Ένας Εβραίος πηγαίνει σε μια τράπεζα στο Μανχάταν και ζητά να δει τον υπεύθυνο για τα δάνεια. Εξηγεί ότι θα πάει στην Ευρώπη για δουλειές και χρειάζεται 2.000 δολάρια.
Ο υπεύθυνος λέει:
- «Χρειαζόμαστε κάποια εγγύηση για να σάς δώσουμε ένα τέτοιο ποσό».
Ο Εβραίος τού δίνει τότε τα κλειδιά της Ρολς Ρόις που ήταν παρκαρισμένη έξω από την τράπεζα. Η τράπεζα ελέγχει τα στοιχεία και όλα είναι εντάξει. Ο υπεύθυνος δέχεται το αυτοκίνητο σαν εγγύηση για το δάνειο. Ένας υπάλληλος πηγαίνει τη Ρολς Ρόις στον υπόγειο χώρο στάθμευσης τής τράπεζας και την παρκάρει εκεί.
Όταν ο άντρας φεύγει, μετά από λίγο η τράπεζα διαπιστώνει ότι ο πελάτης της είναι εκατομμυριούχος. Όταν επιστρέφει μετά από κάμποσες εβδομάδες, εξοφλεί το δάνειο και πληρώνει τον τόκο που είναι 5,41 δολάρια.
Ο υπεύθυνος για τα δάνεια ρωτά τότε με απορία:
- «Γιατί δανειστήκατε 2.000 δολάρια; Αφού είστε πολύ πλούσιος».
Και τότε ο Εβραίος απαντά:
- «Για το πάρκιγκ. Πού αλλού μπορεί κανείς να παρκάρει στο Μανχάταν για δύο εβδομάδες, με 5,41 δολάρια;».
Η τσατσά άνοιξε την πόρτα τού οίκου ανοχής και αντίκρισε ένα ηλικιωμένο Εβραίο. Τα ρούχα του ήταν ατημέλητα και φαινόταν πεινασμένος και ταλαιπωρημένος.
- Μπορώ να σας βοηθήσω; ρώτησε η τσατσά.
- Θέλω την Νατάσα, αποκρίθηκε το χουφταλάκι.
- Καλέ μου κύριε, η Νατάσα είναι το πιο ακριβό μας κορίτσι. Να προτείνω κάποια άλλη;
- Όχι, πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθώ με την Νατάσα.
Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε η Νατάσα και τού ανακοίνωσε ότι χρεώνει 1.000 ευρώ την βίζιτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο γέρος έβγαλε από την τσέπη του δέκα κολλαριστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ. Πήγαν λοιπόν στο δωμάτιο για μια ώρα, και στη συνέχεια ο μπάρμπας αποχώρησε ήρεμα.
Το επόμενο βράδυ το χούφταλο επέστρεψε για την Νατάσα. Η Νατάσα τού είπε ότι κανείς δεν έχει πάει μαζί της δύο βραδιές στη σειρά και τού διευκρίνισε ότι δεν δέχεται εκπτώσεις, η ταρίφα παραμένει 1.000 ευρώ.
Ο γέρος τής έδωσε τα χρήματα και αποσύρθηκαν στο ιδιαίτερο δωμάτιο και…σε μια ώρα αποχώρησε ήρεμα. Κανείς δεν πίστεψε τα μάτια του όταν ο γέρος εμφανίστηκε για τρίτη συναπτή βραδιά. Τής παρέδωσε και πάλι 1.000 ευρώ και πήγαν στο δωμάτιο για τα σχετικά.
Στο τέλος τής επίσκεψης, η Νατάσα έπιασε κουβέντα με τον γέρο:
- Κανείς δεν με έχει επισκεφθεί για τρεις συνεχόμενες βραδιές… Αλήθεια, από πού είσαι;
- Από το Κίεβο.
- Σοβαρά; Η αδελφή μου η Όλγα μένει στο Κίεβο.
- Το ξέρω, είπε ο Εβραίος. Μού έδωσε 3.000 ευρώ να σού δώσω…
Ένας τύπος αποφασίζει να κάνει ένα τατουάζ. Ψάχνει λοιπόν, για κάποιον επαγγελματία του είδους και την άλλη μέρα πάει στο μαγαζί του.
- Καλημέρα. Θέλω να μου φτιάξετε ένα τατουάζ.
- Μάλιστα. Έχετε κάποιο σχέδιο κατά νου ή θέλετε να δείτε κάποια έτοιμα δείγματα ;
- Θέλω να μου φτιάξετε το σήμα του Ευρώ στο πουλί μου. (Το ακούει ο τατουαζάς και τρελαίνεται !)
