Ήταν κάποτε ένα ζευγάρι παντρεμένο πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή τους χαλάει ο πίνακας ελέγχου και λέει η γυναίκα στον άντρα της:
- "Αγάπη μου πήγαινε να το φτιάξεις σε παρακαλώ."
- "Δε μου λες φως μου. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι και δεν ξέρεις ότι δεν ξέρω τίποτα από ηλεκτρολογικά; Κάλεσε έναν ηλεκτρολόγο και θα στα δώσω τα λεφτά."
Περνάνε λίγες μέρες χαλάει το σύστημα ύδρευσης.
- "Πήγαινε αγάπη μου να το φτιάξεις."
- "Μωρό μου ξέρω εγώ από υδραυλικά; Κάλεσε έναν υδραυλικό και θα στα δώσω."
Περνάνε κι άλλες μέρες και χαλάει το κρεβάτι.
- "Πήγαινε να το φτιάξεις του λέει γιατί ντρέπομαι να καλέσω μαραγκό."
- "Δεν μπορώ", της λέει.
Γυρίζει ο άντρας το μεσημέρι και βλέπει το κρεβάτι φτιαγμένο.
- "Πόσα έδωσες, να στα δώσω αγάπη μου."
- "Δε γίνεται."
- "Γιατί;"
- "Να! Ξέρεις μου είπε ότι ήθελε να του κάνω μια σπανακόπιτα ή να του πάρω μια πίπα."
- "Και εσύ τι έκανες;"
- "Ζωούλα μου ξέρω εγώ να φτιάχνω σπανακόπιτα;"

Ήτανε δύο φίλοι σε ένα καφέ και συζητούσανε για γκόμενες!
- Μαλάκα χθες που έλειπες καθόμουν εδώ μόνος μου και έρχεται που λες μια γκομενάρα κάτσε καλά, λέει ο Νίκος.
- Καλή ρε, ρωτάει ο Τάκης;
- Θεά ρε. Και της ρίχνω κάτι ματιές και τσιμπάει, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης!
- Ναι ρε σου λέω, λέει ο Νίκος!
- Και μετά, ρωτάει ο Τάκης;
- Ε... Κάνουμε παιχνίδι και φεύγουμε με το jeep της για το σπίτι μου, λέει ο Νίκος!
- Πω, πω... Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης και αρχίζει να τρίβεται.
- Είχε μια σωματάρα ρε μεγάλε απερίγραπτη, κάτι μπουτάρες τέλειες και της βάζω χέρι ... Φίλε τι να σου λέω, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μεγάλε, λέει ο Νίκος! Ε... τότε δεν αντέχει ο Τάκης και τη βγάζει και αρχίζει και την πέζει κάτω από το τραπέζι!
- Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης, με έφτιαξες...
- Και φτάνουμε στην πολυκατοικία που μένω και αρχίζουμε και φιλιώμαστε στην είσοδο,είχε ένα στόμα βελούδο...
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μεγάλε σου λέω, λέει ο Νίκος!
- Λέγε, λέγε λέει ανυπόμονα ο Τάκης.
- Και αρχίζουμε τα μάτσα μούτσα και κωλοπιασίματα και βυζοπιασίματα και πάμε παλεύοντας στο ασανσέρ και ανοίγω την πόρτα και τη χώνω μέσα και της κατεβάζω τη μπλούζα... Και τί θέαμα ήταν αυτό μεγάλε... Τρελάθηκα... κάτι στηθάρες κάτσε καλά, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μαλάκα, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μαλάκα, του λέει ο Νίκος.
- Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης.
- Και αρχίζω και τη γλείφω... φτάνουμε στον όροφο που μένω, βγαίνουμε όπως όπως, γκαπ γκουπ βαράγαμε εδώ και εκεί και φτάνουμε στην πόρτα μου και μετά από πολλές προσπάθειες βρίσκω την τρύπα της κλειδαριάς, ανοίγω μπαίνουμε, με στήνει στον τοίχο, μου κατεβάζει τα παντελόνια και μου τον παίρνει στο στόμα!
