Οικονομολογία...
Ένας πεπειραμένος και ένας λιγότερο πεπειραμένος οικονομολόγος περπατάνε στον δρόμο και βλέπουν μία κουράδα.
- Αμα την φας, λέει ο πεπειραμένος, σου δίνω 20000 ευρώ!
Ο λιγότερο πεπειραμένος στήνει στο μυαλό του ένα οικονομομετρικό μοντέλο, κατεβάζει τις εξισώσεις και καταλήγει ότι τον συμφέρει να την φάει. Το κάνει λοιπόν, και τσεπώνει το παραδάκι.
Συνεχίζουν και πιο κάτω βλέπουν άλλη μια κουράδα. Λέει ο πιο άπειρος ψιλοτσαντισμένα και ψιλομετανιωμένα:
- Αμα την φας εσύ, θα σου δώσω εγώ 20000 ευρώ.
Κατεβάζει οικονομομοντέλα-και-εξισώσεις ο πεπειραμένος, την τρώει, και τσεπώνει το παραδάκι.
Συνεχίζουν τον δρόμο τους, και παρατηρεί ο λιγότερο πεπειραμένος.
- Χμ, τελικά είμαστε και οι δύο στα λεφτά μας, αλλά και οι δυο φάγαμε από μία κουράδα. Και δεν βλέπω να κερδίσαμε και τίποτε.
Και ο πιο πεπειραμένος:
- Έχεις δίκιο μόνο φαινομενικά, γιατί παραβλέπεις ότι έτσι κινήθηκε η οικονομία, και δημιουργήθηκε τζίρος 40.000 ευρώ!
Χελωνονιντζάκι!
Ήταν μία γιαγιάκα και πήγε να πληρωθεί την σύνταξή της από την τράπεζα. Εκεί που έβγαινε, της αρπάζει ένας νεαρός την τσάντα και αρχίζει να τρέχει.
- Με κλέψανε, με κλέψανε, αρχίζει να φωνάζει η γιαγιά.
- Μην ανησυχείς, γιαγιά, λέει το Χελωνονιντζάκι. Θα σου την φέρω αμέσως!
Αρχίζει το Χελωνονιντάκι να τρέχει πίσω από τον τσαντάκια, και σε δύο λεπτά εμφανίζεται πίσω με την τσάντα.
- Ορίστε γιαγιά, η τσάντα σου!
- Αχ παιδί μου! Σε ευχαριστώ! Δεν ξέρω πως να σου το ξεπληρώσω!
- Μπα, δεν ήταν τίποτα, γιαγιά! Εσύ να είσαι καλά!
- Και πως σε λένε, παιδάκι μου;
- Χελωνονιντζάκι, γιαγιά!
- Χελωνονιντζάκι;! Α ρε, κάτι παλικάρια που βγάζει η Κρήτη!
Ήταν μια φορά ενας βλάχος και πήγε να μείνει σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας. Λέει στη ρεσεψιόν, λοιπόν,να του δώσει ένα δωμάτιο και του λέει αυτή:
- Μήπως θα θέλατε και καμμιά κοπελίτσα για παρέα το βράδυ;
- Αμέ, γιατί όχι!
Γίνεται ότι γινεται, λοιπόν, την επόμενη μέρα πάει ο βλάχος να πληρώσει.
- Δε χρωστάτε τίποτα, λέει η ρεσεψιόν και του δίνει και 200 Ευρώ!
Πάει ο βλάχος όλο χαρά στο κατσικοχώρι του και λέει ότι έγινε στους συγχωριανούς του.
Αρχίζουν λοιπόν να πηγαίνουν ένας-ένας στο περιβόητο ξενοδοχείο και είχαν όλοι την ίδια εμπειρία.
Κάποια στιγμή τους πήρε πρέφα ο παπάς του χωριού και πήγε ο ίδιος στο ξενοδοχείο της Αθήνας να τσεκάρει.
Πάει στη ρεσεψιόν και της ζητάει δωμάτιο.
Αυτή, κλασσικά, του λέει:
- Μήπως θα θέλατε και καμμιά κοπελίτσα για παρέα το βράδυ;
- Αυτά είναι πράγματα του Σατανά, τέκνον μου, λέει ο παπάς,αλλά μιας και το ανέφερες...
Πάει ο παππάς στο δωμάτιο με την γκόμενα, την ξεσκίζει και την επόμενη μέρα πάει για να πληρώσει.
Η ρεσεψιόν του είπε οτι δε χρωστάει τίποτα και του δίνει 3000 Ευρώ.
Ο παπάς τα έχει χάσει και τη ρωτάει:
- Μα τέκνον μου, γιατί στους υπόλοιπους συγχωριανούς μου έδωσες 200 και σε μένα 3000 Ευρώ;
Και η ρεσεψιόν του λέει:
- Κοιτάξτε, τσόντα με παπά πρώτη φορα γυρίζουμε!
Δύο φίλοι θέλουν να βγουν έξω να τα πιουν, αδειάζουν τις τσέπες τους και έχουν μόνο 5 ευρώ συνολικά.
Γυρνάει ο ένας και λέει:
- Έχω μία ιδέα.
Παίρνει τα 5 ευρώ, μπαίνει σε ένα χασάπικο και αγοράζει ένα τεράστιο λουκάνικο. Ο άλλος του λέει:
- Ρε συ, μαλάκας είσαι; Ούτε μια μπύρα δεν θα πιούμε; Τί το ήθελες το λουκάνικο;
- Ακου τί θα κάνουμε. Θα πηγαίνουμε στα καλύτερα μαγαζιά, θα καθόμαστε σε σημείο που μας βλέπουν όλοι, θα πίνουμε, θα πίνουμε και όταν φτάνει η ώρα του λογαριασμού, θα ανοίγω το φερμουάρ, θα βάζω το λουκάνικο και εσύ θα πέφτεις στα γόνατα, κλπ. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορεί, θα μας πετάξουν έξω με τις κλωτσιές και δεν θα πληρώνουμε τίποτε!
- Φοβερό, λέει ο άλλος.
Πραγματικά, το κάνουν και σε κάθε μαγαζί τους πετάγαν έξω. Κοντά στο ξημέρωμα, από την σούρα δεν βλέπει ο ένας τον άλλο.
- Λοιπόν, φίλε μου, θα πάμε για ένα τελευταίο ποτό.
- Να πάμε. Όμως, ρε μεγάλε, δεν πάει άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Με πονάει η μέση μου... Πονάνε τα γόνατά μου... Έχει μουδιάσει το στόμα μου... Δεν μπορώ άλλο!
- Καλά, γκρινιάζεις, αλλά αυτό που έχεις πάθει εσύ, δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτό που έχω πάθει εγώ.
- Τί έχεις πάθει εσύ; ρωτά ο άλλος.
- Αστα, έχω χάσει το λουκάνικο από το πρώτο μαγαζί...