Αλέξη, απαντάει εκείνος και συνεχίζει.
- Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;
- Επιχειρηματίας, και συνεχίζει.
Μετά από μια παύση, ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:
- Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;
- Τριάντα πέντε.
- Καλά, ρε Αλέξη! Είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;
Ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και ήθελε να πάει στη γιαγιά της, για να μη συναντήσει όμως τον κακό το λύκο πήγε από την εθνική οδό για να κάνει ωτοστόπ μπας και σταματήσει κάποιος χριστιανός να τη πάει μέχρι εκεί.
Κάνει λοιπόν την αρχή αλλά δεν σταματάει κανένας, ώσπου να σου μια φεράρι που σταματάει απότομα. ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.
Ο τύπος που την οδηγούσε ήταν ένας νευρόσπαστος που άρχισε να της μιλάει άσχημα:
"Κλείσε την πόρτα μωρή! "η κοκκινοσκουφίτσα παρεξενεμένη και φοβισμένη την κλείνει.
Βάζει μπρος το αμάξι ο τύπος και φεύγουν. Στο δρόμο λοιπόν η κοκκινοσκουφίτσα άρχισε τις ερωτήσεις:
"Γιατί είστε τόσο νευρικός;"
"Γιατί έτσι γουστάρω" της απαντάει" δεν μπορεί, κάτι θα σας απασχολεί..." λέει εκείνη.
"Έχω και εγώ τα προβλήματα μου θα σκάσεις;"
"Και τι προβλήματα έχετε;" συνεχίζει "με τη δουλειά μου, θα το βουλώσεις μώρη σακαφιόρα και να με αφήσεις να οδηγήσω;"
Η κοκκινοσκουφίτσα περίεργη όπως ήταν συνέχισε δειλά να τον ρωτάει:
"Και τι δουλειά κάνετε;"
"Είμαι παραγωγός ραδιοφώνου θα σκάσεις;"
"Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό;" συνεχίζει ακάθεκτη να τον ρωτάει"
Δεν βάζεις μυαλό εσύ ε; παίρνουν κάτι μαλακισμένα σαν και εσένα και κάνουν αφιερώσεις ευχαριστημένη;"
Σε κάποια φάση το αυτοκίνητο σταματάει κατεβαίνει ο τύπος πηγαίνει σε ένα δέντρο εκεί κοντά, κατεβάζει τα παντελόνια και της φωνάζει να πλησιάσει.
Η κοκκινοσκουφίτσα δειλά - δειλά πλησιάζει...
"Ξεκίνα!" της φωνάζει
"Τι να ξεκινήσω;" ρωτάει
"Έλα μη κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!"
Κοιτάει η κοκκινοσκουφίτσα με απορία και λέει:
"Επειδή είναι η πρώτη μου φόρα αν κάνω κάποιο λάθος δεν θα μου φωνάξετε εντάξει;"
"Ξεκίνα!" φωνάζει αγριεμένος.
Η κοκκινοσκουφίτσα το πιάνει, το κοιτάει.. και αρχίζει.:
"Φου! φου! καλά το κάνω;
Φου! φου! Αφιερώνω στη γιαγιά μου..."

Μία μέρα ο μικρός Μπόμπος με τον μπαμπά του κάνουνε βόλτα. Ξαφνικά χαλάει ο καιρός, αρχίζει να βρέχει και σταματάνε ένα ταξί για να γυρίσουν σπίτι τους. Στο δρόμο ο Μπόμπος βλέπει ένα μπουρδέλο και ρωτάει τον μπαμπά του :
- Τι είναι μπαμπά αυτό το σπίτι και έχει κόκκινο φως από έξω;
- Τίποτε παιδί μου ένα σπίτι είναι του λέει ο πατέρας του που δεν ήθελε να τον πονηρέψει.
- Ψέμματα ! λέει ο ταξιτζής. Μπουρδέλο είναι.
Αγριοκοιτάζει τον ταξιτζή ο πατέρας, αλλά δεν λέει τίποτα.
Ο Μπόμπος όμως συνεχίζει τις ερωτήσεις.
- Και τι κάνουν σε αυτό το σπίτι μπαμπά;
- Τίποτα παιδί μου, κάθονται λέει ο πατέρας του. Πετάγεται πάλι ο ταξιτζής:
- Ψέμματα! Γαμιούνται εκεί μέσα.
