Σε ένα κοτέτσι μεγαλώνουν δυο κόκορες. Ο ένας είναι αδύνατος και δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, ο δεύτερος είναι ψηλός με μεγάλο κόκκινο λειρί, κανονικός πεχλιβάνης όπου δεν αφήνει τίποτα θηλυκό δίπλα του. Ο πρώτος όμως που ζήλευε πολύ σκέφτηκε να τον εκδικηθεί. Πάει λοιπόν στη φωλιά της αλεπούς, με μια άσπρη σημαία, κουδουνίζει και σε λίγο βγαίνει καμαρωτή καμαρωτή με τη φουντωτή ουρά της και ρωτά τον κόκορα τι θέλει; Έκανε περιγραφή από το συμβάν και κατόπιν της μαρτύρησε ένα μυστικό πέρασμά στο κοτέτσι που μένει. Θέλω να αφανίσεις όλες τις κότες και φεύγει. Μια εβδομάδα τη στήνει και παρακολουθεί πόσες κότες έχουν μείνει στο κοτέτσι. Έκπληκτος ενώ βλέπει την αλεπού μέσα οι κότες παραμένουν δίχως να λείπει κάποια. Πιάνει πάλι την αλεπού και την ρωτά γιατί δεν τρώει τις κότες; Τότε αυτή απαντά... Καλέ τι μου φταίνε οι κοτούλες, πάντως αυτός ο Πετεινός πράγματι είναι αφάνταστα άπαικτος...

Ο λαγός είχε πολύ άχτι τον λύκο, εξαιτίας όλων των ιστοριών που ο λύκος τρώει τον λαγό, και έψαχνε αφορμή για να τον δείρει.
Οπότε την Κυριακή στο συμβούλιο των ζώων λέει ο λαγός στον λύκο:
- Λύκε, γιατί δεν φοράς καπέλο;
- Ε, δεν είχα, ρε λαγέ, λέει ο λύκος.
Αυτό ήταν, βρίσκει την αφορμή ο λαγός, σπάει τον λύκο στο ξύλο...
Την επόμενη Κυριακή λέει ο λαγός:
- Λύκε, γιατί δεν φοράς καπέλο;
- Ε, δεν πρόλαβα να αγοράσω, ρε λαγέ, λέει ο λύκος.
Ξαναβρίσκει την αφορμή ο λαγός, σπάει τον λύκο στο ξύλο...
Μετά ο λαγός σκέφτεται ότι μάλλον αυτήν την βδομάδα θα έχει πάρει ο λύκος καπέλο, και δεν θα πιάνει η δικαιολογία.
Πάει λοιπόν και ρωτά την κουκουβάγια, το σοφό πουλί του δάσους, τι να πει στον λύκο, για να βρει δικαιολογία να τον δείρει.
- Α, λέει η κουκουβάγια, είναι πολύ απλό. Θα τον στείλεις να σου πάρει τσιγάρα. Αν σου φέρει μαλακό θα του πεις:
"Γιατί δεν έφερες σκληρό;" Και το αντίθετο... Έτσι θα μπορέσεις να τον πλακώσεις στο ξύλο πάλι.
Έρχεται η Κυριακή, στο συμβούλιο των ζώων λέει ο λαγός:
- Λύκε, έλα δω.
- Ε, χίλια συγνώμη, λαγέ, λέει ο λύκος, αλλά πάλι δεν κατάφερα να πάρω καπέλο.
- Καλά, λέει ο λαγός. Δεν πειράζει. Θα πας να μου πάρεις τσιγάρα;
- Φέρε λεφτά.
Του δίνει τα λεφτά ο λαγός, κάνει τρία βήματα ο λύκος, γυρίζει και ρωτάει:
- Μαλακό ή σκληρό;
Και ο λαγός απαντάει:
- Γιατί δεν φοράς καπέλο;

Η μαμά κατσίκα μένει με τα κατσικάκια κάπου σε ένα μικρό σπιτάκι στην εξοχή. Πλησιάζει όμως χειμώνας και η μαμά κατσίκα πρέπει να κατέβει στην πόλη για προμήθειες, πριν φύγει λοιπόν λέει στα μικρά της:
- Παιδιά μου, τώρα που θα λείψω πρέπει να προσέχετε πολύ και να μην ανοίξετε σε κανέναν! Εγώ οταν έρθω θα σας πω το σύνθημα:
"Είμαι η μαμά κατσίκα, πιανω τα βυζιά μου" και μόνο τότε θα ανοίξετε την πόρτα.
