·Ένας σκύλος μπαίνει σε ένα κρεοπωλείο, πλησιάζει τον χασάπη και του γαυγίζει.
Ο χασάπης τον ρωτάει τι θέλει. Ο σκύλος πηγαίνει εκεί που ήταν το χοιρινό και γαυγίζει. Ο χασάπης πάλι με την σειρά του τον ρωτάει πόσες χοιρινές μπριζόλες θέλει. Ο σκύλος γαυγίζει τέσσερις φορές, και αμέσως πηγαίνει δίπλα στο ταμείο για να πάρει το ανάλογο ποσό ο χασάπης από το πορτοφόλι που είχε
Στο περιλαίμιο του. Ο χασάπης παίρνει τα χρήματα και φορτώνει το σκύλο με το κρέας.
Παραξενευμένος ένας πελάτης αποφασίζει να παρακολουθήσει το σκύλο. Μετά από μερικά τετράγωνα, ο σκύλος πηγαίνει σε κάποιο σπίτι και γρατζουνά την πόρτα.
Και μετά από λίγο το αφεντικό του, του ανοίγει την πόρτα.
Ενθουσιασμένος ο παρατηρητής φωνάζει στο αφεντικό του σκύλου:
- Κύριε μου έχετε ένα πολύ έξυπνο σκύλο!
- Μπα, δεν είναι και τόσο έξυπνο... πάλι ξέχασε τα κλειδιά του...

Ένα ζεστό και ηλιόλουστο καλοκαίρι, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», λέει στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως σκέφτηκε πιο λογικά, και είπε από μέσα του ότι τον χειμώνα θα είναι στο σπιτάκι του με τις προμήθειές του ενώ ο τζίτζικας θα πεθαίνει από το κρύο.
Έτσι αρνήθηκε ευγενικά.
Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, ξανά-εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε και πάλι δύο Σουηδέζες.
Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι.
- «Έλα μαζί μας», ξαναείπε στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως φανερά ενοχλημένο αρνήθηκε ξανά. Αυτή η ιστορία συνεχιζότανε για όλο το καλοκαίρι, και τα νεύρα του μυρμηγκιού είχαν σπάσει.
Τελείωσε το καλοκαίρι, μπήκε το φθινόπωρο, ήρθε ο χειμώνας αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από τον κυρ Τζίτζικα.
Μια πολύ βαριά χειμωνιάτικη μέρα, ενώ έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, το μυρμήγκι καθότανε στο ζεστό του το σπιτάκι, μπροστά από το τζάκι του τρώγοντας κάστανα και ήταν ευτυχισμένο.
Ξαφνικά ακούγονται τρία ξεψυχισμένα χτυπήματα στην πόρτα.
Το μυρμήγκι κατάλαβε ότι ήταν ο κυρ Τζίτζικας και σκέφτηκε:
- «Τόσο καιρό ερχόσουνα με τις Σουηδέζες και πήγαινες για μπάνια ενώ εγώ δούλευα σαν το σκυλί έ; Τώρα θα σου δείξω εγώ όμως.»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του τον κυρ Τζίτζικα, με το γούνινό του το παλτό, τα γάντια του και τον σκούφο του και πίσω βλέπει ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο 4Χ4 Land Rover και μέσα δύο Σουηδέζες και πάλι.
- «Έλα μαζί μας για σκι» του προτείνει ο κυρ Τζίτζικας.
- «Ρε αϊ σιχτίρ, και αν δεις και τον Αίσωπο πες του να πάει να γαμηθεί»!
Ήταν κάποτε δύο άντρες που πήραν από μία γάτα. Είχαν όμως ένα πρόβλημα: δεν ήξεραν πώς να τις ξεχωρίσουν.
Λέει λοιπόν ο ένας:
- Έχω μια ιδέα! Λέω να κόψουμε το αυτί της μίας. Έτσι θα τις ξεχωρίζουμε εύκολα...
