Ένα πρωί ένας τύπος σηκώνεται από το κρεβάτι του και πάει στο μπάνιο. Ενώ κοιτάζει στον καθρέφτη, έντρομος διαπιστώνει ότι το πουλί του είναι πράσινο.
Ντύνεται γρήγορα και πηγαίνει στον γιατρό, όπου στον θάλαμο αναμονής περιμένει κι ένας άλλος τύπος που κρατάει το κεφάλι του και ξεφυσάει.
- Τι σας συμβαίνει?, ρωτάει.
- Ξύπνησα το πρωί και το πουλί μου ήταν κόκκινο.
- Κι εγώ το είδα πράσινο.
Εκείνη την στιγμή βγαίνει ο γιατρός και φωνάζει για εξέταση αυτόν με το κόκκινο πουλί, ο οποίος βγαίνει μετά από μερικά λεπτά όλο χαμόγελα.
- Τι έγινε;, τον ρωτάει ο άλλος.
- Τίποτα, όλα μια χαρά...
- Περάστε, λέει ο γιατρός στον δεύτερο. Τι σας συμβαίνει?
- Α τίποτα, απλώς το πουλί μου είναι πράσινο (όλο άνεση).
- Χμ, λέει ο γιατρός κοιτάζοντάς το. Νομίζω ότι θέλει κόψιμο.
- Τι λες γιατρέ, αφού ο προηγούμενος που είχε κόκκινο πουλί μου είπε ότι δεν είναι τίποτα.
- Κοίτα να δεις αγόρι μου, λέει ο γιατρός. ʼλλο κραγιόν και άλλο μούχλα...

A little boy and his grandfather are raking leaves in theyard.
The little boy finds an earthworm trying to get back into its hole. He says, "Grandpa, I bet I can put that wormback in that hole."The grandfather replies, "Ill bet you five dollars you can’t. Its too wiggly and limp to put back in that little hole."The little boy runs into the house and comes back out with a can of hairspray. He sprays the worm until it is straight and stiff as a board. Then he puts the worm back into the hole. The grandfather hands the little boy five dollars, grabs the hairspray, and runs into the house. Thirty minutes later the grandfather comes back out and hands the little boy another five dollars. The little boy says, "Grandpa, you already gave me five dollars."The grandfather replies, "I know. Thats from your grandma."
Η δασκάλα στην τάξη του Τοτού λέει.
- Και τώρα, παιδιά, θέλω να ανοίξετε τα πρόχειρα τετράδιά σαςκαι το καθένα σας να γράψει από ένα τετράστιχο, για να δωαν καταλάβατε τί είναι η ομοιοκαταληξία.. Έσκυψαν τα παιδιά, άρχισαν να γράφουν, σε λίγο υψώθηκαν τα πρώταχέρια...-Διάβασε, Γιωργάκη, τί έγραψες... ωραία, διάβασε, Ελενίτσα…πολύ καλά…Ρώτησε κάμποσα παιδιά, διάβασαν τί έγραψαν, είπε σε άλλα "μπράβο"διόρθωσε κάποια άλλα, οπότε να κι ο Τοτός, σηκώνει το χέρι τουνα διαβάσει κι αυτός το δικό του τετράστιχο. "Ωχ !γύρευε τί θαέγραψε πάλι..."σκέφτηκε η δασκάλα. Όμως του έδωσε την άδειακαι ο Τοτός άρχισε να διαβάζει με στόμφο.-Πήγα στην ακροθαλασσιά για να μαζέψω μύδια μα ήλθε κύμα ξαφνικό και μου βρεξε τα... Γόνατα. Παίρνει ανάσα η δασκάλα που παραλίγο να λιποθυμήσει, κάνει τάχατην ψύχραιμη και του λέει.-Πολύ ωραία σύλληψη ιδέας, Τοτό, μπράβο γιαυτό. Ως προς τηνομοιοκαταληξία όμως…τί να σου πω; Πιστεύω ότι μια άλλη λέξηστο τέλος θα πήγαινε καλύτερα.. Να, ας πούμε να έλεγες κάτι για"κοχύλια" ή για "παιχνίδια" θα ταίριαζε πιο πολύ με τη λέξη"μύδια" κατάλαβες;-Μμμμ! Είχα εγώ, κυρία, λέξη να βάλω! Αλλά τί να σας κάνω που τοκύμα δεν πήγε μέχρι εκεί πέρα…Κόκαλο η δασκάλα.
Ήταν ένας που είχε το αριστερό του αρ**δι ξύλινο και το δεξιό του σιδερένιο. Πάει λοιπόν στο γιατρό... Να γιατρέ μου έχω σοβαρό πρόβλημα. Έχω ένα ξύλινο και ένα σιδερένιο αρ**δι.
- Οοο κύριε το πρόβλημα σας είναι πολύ σοβαρό, δεν το έχω ξανακούσει αυτό ποτέ.
- Να είμαι και παντρεμένος...
- Ποπο κύριε έχετε τέτοιο πρόβλημα και είστε και παντρεμένος; Μπράβο σας.
- Να με τη γυναίκα μου κάνω και έρωτα.
- Ποπο έχετε τέτοιο πρόβλημα και μπορείτε να κάνετε και έρωτα; Πολύ καλά.
- Έχω και δύο παιδιά γιατρέ μου.
- Αυτό είναι εκπληκτικό αφού έχετε αυτό το σοβαρό πρόβλημα. Και πόσο χρονών είναι τα παιδιά σας;
- Να ο Πινόκιο είναι εφτά και ο Ρομποκοπ μπαίνει στα τέσσερα!

Δυο νάνοι κέρδισαν το Λόττο.
Το πρώτο πράμα που κάνανε ήταν να αγκαζάρουν δυο πουτ**** και να πάνε σ ένα ξενοδοχείο. Τα δωμάτιά τους είναι δίπλα-δίπλα. Παίρνουν ο καθένας από μια γυναίκα λοιπόν και αποσύρονται. Ο ένας απ τους δυο, μόλις έπεσε στο κρεβάτι, ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Ενθουσιάστηκε που ο φίλος του άρχισε τη... γυμναστική τόσο νωρίς και βγάζει όλα τα ρούχα του. Ακόμα ακούει απ το διπλανό δωμάτιο:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Μετά από κάνα τέταρτο, που ο ίδιος βρισκότανε στα προκαταρτικά ακόμη, συνεχίζει να ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ» κι αναρωτιέται που τη βρίσκει τόση αντοχή ο φίλος του. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σ αυτό που κάνει ο ίδιος, αλλά οι φωνές του φίλου του απ το διπλανό δωμάτιο, «ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ», δεν τον αφήνουν και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πουτ**** , δεν καταφέρνει να σηκώσει ούτε το δάχτυλό του. Ακόμα κι όταν εγκατέλειψε τις προσπάθειες απογοητευμένος και έπεσε για ύπνο συνέχισε ν ακούει απ το διπλανό δωμάτιο τις φωνές του φίλου του, που δεν είχε σταματήσει καθόλου:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Την επομένη συναντιόνται έξω απ τα δωμάτια τους, μετά που οι πουτ**** έχουν φύγει. Ο ένας είναι κατακόκκινος στο πρόσωπο και φαίνετε τελείως εξαντλημένος - Πώς τα πέρασες τη νύχτα; ρωτάει τον πρώτο νάνο, αυτόν που δεν του έκανε κούκου.
- Απαίσια, απαντάει εκείνος. Δεν είχα στύση. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι και δεν έκανα τίποτα με τη γυναίκα.
- Τυχερό κω**παιδο, του λέει ο άλλος. Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε στο κρεβάτι ν ανέβω.