Ο λύκος που παρακολουθεί από έξω, μόλις την βλέπει να φεύγει πάει και χτυπάει την πόρτα, προσποιούμενος πως είναι η μαμά κατσίκα. Τα μικρά του ζητάνε να τους δείξει το πόδι του, την πατάει ο λύκος και νευριασμένος φεύγει.
Μετά απο μερικές μέρες η μαμά κατσίκα πρέπει και πάλι να κατέβει στην πόλη. Λέει και πάλι στα μικρά της:
- Δεν θα ανοίξετε σε κανέναν! Εγώ όταν έρθω θα σας πω "Είμαι η μαμά κατσίκα πιανω τα βυζιά μου!"
Ο λύκος που περίμενε την ευκαιρία ξαναπάει αλλά και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
"Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ", σκέφτεται και αποφασίζει να περιμένει τη μαμά κατσίκα να γυρίσει. Ακούει λοιπόν το σύνθημα και αναμένει την επόμενη ευκαιρία...
Πράγματι σε μια βδομάδα η μαμά κατσίκα πρέπει να ξαναπάει στην πόλη και επαναλαμβάνει στα μικρά τι πρέπει να θυμούνται...
Ο λύκος μόλις την βλέπει να φεύγει, πάει, χτυπάει την πόρτα και λέει:
- Ανοίξτε μου, είμαι η μαμά κατσίκα και πιανω τα βυζιά μου.
Και τα κατσικάκια απο μέσα:
- Δεν πα να πιανεις και τα αρ... Δια σου, τώρα βάλαμε ματάκι!
Το λιοντάρι - ο βασιλιάς των ζώων - καθόταν και τεμπέλιαζε. Βλέπει να περνάει από κοντά ο λαγός και σκέφτηκε να τον πειράξει.
"Λαγέ, για έλα εδώ!"
, του φωνάζει. Πλησιάζει ο λαγός ανυποψίαστος και το λιοντάρι ρωτά:
"Γιατί δε φοράς ψηλό καπέλο;".
"Μα, βασιλιά μου, εγώ...".
"Λέγε, γιατί δε φοράς ψηλό καπέλο;", αγριεύει το λιοντάρι. "Μα...", πάει να πει ο λαγός, φλαπ! του τραβάει μια σφαλιάρα το λιοντάρι. "Χάσου τώρα από μπροστά μου!", λέει το λιοντάρι. Φεύγει κι ο λαγός με κατεβασμένα τα αυτιά.
Την άλλη μέρα έτυχε να ξαναπερνά από κει ο λαγός. Τον βλέπει το λιοντάρι και σκέφτεται: Τι καψόνι να του κάνω σήμερα αυτουνού του βλάκα;... Το βρήκα! Θα του ζητήσω τσιγάρα. Αν μου δώσει με φίλτρο θα του πω ότι ήθελα άφιλτρα και τ αντίθετο, αν μου δώσει άφιλτρο θα του πω ότι ήθελα με φίλτρο. Έτσι κι αλλιώς θα τη φάει τη μπούφλα του! . Αμέσως φωνάζει:
"Λαγέ, για έλα εδώ!". Ο λαγός πλησιάζει φοβισμένος. "Τι θέλεις, βασιλιά;", ρωτά. "Τίποτα, μωρέ. Ένα τσιγαράκι θα θελα να μου δώσεις.".
"Αμέσως, βασιλιά.", απαντάει ο λαγός. "Θες με φίλτρο ή άφιλτρο;"
. Φλαπ! τραβάει το λιοντάρι του λαγού μια σφαλιάρα και φωνάζει:
"Ακόμη, ρε, να φορέσεις ψηλό καπέλο;".