Τον αγριοκοιτάζει πάλι ο πατέρας, αλλά πάλι δεν λέει τίποτα.
Ο Μπόμπος συνεχίζει:
- Και τι γίνεται από αυτό το γαμήσι μπαμπά;
- Παιδάκια γίνονται παιδί μου, λέει ο μπαμπάς του.
Και πάλι ο ταξιτζής:
- Ψέμματα μπάσταρδα γίνονται.
Και πάλι ο πατέρας του Μπόμπου δεν λέει τίποτα, αλλά από μέσα του βράζει.
Ο Μπόμπος συνεχίζει απτόητος:
- Και τι δουλειά κάνουν αυτά τα μπάσταρδα μπαμπά, όταν μεγαλώσουν;
Και ο μπαμπάς του ξεσπώντας:
- Ταξιτζήδες παιδί μου!
Κάποια μέρα, τρεις άντρες στεκόντουσαν στην ουρά μπροστά από το γραφείο του Αγ. Πέτρου. Ήταν μία ιδιαίτερα δύσκολη μέρα για τον Αγ. Πέτρο, μιας και τη συγκεκριμένη μέρα είχε πολύ δουλειά το "κατάστημα". Έτσι, στον πρώτο από τους τρεις ο οποίος φορούσε κουστούμι, ο Αγ. Πέτρος αναγκάστηκε να πει:
- Ξέρεις, ο παράδεισος κοντεύει να γεμίσει σήμερα, και μου ζητήθηκε να βάλω μέσα μόνο όσους είχαν φρικτό θάνατο. Για πες μου λοιπόν για το δικό σου.
Ο άντρας, παίρνει μία βαθειά ανάσα και αρχίζει να εξιστορεί...
- Για ένα χρονικό διάστημα, υποψιαζόμουν ότι η γυναίκα μου με απατούσε. Έτσι, μία μέρα αποφάσισα να γυρίσω νωρίτερα σπίτι για να την πιάσω στα πράσα. Μόλις έφτασα στο διαμέρισμά μου, στον 25ο όροφο, άρχισα να ψάχνω το σπίτι, μιας και ήμουν σίγουρος ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Παρόλα αυτά σε καμία από τις συνηθισμένες κρυψώνες δεν βρήκα τίποτα. Τελικά βγήκα στο μπαλκόνι και όπως ήταν αναμενόμενο, είδα έναν άντρα κρεμασμένο από το κάγκελο να αιωρείται 25 ορόφους πάνω από τη γη. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, και μέσα σε μεγάλο θυμό, άρχισα να τον χτυπάω με μανία, αλλά ο μπάσταρδος δεν έπεφτε με τίποτα. Έτσι, επέστρεψα στο διαμέρισμα και πήρα ένα σφυρί, με το οποίο άρχισα να του χτυπάω τα δάχτυλα. Σε κάποια στιγμή δεν άντεξε τον πόνο και έπεσε. Παρόλα αυτά, στάθηκε τυχερός γιατί έπεσε στους θάμνους και απλά ζαλίστηκε. Χωρίς να μπορώ πλέον να συγκρατήσω το θυμό μου, έτρεξα στην κουζίνα και άρπαξα το ψυγείο. Και έτσι όπως ήταν ζαλισμένος, του το πέταξα από τον 25ο όροφο στο κεφάλι, σκοτώνοντας τον ακαριαία. Όλη αυτή η ένταση και ο θυμός με καταβάλλανε και εκείνη τη στιγμή έπαθα καρδιακή προσβολή και πέθανα εκεί στο μπαλκόνι.
- Χμ.. αρκετά άσχημη μέρα.. αρκετά φρικτός θάνατος, είπε ο Αγ. Πέτρος και τον άφησε να περάσει στον παράδεισο.
Έρχεται η σειρά του δεύτερου ο οποίος φοράει φόρμα γυμναστικής. Εν συντομία, ο Αγ. Πέτρος εξηγεί και σε αυτόν τις συνθήκες που επικρατούν και του ζητάει να του πει τη δικιά του ιστορία. Έτσι ο τύπος παίρνει και αυτός μια βαθειά ανάσα και αρχίζει...