- Πρώτη φορά μου ζητάνε κάτι τέτοιο, λέει σαστισμένος.
- Δηλαδή δεν μπορείτε να το φτιάξετε ;
- Μα όχι, αλίμονο. Ότι θέλετε εσείς. Κανένα πρόβλημα.
Ξεκινά λοιπόν, και ζωγραφίζει το Ευρώ στο πουλί του πελάτη του. Φυσικά, μετά από λίγο, δεν μπορεί να αντισταθεί και ρίχνει την ερώτηση:
- Αν και δεν το συνηθίζω να ρωτάω τους πελάτες μου για τέτοιου είδους προσωπικά πράγματα... εντούτοις η περίπτωσή σας είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Μπορώ να μάθω τον λόγο που σας έκανε να ζητήσετε κάτι τέτοιο;
- Βασικά, οι λόγοι είναι τρεις. Πρώτον, μου αρέσει να παίζω με τα λεφτά μου, δεύτερον μου αρέσει να τα βλέπω να αυξάνονται.. και τρίτον, αν η γυναίκα μου θελήσει κάποια μέρα να μου φάει τα λεφτά, τουλάχιστον να το ευχαριστηθώ.
Την εποχή που στο λιμάνι του Πειραιά κυριαρχούσε η ατμόσφαιρα που γνωρίσαμε και στην ταινία "Τα κόκκινα φανάρια " συνέβη και το περιστατικό που περιγράφεται στο ανέκδοτο αυτό. Ήσαν δυο κοπέλες, η Φρίντα και η Σίλια, που σχεδόν συνεργάζονταν στην... Εξυπηρέτηση πελατών κάθε φορά που έφταναν πλοία στο λιμάνι μετά από πολύμηνη απουσία, με τα πληρώματά τους κουρασμένα και στερημένα από... τις ποικίλες ευχαριστήσεις που προσφέρει η ζωή. Ήσαν φίλες στην ουσία και δεν τις πείραζε ούτε το να δέχονται τον ίδιο πελάτη διαδοχικά. Έτυχε, λοιπόν, να έχουν και κάποιον έλληνα ναυτικό, μόνιμό τους πελάτη. Κάθε φορά που αυτός γύριζε από κάποιο μακρύ ταξίδι έτρεχε κοντά τους και περνούσε αρκετές ώρες πότε με τη μία και πότε με την άλλη. Μια φορά είχε λείψει γύρω στο χρόνο γιατί το καράβι που δούλευε είχε δέσει σε κάποιο λιμάνι της Β. Ευρώπης για επισκευή. Τις έπαιρνε τηλέφωνο, τους έλεγε ότι τις είχε επιθυμήσει, ότι τους ήταν... Πιστός, ότι επισκεπτόταν διάφορα μέρη για να σπρώχνει τον καιρό να περνά κι ότι περίμενε πώς και πώς την ώρα του γυρισμού. Ήλθε κάποτε κι αυτή η ώρα, τον υποδέχτηκαν αυτές όλο χαρά κι ακολούθησε ότι καθένας εύκολα φαντάζεται. Όπως ήσαν και τα δωμάτιά τους στο φτηνό ξενοδοχείο του λιμανιού δίπλα- δίπλα, έβγαινε από τη μια, έμπαινε στην άλλη. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες οι κοπέλες πίνοντας καφέ, συζητούσαν τις εντυπώσεις τους.
- Πώς τον βρήκες; ρωτάει η Φρίντα τη Σίλια.
- Υπέροχο! Τί να σου λέω !Είχε ένα κέφι !Μια ορμητικότητα! Μια έξαψη! Πρωτοφανές το πάθος του... Εσύ πώς τον βρήκες;Κι εγώ το ίδιο θερμό κι ορεξάτο. Της απαντά η Φρίντα . Πες μου, όμως κάτι. Παρατήρησες τίποτε παράξενο πάνω του, αυτή τη φορά;
- Ναι, μωρέ, γεια σου! Θα το είδες κι εσύ φαίνεται για να ρωτάς. Είδα στο όργανό του επάνω κάποιο τατουάζ που έλεγε "νταμ "
- Όχου! Καημένη μου! Και μου τον παίνευες για ορμητικό και με πρωτοφανές πάθος! Σε πληροφορώ ότι κι εγώ το είδα το τατουάζ. Μόνο που όταν ήταν με μένα δεν έγραφε "... Νταμ " αλλά "Aμστερνταμ...!"-

Στον παράδεισο βρίσκονται ανάμεσα στους άλλους νεκρούς ένας Ιταλός, ένας Τούρκος και ένας Εβραίος οι οποίοι παίρνουνε άδεια από τον Αγιο Πέτρο να κατεβούν για Παρασκευοσαββατοκύριακο στη γη.
