Ένας πατέρας θέλει να στείλει το παιδί του στον πολιτισμό μιας και στο χωριό του όλοι είναι πολύ πίσω, του λέει λοιπόν ο πατέρας:
- Παιδί μου, θα ακολουθήσεις αυτά τα δύο σίδερα (γραμμες τραίνου) και στην πρώτη πόλη που θα βρεις θα δεις μία εκκλησία, ακριβώς δίπλα μένει η θεία σου.
Το παιδί λοιπόν ξεκινάει και μόλις μπαίνει στο πρώτο τούνελ ακούγεται "ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ, ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ" και ξαφνικά γυρίζει πίσω και βλέπει ένα τεράστιο φως να έρχεται κατά πάνω του.
Πηδάει μετά δυσκολίας στην άκρη με τρεις πιρουέτες και δύο κωλοτούμπες και τη γλιτώνει.
Στο δεύτερο τούνελ πάλι το ίδιο!
Φτάνει στην πόλη, βλέπει την εκκλησία, και βρίσκει την θεία του.
Μετά το καλωσόρισμα προσφέρεται η θεία του να του φτιάξει ένα φλυτζάνι και βάζει την τσαγιέρα στο μάτι.
Η τσαγιέρα μετά από λίγο αρχίζει να κάνει "τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσούφ" και το παιδί ορμά στην τσαγιέρα και αρχίζει να την κοπανάει με μία καρέκλα.
- Μα τι κάνεις, παιδί μου;! ρωτά η θεία του.
- Αυτά, θεία, να τα σκοτώνεις από μικρά γιατί άμα μεγαλώσουν την έχεις κάτσει...
Ήταν ένας καθολικός παπάς, ένας μουσουλμάνος, ένας εβραίος και ένας έλληνας.
Λέει ο μουσουλμάνος:
- Εμείς κάνουμε ένα κύκλο, πετάμε τα λεφτά, και όσα πάνε μέσα στον κύκλο τα παίρνει η εκκλησία , τα υπόλοιπα εμείς.
Λέει ο καθολικός:
- Εμείς όταν μετράμε τα λεφτά από το παγκάρι, κάνουμε μια γραμμή, πετάμε τα λεφτά στον αέρα, και όσα πέσουν δεξιά τα παίρνει η εκκλησία και όσα πέσουν αριστερά τα παίρνουμε εμείς.
Λέει ο εβραίος:
- Εμείς κάνουμε μία γραμμή στο πάτωμα, πετάμε τα λεφτά, και όσα πέσουν πάνω στην γραμμή τα παίρνει η εκκλησία, τα υπόλοιπα εμείς.
Βγαίνει και ο έλληνας και λέει:
- Και εμείς κάνουμε μία γραμμή στο πάτωμα. Μετά πετάμε τα λεφτά ψηλά, και όσα πάνε στον Θεό τα παίρνει, τα υπόλοιπα εμείς...

Ο μεθυσμένος μπήκε στο λεωφορείο. Μύριζε σαν βαρέλι του κρασιού και πήγε κι έκατσε δίπλα σε έναν παπά. Το πουκάμισό του ήταν λεκιασμένο, το πρόσωπό του γεμάτο κόκκινο κραγιόν και ένα μισογεμάτο μπουκάλι κρασί να βγαίνει από την τσέπη του.
Ανοίγει την εφημερίδα του και αρχίζει να διαβάζει. Μερικά λεπτά αργότερα, γυρίζει και ρωτά τον παπά:
- Πάτερ, τι προκαλεί την αρθρίτιδα;
- Κύριε, λέει με αποδοκιμασία ο παπάς, η αρθρίτιδα προκαλείται από χαλαρή ζωή, με το να βρίσκεσαι με φτηνές και ανήθικες γυναίκες, το πολύ αλκοόλ και την αδιαφορία για τον πλησίον σου.
- Να με πάρει ο διάολος, ψιθύρισε ο μεθυσμένος και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του.