- Ήταν μία πολύ παράξενη μέρα. Βλέπετε, έμενα στον 26ο όροφο μιας πολυκατοικίας και κάθε μέρα έβγαινα στο μπαλκόνι για γυμναστική. Εκείνη τη μέρα παραπάτησα και έπεσα από το μπαλκόνι. Για καλή μου τύχη, κατάφερα να πιαστώ από το κάγκελο του μπαλκονιού του απο κάτω ορόφου. Ήξερα ότι αν δεν ερχόταν κάποιος να με βοηθήσει, δεν θα άντεχα για πολύ. Σε κάποια στιγμή είδα έναν άντρα να τρέχει κατα πάνω μου και σκέφτηκα ότι ευτυχώς είχα σωθεί, μέχρι που ο άντρας άρχισε να με χτυπάει ανελέητα. Κρατήθηκα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά τότε μπήκε μέσα και γύρισε κρατώντας στα χέρια του ένα σφυρί με το οποίο άρχισε να μου χτυπάει τα δάχτυλα. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, έτσι άφησα τα χέρια μου. Για μιά φορά ακόμα στάθηκα τυχερός, και έπεσα στους θάμνους. Μόλις συνήλθα από την πτώση, πριν προλάβω να σκεφτώ τι ακριβώς είχε γίνει, ένα ψυγείο έπεσε από τον ουρανό πάνω μου και.. να μαι...
- Χμ, πολύ φρικτός ο θάνατός σου, του απαντάει ο Αγ. Πέτρος και χωρίς δεύτερη σκέψη τον βάζει μέσα στον παράδεισο.
Σε κάποια στιγμή έρχεται και ο τρίτος ο οποίος είναι εντελώς γυμνός. Ο Αγ. Πέτρος ζητάει και από αυτόν να του εξιστορήσει τον θάνατό του για τους προαναφερθείς λόγους. Και εκείνος του λέει...
- Δεν είμαι σίγουρος.. το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι όμως είναι ότι κρύφτηκα στο ψυγείο...
Ο Κωστίκας ήταν βοσκός και αποφασίζει να πάει για δουλειά στη Γερμανία.
Αφήνει τα πρόβατά του στον Γιωρίκα και φεύγει. Μετά από χρόνια γυρίζει ο Κωστίκας απ΄ τη Γερμανία και βρίσκει τον Γιωρίκα στο καφενείο. Τον ρωτάει με μεγάλη αγωνία που είναι τα πρόβατά του. Ο Γιωρίκας του λέει ότι συνέβησαν 4 αρνητικά και 1 θετικό γεγονός.
Γιωρίκας:
- Θυμάσαι το τσοπανόσκυλο που είχες;
Κωστίκας:
- Ναι. Τι έπαθε;
Γιωρίκας:
- Τον πάτησαν τα πρόβατα πάνω στον πανικό τους.
Κωστίκας:
- Ποιον πανικό;
Γιωρίκας:
- Πήρε φωτιά το μαντρί.
Κωστίκας:
- Πώς πήρε φωτιά το μαντρί;
Γιωρίκας:
- Είχα ξεχάσει 1 κερί αναμένο απ΄ το μνημόσυνο της μάνας σου.
Κωστίκας:
- Τι; Πέθανε η μάνα μου. Από τι;
Γιωρίκας:
- Απ΄ την στεναχώρια που πέθανε ο πατέρας σου.
Κωστίκας:
- Πέθανε και ο πατέρας μου κι εγώ δεν ξέρω τίποτα. 4 αρνητικά είπες & 1 θετικό. Το θετικό ποιο είναι;
Γιωρίκας:
- Θυμάσαι το τεστ που είχες κάνεις για το ΕΙΤΖ;
Κωστίκας:
- Το θυμάμαι.
Γιωρίκας:
- Ε, βγήκε θετικό!
Ήταν ένας που ήθελε να γραφτεί στο κλαμπ των πουτσαράδων και πάει στα γραφεία. Εκεί βλέπει έναν που τον είχε ακουμπισμένο πάνω του μέχρι το λαιμό. Ε λέει αυτός είναι ο πρόεδρος και τον χαιρετά.
- Τι γίνεται πρόεδρε;
- Ο κλητήρας είμαι. Ο πρόεδρος είναι πάνω.
Ανεβαίνει πάνω ενώ σκέφτεται τι ήρθε να κάνει στο κλαμπ. Στον πάνω όροφο βλέπει έναν που τον είχε απλωμένο πάνω στο γραφείο. Ε αυτός θα είναι ο πρόεδρος σκέφτεται.