- Σώπα ρε μεγάλε λέει ο Τάκης που τον παίζει στο φουλ κάτω απότο τραπέζι!
- Ναι ρε μεγάλε, λέει ο Νίκος.
- Λέγε, λέγε, συνέχισε, λέει μπαρουτιασμένος ο Τάκης, και συνεχίζει ο Νίκος.
- Και μετά την παίρνω εγώ που λες αγκαλιά, την πάω μέσα στο κρεβάτι, την πετάω πάνω, της βγάζω τα ρούχα, της ανοίγω τα πόδια και αρχίζω και την γλείφω...
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης κατακόκκινος.
- Ναι ρε μεγάλε συνεχίζει ο Νίκος! Και της κάνω ένα γλείψιμο κάτσε καλά, και της τον βάζω στο τέλος και αρχίζω τα μέσα έξω και ξαφνικά που λες πάνω στην φάση ακούω ένα "τακ, τακ, τακ" χτυπάει η πόρτα... Και ο Τάκης έτοιμος να εκραγεί...
- Μην ανοιγεισ ρε μαλακαααααααα
Ένας κυνηγός νυκτώθηκε στην ερημιά και όχι μόνο αυτό τον έπιασε και μια φοβερή καταιγίδα.
Μέσα στην ερημιά αυτή και στην φοβερή καταιγίδα αναζητούσε με αγωνία ένα μέρος να ξαποστάσει. Ύστερα από πολλές ώρες βλέπει κάπου μακριά ένα αμυδρό φως. Με πολλή ελπίδα πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι- προσκυνητάρι. Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα ,όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τσίμα- τσίμα τρεις καλόγριες. Κτυπά λοιπόν το τζάμι της μικρής πόρτας και σε λίγο του ανοίγει μια καλόγρια.
- Τι θέλετε ,ρωτάει.
- Τι ερώτηση είναι αυτή. δεν με βλέπεις Χριστιανή μου. Μούσκεμα είμαι και θέλω να μ΄πω να ξαποστάσω.
- Εδώ δεν μπορείς να μπεις γιατί είναι ένας μικρός οίκος του Θεού μόνο για μοναχές και εξ άλλου δεν έχουμε χώρο.
- Τι είναι αυτά που λες... Έτσι είπε Ο Χριστός , να αφήνουμε αυτούς που έχουν ανάγκη στην μοίρα τους.
Τα τελευταία του λόγια ανάγκασαν τις μοναχές να το ξανασυζητήσουν και τελικά αποφάσισαν να του επιτρέψουν να μπει μέσα στο καμαράκι.
Αυτός σε λίγο ζήτησε την άδεια να του επιτρέψουν να βγάλει τα βρεγμένα του ρούχα ,πράγμα που έγινε.
Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του και έμεινε μόνο με το εσώρουχο. Aρχισε όμως να τουρτουρίζει από το φοβερό κρύο. Οι μοναχές βλέποντάς τον να υποφέρει ,στριμώχτηκαν λίγο και έκαναν χώρο να ξαπλώσει δίπλα στην πρώτη μοναχή και σκεπαστεί.
Αυτός μόλις σκεπάστηκε και ζεστάθηκε λίγη άρχισε να πασπατεύει την πρώτη καλόγρια.
Οι μοναχές άρχισαν να προσποιούνται ότι ροχαλίζουν.
Οπότε η πρώτη που δεχόταν ήδη τα χάδια του κυνηγού ακούστηκε :
- Γκρρρ ... Γκρρρ... Γκρρρ... Αχ τι ωραία που είναι.
Οπότε αυτή που ήταν προς τον τοίχο ακούστηκε :
- Γκρρρ... Γκρρρ... Γκρρρ... Έλα και από εδώ...
Οπότε η μεσαία ακούστηκε:
- Γκρρρ... Γκρρρ... Γκρρρρ... Μη χαλάς την σειρά...