Ο παπάς, αναλογιζόμενος τι του είπε, γύρισε στον μεθυσμένο και του ζήτησε συγγνώμη.
- Λυπάμαι, δεν το εννοούσα αυτό που σου είπα. Πόσο καιρό υποφέρεις από την αρθρίτιδα;
- Μα δεν έχω εγώ αρθρίτιδα, πάτερ. Μόλις διάβασα στην εφημερίδα ότι ο Πάπας έχει τέτοια αρρώστια.
Κατεβαίνει ο Μανούσος κάθε Κυριακή από το Μιτάτο και πάει στη εκκλησία του χωριού στέκεται μπροστά στο τέμπλο,στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και του λέει:
"Aι Νικόλα κάνε ως την άλλη Κυριακή να έχω παντρευτεί"
. Έρχεται όμως η Κυριακή ο Μανούσος δεν έχει παντρευτεί αυτό γίνεται συνέχεια οπότε σκέφτεται και λέει:
"Μπρε κι ο Aγιος φοβέρα θέλει"
. Πάει πάλι στην εκκλησία στέκεται πάλι μπροστά στην εικόνα του Αγίου και του λέει αγριεμένος:
"Γιάε Aι Νικόλα αν δεν έχω παντρευτεί ως την άλλη Κυριακή θα ρθω και θωρείς τη κατσούνα, θα σου κάνω την εικόνα χίλια κομμάτια,"
Και φεύγει. Τον ακούει ο παπάς που ήτανε μέσα στο Ιερό και λέει:
"Έχει γούστο ναρθεί ο τροζός να σπάσει την εικόνα"
. Και πιάνει και βγάζει την εικόνα από το τέμπλο και βάζει στη θέση της ένα μικρό εικονισματάκι του Αγίου Νικολάου. Έρχεται η άλλη Κυριακή οπότε καταφθάνει διαολισμένος ο Μανούσος στην Εκκλησία μπαίνει μέσα και πάει γραμμή στo τέμπλο θωρεί το μικρό εικονισματάκι του Αγίου σκύβει και του λέει αγριεμένος:
"Μπρε Νικολιό που είναι ο μπαμπάς σου;"
Στην ενορία του χωριού πάει ο δεσπότης της εκεί περιφέρειας να λειτουργήσει έπειτα από πολύ καιρό.
Ο χώρος της εκκλησιάς ήταν γεμάτος από πιστούς και όλοι ήταν εκεί μαζεμένοι. Έγινε το λοιπόν η λειτουργία και όλοι περίμεναν με αγωνία τον εκκλησιαστικό λόγο στο τέλος.
Ο δεσπότης δεν αισθάνονταν καλά και λέγει στον ιερέα να βγάλει αυτός τον λόγο. Ο ιερέας αν και ντρέπονταν είπε λίγο από την θεια κοινωνία και είπε τον λόγο.
Αφού λοιπόν τελείωσε ρωτά τον άγιο: Δέσποτα τα είπα καλά; και Aγιος του απαντά: καλά τα είπες όμως έκανε λίγα λαθάκια όπως:
Α) Όταν ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια τα ανεβαίνουμε ένα - ένα και όχι τρία - τρία και ζικ ζακ αλλά στην ευθεία β) Όταν αρχίζουμε την ομιλία λέμε αγαπητοί αδελφοί χριστιανοί και όχι για σας μάγκες
Γ) Όταν φθάνουμε στην ανάσταση του κυρίου λέμε για το δέος της νυκτός, εκείνης, τότε και όχι: έγινε της ρουτίνας το κάγκελο, δεν έμεινε κολυμπυθρόξυλο
Δ) Όταν τελειώνουμε κλείνουμε με το αμήν και όχι με το : όλε
Ε) Όταν κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, πάλι ένα-ένα και όχι τσουλήθρα, κατά τα άλλα καλά τα πηγές.