- Τι κάνουμε πρόεδρε; του λέει.
- Ο γραμματέας είμαι. Ο πρόεδρος είναι πάνω, του απαντάει.
Ανεβαίνει πάνω απελπισμένος και βλέπει έναν που τον είχε απλωμένο σ΄ όλο το δωμάτιο. Επιτέλους λέει ο πρόεδρος λέει.
- Τι γίνεται πρόεδρε; του λέει.
- Α εγώ είμαι ο αντιπρόεδρος πάνω να πας.
Ανεβαίνει στο πάνω γραφείο που γράφει απέξω "ΠΡΟΕΔΡΟΣ" και εκεί βλέπει έναν ανεβασμένο πάνω στο παράθυρο και να κοιτάει με τα κιάλια.
- Χαίρετε.
- Μισό λεπτό, γαμάω Κάιρο.
Στην εποχή της μεγάλης μετανάστευσης φτάνουν στην Νέα Υόρκη ένα Κινέζος, ένας Νέγρος και ένας Πόντιος και συναντιούνται σε ένα φτηνό ξενοδοχείο.
Καθώς δεν έχουν αρκετά λεφτά αποφασίζουν να νοικιάσουν μαζί ένα δωμάτιο και από την επομένη να ψάξουν για δουλειά.
Πράγματι την επόμενη μέρα φεύγουν και οι τρεις για να βρουν δουλειά και επιστρέφουν αργά το απόγευμα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
- Τι έγινε Κινέζε, βρήκες δουλειά, τον ρωτάνε οι δύο άλλοι.
- Οι άτιμοι όπου και να πήγα με διώχνανε και μου λέγανε: έξω από δω παλιοσχιστομάτη. Τζίφος βρε παιδιά.
- Εσύ Νέγρο;
- Τα ίδια και χειρότερα, δεν φτάνει που με βρίζανε με διώξανε στην κυριολεξία και με τις κλωτσιές, οι άτιμοι.
- Εγώ παιδιά τα κατάφερα λέει ο Πόντιος και αύριο πιάνω δουλειά σε ένα εστιατόριο. Μόνο βρε Κινέζε είδα ότι έχεις ρολόι. Σε παρακαλώ μπορείς να με ξυπνήσεις στις 4 το πρωί για να ετοιμαστώ;
- Φυσικά του λέει ο Κινέζος.
Πάει για ύπνο ο Πόντιος αλλά οι δύο άλλοι ζοχαδιασμένοι που δεν βρήκαν δουλειά σκεφτόντουσαν τι να του κάνουν.
- Το βρήκα λέει ο Νέγρος και ανοίγει τη σόμπα παίρνει τις στάχτες και αρχίζει να πασαλείβει τον Πόντιο στο πρόσωπο και τα χέρια. Κατράμι ο Πόντιος.
Κατά τις 4 ο Κινέζος ξυπνά τον Πόντιο και του λέει "άντε σήκω ώρα για δουλειά".
Ευχαριστώ λέει ο Πόντιος, σηκώνετε και πάει για κατούρημα.
Καθώς ξαλάφρωνε κοιτά στον καθρέφτη, γουρλώνει τα μάτια και λέει όλο θυμό :
"Ρε τον π**στη τον Κινέζο τον μα**κα τον Νέγρο ξύπνησε!"

Πάει μια φορά ένας Πόντιος στο νοσοκομείο. Με το που μπαίνει μέσα πλησιάζει τη ρεσεψιόν κρατώντας μια κουράδα γύρο στο ένα μέτρο μέσα σε ένα γυάλινο βάζο και ρωτάει την κοπέλα εκεί:
Πόντιος: Γεια σας , θα ήθελα να δω έναν οφθαλμίατρο.
Ρεσεψιονίστ: Προκτολόγο εννοείτε!
Πόντιος: Όχι δεσποινίς οφθαλμίατρο θέλω να δω.
Ρεσεψιονίστ: Μα κύριε μου από ότι βλέπω το πρόβλημα σας είναι…..
Πόντιος: Κοπέλα μου άσε τα σχόλια και πες μου που είναι ο οφθαλμίατρος.
Ρεσεψιονίστ: Πρώτο πάτωμα, πρώτη πόρτα αριστερά.