Ετοιμάζονται να φύγουν αλλά πριν περάσουνε τις πύλες του παραδείσου τους καλεί ο Αγ. Πέτρος στο γραφείο του και τους προειδοποιεί.
"Μην τυχόν δω τον Ιταλό να τρώει πίτσα, τον Εβραίο να ασχολείται με χρήματα ή τον Τούρκο να κάνει Οθωμανικό γιατί θα τον βουτήξω αμέσως, σύμφωνοι?"
Τι να κάνουν, οι τρεις νεκροί δεν μπορούσανε να πούνε όχι. κατεβαίνουνε λοιπόν στη γη και αρχίζουνε να σουλατσάρουνε σε μια πόλη ώσπου συναντάνε μια πιτσαρία. Ο Ιταλός δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην
Νοσταλγία του και ορμά μέσα, παραγγέλνει μία σπέσιαλ πίτσα και κάθεται να τη φάει αλλά με την πρώτη μπουκιά ΦΟΥΠ! τον αρπάζει ο Αγ. Πέτρος. Οι υπόλοιποι 2 πάνε παρακάτω και μετά από λίγα βήματα βλέπουνε μια λίρα στο δρόμο. Σκύβει ο Εβραίος να την πιάσει και ΦΟΥΠ! εξαφανίζεται ο Τούρκος!
Κάποιος εκεί που έκανε βόλτα στην παράλια με το σκυλάκι του βρήκε ένα Λυχνάρι.
Το άνοιξε, το τζίνι είχε τρεις επιθυμίες προς ικανοποίηση .
1η «ένα εκατομμύριο δολάρια».
- «Έγινε» είπε το τζίνι. Και ο λογαριασμός του στην τράπεζα έδειχνε
1.000.000.000 δολ. Πλουσιότερος .
2η «θα ήθελα ένα Μερσεντές επιβατικό αυτοκίνητο»
- «Έγινε» είπε το τζίνι . Και η Μερσεντές έκανε εμφάνιση μπροστά του ,μέσα από σύννεφο ομίχλης.
3η (Χμ σκέφτηκε χρήματα έχω, αυτοκίνητο έχω) «Θέλω να είμαι ακαταμάχητος με τις γυναίκες»
Το τζίνι τον μεταμόρφωσε σε ένα μεγάλο κουτί με σοκολάτες .
Ένας άλλος τύπος βρήκε ένα λυχνάρι το άνοιξε και το τζίνι είχε μια επιθυμία.
Ο τύπος σκέφτηκε , σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και είπε:
- «Θέλω να είμαι πάντα σκληρός Και να έχω οποίον κώλο μου γουστάρει».
- «¨Όπως επιθυμείς» είπε το τζίνι και . .
Το τζίνι τον μεταμόρφωσε σε κάθισμα τουαλέτας.
- Ήταν πριν δύο χρόνια όταν στο γήπεδο του Πύργου αγωνίζονταν ΠΑΝΗΛΕΙΑΚΟΣ-ΠΑΝΑΧΑΪΚΗ για τα μπαράζ παραμονής στην Α εθνική.
Κάτι δηλαδή σαν ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ-ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ και χειρότερο λόγο της αιώνιας έχθρας που μας χωρίζει με τους Πατρινούς.
- Στο ημίχρονο αρκετοί οπαδοί και από τις δύο ομάδες είχαν μαζευτεί στο ηλεκτρονικό μηχάνημα που βάζοντας 200 δραχμές σου έβγαζε coca cola, καφέ κτλ.
Η αστυνομία είχε σχηματίσει ένα τείχος δίνοντας προτεραιότητα στους Πατρινούς ως φιλοξενούμενους.
- Ήταν ένας Πατρινός γύρω στα 45-50 που έριχνε συνέχεια χρήματα με αποτέλεσμα να εχει πάρει γύρω στις 10 πορτοκαλάδες.
Αφού βλέπαμε ότι αργούσε του φωνάζει ένας από μας. "Άντε ρε γύφτε τελείωνε θα αρχίσει ο αγώνας!
"Και απαντάει...¨"Τι λες ρε μα**κα Πυργιώτη; Τώρα που κερδίζω;"...
¨Όταν σταματήσαμε να γελάμε ακούστηκε το κορυφαίο σύνθημα απο 3000 άτομα.
Πάρτε το μηχάνημα μαζί "πατρινοί, πατρινοί"...