- Πολύ καλή ιδέα!
Κόβουν λοιπόν το αυτί της μίας γάτας...
Πράγματι για λίγο καιρό τις ξεχωρίζανε πολύ εύκολα τις 2 γάτες. Όμως μια μέρα, η γάτα που είχε και τα δύο αφτιά μπλέκει σε μια σκυλομαχία και... πάει το αυτί της!
- Πω, ρε γαμώ το! Τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα ξεχωρίζουμε τις γάτες;
- Το βρήκα! Λέω να βγάλουμε το μάτι της μίας και έτσι θα τις ξεχωρίζουμε πολύ εύκολα.
Βγάζουν λοιπόν το μάτι της καημένης της γάτας. Για λίγο καιρό τις ξεχωρίζανε, όμως η γάτα με τα δύο μάτια έμπλεξε σε έναν γατοκαβγά και έχασε και αυτή το ένα μάτι της!
- Τι θα κάνουμε τώρα;
- Λέω να κόψουμε την ουρά της μίας γάτας. Θα τις ξεχωρίζουμε πολύ εύκολα!
Κι έτσι κόβουν την ουρά της μίας γάτας...
Για λίγο καιρό τις ξεχωρίζανε τις 2 γάτες, όμως μια μέρα ένα αυτοκίνητο πατάει την ουρά της άλλης γάτας, και της την κόβει...
- Ρε γαμώ την τύχη μου, τι θα κάνουμε τώρα;
- Ρε συ; Αφού και οι δύο είναι αρσενικές, ας κόψουμε στη μια τα μπαλάκια της.
Κόβουνε στη μία τα μπαλάκια της λοιπόν και τις ξεχώριζαν εύκολα για λίγο καιρό...
Όμως έγινε κάποια μέρα ένα ατύχημα με τον κηπουρό και κόβονται τα μπαλάκια και της άλλης γάτας...
- Τι θα κάνουμε τώρα;
- Να σου πω... Εγώ βαρέθηκα. Πάρε εσύ την άσπρη να πάρω εγώ τη μαύρη να τελειώνουμε!
Ένας κυνηγός πάει σαφάρι στην Αφρική και παίρνει μαζί το σκύλο του.
Ενώ ο σκύλος περιφέρεται στη ζούγκλα, βλέπει μια λεοπάρδαλη να κατευθύνεται προς το μέρος του, φανερά πεινασμένη. Ο σκύλος σκέφτεται, «Ωχ μπλέξαμε!» Τότε βλέπει κάτι κόκαλα λίγο πιο πέρα και αρχίζει να τα ροκανίζει, με την πλάτη του στην λεοπάρδαλη. Ενώ εκείνη είναι έτοιμη να του χιμήξει, ο σκύλος λέει, «Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες εδώ τριγύρω.» Η λεοπάρδαλη, κι ενώ ήδη βρίσκεται στον αέρα παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα. «Παραλίγο», λέει «λίγο έλειψε. Αυτός ο σκύλος σχεδόν με είχε.»
Ένας πίθηκος, παρακολουθώντας όλο το σκηνικό από ένα δέντρο, σκέφτεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει την εύνοια της λεοπάρδαλης και να γλιτώσει το τομάρι του εξηγώντας της αυτό που είχε συμβεί. Πάει προς το μέρος της και εξηγεί τα πάντα. Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στον πίθηκο «Έλα, πίθηκε. Ανέβα στη ράχη μου να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος»
Ο σκύλος βλέπει τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον πίθηκο καβάλα. «Τι θα κάνω τώρα;» σκέφτεται. Τότε, αντί να το βάλει στα πόδια, κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η λεοπάρδαλη και ο πίθηκος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος λέει, «Που είναι αυτός ο ηλίθιος πίθηκος; Ποτέ δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ, τον έστειλα πριν από μισή ώρα να μου φέρει άλλη μια λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί!»