Η Αντριάνα μια θρησκευόμενη νέα γυναίκα έτρεξε με αγωνία στον εξομολόγο της.
- Αστα, πάτερ, αμάρτησα βαριά η ηλίθια. Δεν μπορώ να ησυχάσω από τις τύψεις μου.
- Τι έκανες Ανδριάνα; Εσύ πάντα είσαι άμεμπτη.
- Να στο λεωφορείο... είμαστε όλοι όρθιοι και κρατιόμαστε από τις χειρολαβές. Κάποιος με έσπρωχνε με τον π**τσο του ΄πίσω μου. Μου άρεσε και δεν διαμαρτυρήθηκα. Έβαλα το χέρι μου και τον... έπιασα. Αμέσως συνήλθα και έσπευσα να κατεβώ από το λεωφορείο.
- Με ποιο χέρι το έκανες, Ανδριάνα, δώστο μου να το φυσήξω να διώξω την το διάβολο από πάνω του και να το σταυρώσω να καθαρθεί. Για να σωθείς όμως πρέπει κάθε πρωί να πηγαίνεις στο ποτάμι, να το κτυπάς 40 φορές στο νερό, να κάνεις το σταυρό σου κι έπειτα από 40 ημέρες να έλθεις να σε κοινωνήσω με αγιασμό...
*Η Αντριάνα ακολούθησε τη συμβουλή του πνευματικού της κι έκανε ό,τι της είπε. Έπειτα από 10 μέρες είδε τη Βασίλω πιο πάνω να κτυπά και τα δυο της χέρια στο νερό. Γύρισε και τη ρώτησε:
- Και σένα ο πάτερ Δ. σε έστειλε εδώ; Εμ, με τις κουταμάρες που κάνουμε εμείς οι γυναίκες, καλά να μας κάνει...
- Ναι καλά, κάτι κάναμε εμείς.. τίποτα δεν κάναμε μπροστά στην Ασήμω. Την έχει στείλει πιο κάτω και κάνει γαργάρες από το πρωί μέχρι το βράδυ!
Μια φορά ένας γερός αποφάσισε να νοικιάσει το ισόγειο της μονοκατοικίας που έμενε.
Στην αγγελία που έβαλε, απάντησε ένα μουσικό συγκρότημα χέβυ μέταλ και έτσι έπιασαν το σπίτι.
Ένα βράδυ, ο γέρος ξύπνησε από δυνατή μουσική και φωνές, και κατέβηκε κάτω για να δει τι γίνετε.
- Σιγά ρε παιδιά κάντε ησυχία να κοιμηθούμε λέει ο γερός.
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε, αύριο δίνουμε συναυλία, είπαν αυτοί, και ο γέρος έφυγε.
Την επόμενη μέρα και πάλι τα ίδια, η δυνατή μουσική και ο γέρος ξανακατεβαίνει κάτω, τους φωνάζει πάλι, και αυτοί πάλι του λένε:
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε ,αύριο δίνουμε συναυλία.
Μετά από δύο μέρες και πάλι το ίδιο με τους χεβιμεταλάδες να δίνουν ρέστα και τον γέρο να κατεβαίνει και πάλι να τους λέει να σταματήσουν και να ακούει από αυτούς το ίδιο:
- Αυτή είναι η τελευταία μας πρόβα αύριο δίνουμε συναυλία.
Την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο, με τη μουσική στο τέρμα και το σπίτι να κουνιέται ολόκληρο, ο γέρος όμως άφαντος!
- Ρε λες και να έπαθε τίποτα ο γέρος; είπε ο ένας, και αποφάσισαν να ανέβουν πάνω για να δουν μήπως έπαθε κάτι. Μόλις μπήκαν μέσα είδαν το γέρο να τραβάει μαλακία.
- Κύριε Κώστα τι κάνετε εκεί; ρωτάει ο ένας. Και ο γέρος απαντάει:
- Τελευταία πρόβα αύριο σας γάμησα!.
Παντρεύεται κάποιος και θέλει να κάνει εντύπωση στη γυναίκα του την πρώτη νύχτα του γάμου. Μετά την τελετή λοιπόν μπαίνει στην τουαλέτα και παίρνει 10 viаgrа! Μετά από μίση ώρα γυρίζουν τα μάτια του, αφρίζει το στόμα του και βγαίνει στο διάδρομο με το καυ** έξω! Μπαίνει στο σαλόνι που έβλεπε ο πεθερός του τηλεόραση, τον βάζει κάτω και του ρίχνει τρείς. Συνεχίζει τρελαμένος, φτάνει στην κουζίνα βρίσκει την πεθερά του και την ξεσκί***!