Μια φορά ήταν ένας Τούρκος, ένας Αμερικανός και ένας Έλληνας. Το αεροπλάνο τους έπεσε σε μια άγρια ζούγκλα της Αφρικής και οι μόνοι επιζώντες ήταν αυτοί οι τρεις.
Τους έπιασαν οι ζουλού, και τους έδωσαν μια επιλογή για να γλιτώσουν τη σφαγή: Να μπουν σε μια σπηλιά και αν καταφέρουν αν βγουν από μέσα "άντρες" τότε θα τους χαρίσουν τη ζωή.
Πάει πρώτος ο Τούρκος, ένας άντρας ίσαμε κει πάνω, γεμάτος μυς. Μπαίνει μέσα, ακούγονται διάφορες κραυγές, ξεφωνητά, μετά από 1-2 ώρες, ακούγεται μια φωνή:
- Καλέ, βγαίνω! και βγαίνει ο Τούρκος κουνιστός και λυγιστός.
Μετά σειρά είχε ο Αμερικανός. Ένας άντρας 2 μέτρα, τόσο δυνατός, που τον τρέμανε ακόμα και οι πέτρες. Μπαίνει μέσα γεμάτος αυτοπεποίθηση, ακούγονται κραυγές ξεφωνητά, χαλασμός κυρίου. Μετά από 3 ώρες ακούγεται μια φωνούλα λεπτή:
- Καλέ, βγαίνω! και βγαίνει έξω ο Αμερικανός σεινάμενος και κουνάμενος και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Τελευταίος ήταν ο Έλληνας. Περιττό να σας τον περιγράψω, θεριό ανήμερο. Μπαίνει μέσα, ακούγονται φωνές, ξεφωνητά, ουρλιαχτά, γδαρσίματα, αλλά ο Έλληνας δε λέει να βγει. Περνάνε δύο ώρες, τρεις, τέσσερις, τίποτα. Χαλασμός σωστός. Περνάνε δέκα ώρες, περνάνε δεκατρείς, τίποτα. Οι ανθρωποφάγοι άρχισαν να ανησυχούν. Γύρω στις είκοσι ώρες, ακούνε μια φωνή, που κούνησε τη γη:
- Βγαίνω ρε!
Και από μέσα:
- Να μας ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε!

Τρείς εξερευνητές, ένας Γερμανός ένας Έλληνας και ένας Τούρκος, χαθήκανε στην αφρικάνικη ζούγκλα. Καθώς περιπλανιόντουσαν πέσανε πάνω σε μια άγρια φυλή της ζούγκλας και τους αιχμαλώτησαν.
Τους πήγανε στον φύλαρχο της φυλής, στον μοναδικό που γνώριζε λίγα σπαστά και μπορούσε να συνεννοηθεί.
Ρωτάει λοιπόν ο φύλαρχος πρώτα τον Γερμανό.
- Τέλει Τάνι-Τάνι ή να πετάνει;
Σκέφτεται λίγο ο Γερμανός.
- Καλύτερα Τάνι-Τάνι, λέει, παρά να πεθάνω.
- Αυτόν Τάνι-Τάνι, λέει ο φύλαρχος.
Τον πιάνουν 40 αραπάδες και αρχίζουν να τον πηδάνε με την σειρά.
Μετά ο φύλαρχος ρωτά τα ίδια και τον Τούρκο.
- Τέλει Τάνει-Τάνι ή να πετάνει;
- Τάνι-Τάνι, Τάνι-Τάνι απαντά ο Τούρκος.
Τον πηδάνε και αυτόν οι αραπάδες.
Έρχεται και η σειρά του Έλληνα.
- Τέλει Τάνει-Τάνει ή να πετάνει; ρωτάει ο φύλαρχος.
- Α! Εγώ ρε, είμαι Έλληνας. Δεν θα ντροπιάσω την φυλή μου και την χώρα μου. Καλύτερα να πεθάνω τιμημένα παρά να εξευτελιστώ. Να "πετάνει" λοιπόν.
Τότε ο φύλαρχος διατάζει τους 40 αραπάδες.
- Αυτόν Τάνι-Τάνι, μέχρι να πετάνει...