Πράγματι ξεκινάει ο Πόντιος ανεβαίνει τις σκάλες, κάνει αριστερά τι να δει! Γραφείο προκτολόγου. «Θα την π**ω την καρ**λα» σκέφτεται. Παίρνει πάλι αγκαζέ τι γυάλα με την κουράδα, και ξανάπαει στην ρεσεψιόν.
Πόντιος: Μωρή κα***α αν δεν μου πεις που είναι ο οφθαλμίατρος θα σου βάλω το κεφάλι μέσα στην γυάλα.
Η κοπέλα τρομοκρατημένη του δίνει αυτή τη φορά οδηγίες πώς να πάει σε οφθαλμίατρο. Ο Πόντιος ξεκινάει και αφού ανέβηκε μερικά πατώματα ανοίγει την πόρτα του οφθαλμίατρου λαχανιασμένος και με την κουράδα πάντα αγκαζέ. Τον βλέπει ο γιατρός με την κουράδα στην γυάλα και του λέει:
Γιατρός: Λάθος γραφείο κύριε, ο προκτολόγος είναι στο 4o πάτωμα.
Πόντιος: Εγώ οφθαλμίατρο χρειάζομαι γιατρέ!
Γιατρός: Μα τι λέτε κύριε μου! Είναι πασιφανές από το μέγεθος αυτής τις κουράδας ότι χρειάζεστε προκτολόγο!
Πόντιος: Όχι γιατρέ μου οφθαλμίατρο χρειάζομαι...
Γιατρός: Μα τι λέτε κύριε μου, σοβαρολογείτε….
Πόντιος: ... Μα γιατρέ μου θα με αφήσετε να ολοκληρώσω για να καταλάβετε γιατί χρειάζομαι οφθαλμίατρο;
Γιατρός: Aντε ολοκληρώστε κύριε να δούμε τι σχέση μπορεί να έχει ένας οφθαλμίατρος με μια κουράδα 1 1/2 μέτρο που χέζετε.
Και ο Πόντιος: Γιατρέ μου, δεν μπορώ να καταλάβω κάθε φορά που χέζω μια τέτοια κουράδα, δακρύζω!
Τρεις ξανθιές , εξετάζονται για να γίνουν αστυνομικίνες . Ο εξεταστής δίνει στην πρώτη κοπέλα μια φωτογραφία ενός υπόπτου και τη ρωτάει :
- " Τι έχεις να πεις γι αυτή την φωτογραφία ; "
- " Θα τον πιάσουμε εύκολα τον ύποπτο " , λέει εκείνη . " Έχει μόνο ένα μάτι ! "
- " Δεν έχει ένα μάτι ανόητη , η φωτογραφία είναι προφίλ ! Αϊ χάσου από εδώ ! " , της απαντάει έξαλλος ο εξεταστής . Μετά από λίγο , στο γραφείο μπαίνει η δεύτερη ξανθιά . Βλέπει την φωτογραφία και λέει :
- " Εύκολα θα τον βρούμε αυτόν . Πόσοι έχουν μόνο ένα αυτί ; "
- " Αϊ στο διάολο ! " , της λέει έξαλλος ο εξεταστής . " Ηλίθια . Δεν έχει ένα αυτί . Η φωτογραφία είναι προφίλ ! " Μετά μπαίνει και η τρίτη ξανθιά και της λέει :
- " Πρόσεχε τι θα μου πεις για αυτή την φωτογραφία ." Η ξανθιά σκέφτεται και έπειτα από λίγο λέει :
- " Το μόνο βέβαιο είναι , ότι ο ύποπτος φοράει φακούς επαφής ! " Ο εξεταστής τρελαίνεται . Βάζει το όνομα του υπόπτου στο κομπιούτερ , και ύστερα από μισή ώρα διαβάζει στο φάκελο του , ότι πράγματι φοράει φακούς επαφής ! - " Φοβερό ! Πώς το κατάλαβες ; Eίναι αλήθεια ."
- " Είναι απλό . Πώς να φοράει γυαλιά , με ένα μάτι και ένα αυτί ; ", απαντάει η ξανθιά .