Ξαναπαίρνει φορά, πετυχαίνει τη γιαγιά στο Χολ και της πετάει τα μάτια έξω! Βγαίνει στον κήπο, πιάνει το σκυλάκι και το ξεκωλ****! Ξαναμπαίνει στο σπίτι, πάει στην κρεβατοκάμαρα που ήταν η γυναίκα του και της σπάει τη λεκάνη από το πολύ γαμ***! Στο τέλος πεθαίνει από υπερκόπωση...
Την επόμενη στην κηδεία πλησιάζει τον πεθερό του μια γειτόνισσα και του λέει:
"Συλλυπητήρια κύριε Θανάση, τι κακό σας βρηκε, απο γάμο σε κηδεία". Δε μας χέζεις κύρια Τούλα, ο μακαρίτης ξέσκ*** εμένα, τη γυναίκα μου, την κόρη μου, τη μανά μου, το σκυλάκι, του τραβήξαμε και εφτά μαλα**** για να κλείσει το φέρετρο...
Το τσιμπούρι.
- Εδώ και τριανταπέντε μέρες, ρε Συμέλα μου, το παπάρι μου είναι συνέχεια σηκωμένο! Κάτι συμβαίνει, θα πάω σε γιατρό να με εξετάσει!
- Τι λες βρε Γιωρίκα, πρώτη φορά μου συμβαίνει να με ικανοποιείς, τόσες φορές και ασταμάτητα κι εσύ θέλεις να μου χαλάσεις την ευχαρίστηση;
- Δεν γίνεται γυναίκα, δεν αντέχω άλλο, πρέπει να πάω στο γιατρό!
Με τα πολλά, πάει σε γιατρό ο Γιωρίκας να εξεταστεί.
- Γιατρέ, εδώ και καιρό μου είναι συνεχώς σηκωμένη!
- Κατέβασε το παντελόνι σου να σε εξετάσω, λέει ο γιατρός.
Τον ψαχουλεύει από εδώ, τον ψαχουλεύει από εκεί..
- Μη στενοχωριέσαι του λέει, ένα τσιμπούρι σου δημιουργεί την όλη φάση.
Παίρνει ένα τσιμπιδάκι και του το αφαιρεί. Μόλις πήρε το τσιμπούρι, το παπάρι του Γιωρίκα ήρθε στα ίσια του.
- Γιατρέ, ευχαριστώ, τώρα αισθάνομαι καλύτερα. Πες μου τι σου χρωστάω;
- Τίποτα, άσε το τσιμπούρι και φύγε!
Τρεις άντρες, ένας ξυλουργός, ένας μαραγκός κι ένας παγωτατζής, περιπλανιόντουσαν στην έρημο διψασμένοι και κουρασμένοι.
Ξαφνικά βλέπουν έναν τεράστιο πύργο και τρέχουν να ζητήσουν λίγο φαγητό και νερό.
Χτυπάνε την πόρτα και βγαίνει μία πολύ όμορφη γυναίκα, η οποία τους ρωτάει:
- Τι θέλετε;
Εκείνοι απαντούν:
- Λίγο φαγητό για να πάρουμε δυνάμεις και μετά θα φύγουμε.
- Σύμφωνοι, λέει η γυναίκα, αλλά θα με αφήσετε να σας κόψω τα πουλιά σας.
- Εντάξει, λένε οι άντρες, εάν είναι να φάμε...
Αφότου έφαγαν παίρνει τον πρώτο σε ένα δωμάτιο και...
- Αααα!
Μόλις το άκουσαν οι άντρες τρομοκρατήθηκαν.
Παίρνει τον δεύτερο...
- Ιιιααααιιιξξ!
Όταν έρχεται και η σειρά του τρίτου την ρωτάει:
- Γιατί ήταν τόσο διαφορετικός ο ήχος που έβγαλε ο καθένας τους;
Εκείνη του απαντά:
- Ο πρώτος ήταν ξυλοκόπος και έτσι του το έκοψα με τσεκούρι, και του δεύτερου που ήταν μαραγκός του το έκοψα με πριόνι.
- Κι εγώ που είμαι παγωτατζής, θα μου το γλύφεις μέχρι να πέσει;