Φτωχοί, πάμπφτωχοι συνταξιούχοι ήταν ο γέρος κι η γριά, δεν τα έβγαζαν πέρα, έτυχαν και κάτι έκτακτα, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, την επόμενη μέρα δεν θα είχαν τι να βάλουν στο τσουκάλι.
- Πήρα τη μεγάλη απόφαση, λέει η γριά. Θα εκδοθώ.
Τον έπιασαν τα γέλια τον γέρο:
- Είσαι σοβαρή μωρή, σε τέτοια ηλικία;
Δεν είχαν όμως κι άλλη επιλογή, στολίστηκε η γριά, φτιασιδώθηκε, αρωματίστηκε και, υπό το μειδίαμα του γέρου, πήρε τους δρόμους.
Το επόμενο πρωί, κοιμόταν ακόμα ο γέρος, πάει η γριά στο κρεβάτι, τον ξυπνάει και του πετάει στα μούτρα 200 ευρώ.
Τρελάθηκε αυτός:
- Έλα ρε σύ, βρέθηκε έστω και ΕΝΑΣ άντρας να σε πλησιάσει;
- Ένας μόνο; Διακόσιοι!
Ένας τύπος αποφασίζει να κάνει ένα τατουάζ. Ψάχνει λοιπόν, για κάποιον επαγγελματία του είδους και την άλλη μέρα πάει στο μαγαζί του.
- Καλημέρα. Θέλω να μου φτιάξετε ένα τατουάζ.
- Μάλιστα. Έχετε κάποιο σχέδιο κατά νου ή θέλετε να δείτε κάποια έτοιμα δείγματα ;
- Θέλω να μου φτιάξετε το σήμα του Ευρώ στο πουλί μου. (Το ακούει ο τατουαζάς και τρελαίνεται !)
- Πρώτη φορά μου ζητάνε κάτι τέτοιο, λέει σαστισμένος.
- Δηλαδή δεν μπορείτε να το φτιάξετε ;
- Μα όχι, αλίμονο. Ότι θέλετε εσείς. Κανένα πρόβλημα.
Ξεκινά λοιπόν, και ζωγραφίζει το Ευρώ στο πουλί του πελάτη του. Φυσικά, μετά από λίγο, δεν μπορεί να αντισταθεί και ρίχνει την ερώτηση:
- Αν και δεν το συνηθίζω να ρωτάω τους πελάτες μου για τέτοιου είδους προσωπικά πράγματα... εντούτοις η περίπτωσή σας είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Μπορώ να μάθω τον λόγο που σας έκανε να ζητήσετε κάτι τέτοιο;
- Βασικά, οι λόγοι είναι τρεις. Πρώτον, μου αρέσει να παίζω με τα λεφτά μου, δεύτερον μου αρέσει να τα βλέπω να αυξάνονται.. και τρίτον, αν η γυναίκα μου θελήσει κάποια μέρα να μου φάει τα λεφτά, τουλάχιστον να το ευχαριστηθώ.
Την εποχή που στο λιμάνι του Πειραιά κυριαρχούσε η ατμόσφαιρα που γνωρίσαμε και στην ταινία "Τα κόκκινα φανάρια " συνέβη και το περιστατικό που περιγράφεται στο ανέκδοτο αυτό. Ήσαν δυο κοπέλες, η Φρίντα και η Σίλια, που σχεδόν συνεργάζονταν στην... Εξυπηρέτηση πελατών κάθε φορά που έφταναν πλοία στο λιμάνι μετά από πολύμηνη απουσία, με τα πληρώματά τους κουρασμένα και στερημένα από... τις ποικίλες ευχαριστήσεις που προσφέρει η ζωή. Ήσαν φίλες στην ουσία και δεν τις πείραζε ούτε το να δέχονται τον ίδιο πελάτη διαδοχικά. Έτυχε, λοιπόν, να έχουν και κάποιον έλληνα ναυτικό, μόνιμό τους πελάτη. Κάθε φορά που αυτός γύριζε από κάποιο μακρύ ταξίδι έτρεχε κοντά τους και περνούσε αρκετές ώρες πότε με τη μία και πότε με την άλλη. Μια φορά είχε λείψει γύρω στο χρόνο γιατί το καράβι που δούλευε είχε δέσει σε κάποιο λιμάνι της Β. Ευρώπης για επισκευή. Τις έπαιρνε τηλέφωνο, τους έλεγε ότι τις είχε επιθυμήσει, ότι τους ήταν... Πιστός, ότι επισκεπτόταν διάφορα μέρη για να σπρώχνει τον καιρό να περνά κι ότι περίμενε πώς και πώς την ώρα του γυρισμού. Ήλθε κάποτε κι αυτή η ώρα, τον υποδέχτηκαν αυτές όλο χαρά κι ακολούθησε ότι καθένας εύκολα φαντάζεται. Όπως ήσαν και τα δωμάτιά τους στο φτηνό ξενοδοχείο του λιμανιού δίπλα- δίπλα, έβγαινε από τη μια, έμπαινε στην άλλη. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες οι κοπέλες πίνοντας καφέ, συζητούσαν τις εντυπώσεις τους.
- Πώς τον βρήκες; ρωτάει η Φρίντα τη Σίλια.
- Υπέροχο! Τί να σου λέω !Είχε ένα κέφι !Μια ορμητικότητα! Μια έξαψη! Πρωτοφανές το πάθος του... Εσύ πώς τον βρήκες;Κι εγώ το ίδιο θερμό κι ορεξάτο. Της απαντά η Φρίντα . Πες μου, όμως κάτι. Παρατήρησες τίποτε παράξενο πάνω του, αυτή τη φορά;
- Ναι, μωρέ, γεια σου! Θα το είδες κι εσύ φαίνεται για να ρωτάς. Είδα στο όργανό του επάνω κάποιο τατουάζ που έλεγε "νταμ "
- Όχου! Καημένη μου! Και μου τον παίνευες για ορμητικό και με πρωτοφανές πάθος! Σε πληροφορώ ότι κι εγώ το είδα το τατουάζ. Μόνο που όταν ήταν με μένα δεν έγραφε "... Νταμ " αλλά "Aμστερνταμ...!"-