Ο τύπος κερδίζει στο ΛΟΤΤΟ 57.550.550 δραχμές καθαρά και, σούμπιτος φεύγει για την αντιπροσωπία της Φεράρι. "Θέλω αυτήν...", λέει στον υπάλληλο και, τσουπ, ανοίγει την τσάντα και βγάζει το ρευστό. Μετράει ο υπάλληλος και μετά του λέει:
"Κύριε, δυστυχώς το αυτοκίνητο κάνει 57.550.600 δραχμές, με πινακίδες και τα λοιπά...". Ψάχνει στην τσέπη του ο τύπος, τίποτε. Στην άλλη, στις μέσα τσέπες, πουθενά πενηντάρικο! "Περιμένετε"
, λέει στον υπάλληλο και βγαίνει έξω. Βρίσκει ένα περίπτερο και λέει στον περιπτερά:
"Σε παρακαλώ, καλέ μου άνθρωπε, σώσε με. Όλη μου τη ζωή ήθελα να αγοράσω μια Φεράρι και άμα δεν την αγοράσω εδώ και τώρα, θα πάθω εγκεφαλικό. Θα σκάσω. Θα ψοφήσω σαν το σκυλί. Το καταλαβαίνεις; Χάνομαι! Σε ικετεύω, δώσε μου ένα πενηντάρικο να πάω να την πάρω ΤΩΡΑ και θα σ το φέρω πίσω αύριο πρωί πρωί!"
. Και ο περιπτεράς:
"Καλά, καλά. Μην τρελαίνεσαι, ρε μεγάλε. Να. Πάρε ένα κατοστάρικο και...
Πάρε μου και εμένα μία!".
Ήταν δύο φίλοι που κάθονταν σε μια καφετέρια, και ήταν άφραγκοι. Εκεί που πίναν τον καφέ τους, πετάγεται ο ένας, και λέει:
- "Ρε συ, πως δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό! Φεύγω, θα τα πούμε σε λίγους μήνες!"
Ο άλλος καθόταν απορημένος, και περίμενε τρεις μήνες, ώσπου μια ημέρα μια λιμουζίνα παρκάρει έξω από την καφετέρια, και βγαίνει ο φίλος του χλυδάτος και κουστουμαρισμένος!
- "Τι έγινε ρε μεγάλε," του λέει.
- "Ασε ρε, τα κονόμησα. Μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω μια ποντικοπαγίδα με σίγουρα αποτελέσματα, την πούλησα και έχω γεμίσει χρήμα!"
- "Τι ποντικοπαγίδα είναι αυτή;"
- "Μα είναι απλό, παίρνω ένα κουτί με δύο θήκες, στις οποίες βάζω ένα κομμάτι τυρί στην μία, και ένα μπιφτέκι στην άλλη. Πάει ο ποντικός μέσα στο κουτί το βράδυ, και το πρωί όταν ανοίγεις το κουτί, τον βρίσκεις ακόμα εκεί να κάθεται ζαλισμένος και να σκέφτεται αν θα φάει το τυρί ή το μπιφτέκι και εσύ λοιπόν τον σκοτώνεις εύκολα!"
- "Και αυτό σε έκανε πλούσιο;"
- "Δεν με βλέπεις;"
- "Ρε μεγάλε, μου ήρθε και εμένα μια ιδέα. Σε λίγο καιρό, θα περάσω από το γραφείο σου να τα πούμε!"
Μετά από τρεις μήνες, έξω από το γραφείο του πλούσιου φίλου, προσγειώνεται ένα ελικόπτερο, και βγαίνει ο φίλος του με συνοδεία μπράβων, και γραμματέων, και μπαίνει στο κτίριο. Όταν τον βλέπει στο γραφείο του, τον ρωτάει:
- "Καλά ρε, πως τα κονόμησες και εσύ τόσο γρήγορα;"
- "Μα είναι απλό φίλε μου. Πήρα την ιδέα σου, και την έκανα ποιο οικονομική, οπότε έβγαλα περισσότερο κέρδος."
- "Δηλαδή;"
- "Να μωρέ, θυμάσαι τον ποντικό που ήταν να διαλέξει το τυρί ή το μπιφτέκι;"
- "Ναι..."
- "Ε, λοιπόν εγώ δεν βάζω τίποτα στο κουτί, οπότε το πρωί που πας και ανοίγεις το κουτί, βρίσκεις τον ποντικό κλαμένο να σκέφτεται που είναι το τυρί ή το μπιφτέκι;"