Κάποτε στο δάσος το λιοντάρι αποφάσισε να μαζέψει όλα τα ζώα και σαν αρχηγός τους να τους αναγγείλει ότι θα φύγει για διακοπές ένα μήνα.
"Αγαπημένα μου ζώα όσο θα λείπω η καλή αλεπού θα είναι ο βασιλιάς σας, να την ακούτε και να την εμπιστεύεστε όλοι..." τους είπε κι αφού έδωσε οδηγίες στην πονηρή αλεπού έφυγε.
Ενώ είχαν περάσει 2-3 ημέρες η πονηρή αλεπού που είχε πάρει το ρόλο της σοβαρά, άρχισε να κάνει περιπολίες στο δάσος και κάπου-κάπου στη λίμνη. Βλέπει το λαγό.
"Λαγέ τι κάνεις εκεί;" τον ρωτάει.
"Να εδώ αλεπού μου" απαντάει αυτός... "ψαρεύω, ακούω μουσική, παίρνω καθαρό αέρα, γαμάω και την γκόμενα του λιονταριού την τίγρη...!
Ακούγοντας όλα αυτά η αλεπού έμεινε άφωνη. Αφού έγινε ακόμα 4-5 φορές, αποφάσισε να πάει να ειδοποιήσει το λιοντάρι και να του πει τα νέα.
Έτσι λοιπόν το λιοντάρι αποφάσισε να γυρίσει να ακούσει με τα ίδια τα αυτιά του τα λεγόμενα του λαγού. Πήγε λοιπόν στο δάσος συναντάει το λαγό και του λέει.
"Λαγέ τι κάνεις εδώ;"
"Τι να κάνω λιοντάρι μου" του απαντάει, "ψαρεύω, ακούω μουσική, παίρνω καθαρό αέρα, ε! λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...!

Ο σύζυγος νταλικέρης. Η σύζυγος... Ζωηρή. Αυτός φεύγει για ταξίδι κι αυτή βρίσκει ευκαιρία να καλέσει σπίτι τον εραστή της. Εκεί που είναι έτοιμοι ν αρχίσουν όμως, χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, ο άντρας μου, λέει αυτή. Γρήγορα κρύψου στη ντουλάπα. Ανοίγει την πόρτα, αλλά δεν ήταν ο άντρας της. Ήταν ένας παλιός εραστής που τη θυμήθηκε κι ήρθε να τη δει. Ο σύζυγος όμως έχει ακυρώσει το δρομολόγιο κι επιστρέφει σπίτι, θέλοντας να κάνει έκπληξη στη γυναικούλα του. Χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, αυτή τη φορά είναι σίγουρα ο άντρας μου, κρύψου.
- Να μπω στην ντουλάπα;
- Όχι, όχι στην ντουλάπα. Μπες κάτω απ το κρεβάτι, και τον σπρώχνει κάτω απ το κρεβάτι έτσι όπως ήταν γυμνός. Ανοίγει την πόρτα στον άντρα της, αυτός τη βλέπει με τη νυχτικιά, του ρχεται μια όρεξη και την πάει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί αφού κάνουν ότι κάνουν αυτός ανάβει τσιγάρο. Εκεί που το καπνίζει όμως βλέπει κάτω απ το κρεβάτι να προεξέχει ένας κώλος.
- Τι είναι αυτό, γυναίκα;
- Α, αυτό είναι το καινούργιο μας σταχτοδοχείο, λέει αυτή.
- Ε, αφού είναι το σταχτοδοχείο, ας το εγκαινιάσουμε. Και σβήνει μέσα το τσιγάρο του.
- Φωτιάααα, Φωτιάααα! ακούγεται μια φωνή κάτω απ το κρεβάτι.
- Πρώτα τα έπιπλα, πρώτα τα έπιπλα! ακούγεται μια φωνή απ τη ντουλάπα!
Ήτανε μια φορά ένας χωρικός λίγο βραδύγλωσσος. Έρχεται κάποια μέρα στην Αθήνα και πάει στο Ιατρικό Κέντρο εκεί στο Μαρούσι. Πλησιάζει τη κοπέλα στην είσοδο και της λέει:
- Ωρι-ρι-ριλά θέλω Η κοπέλα τον καθοδηγεί και σε λίγο βρίσκεται μπροστά στο γραφείο του γιατρού να του εξηγεί το πρόβλημά του:
- Εγώ-γώ γιατρέ μου έχω κο-κο-κότες και πα-πα-πάπιες. Τις έχω μέσα στο κο-κο- κοτέτσι και το πρω-πρωί τις βγάζω και το βρα-βράδι τις ξα-ξα-ξαναβάζω πα-πα-πάλι.
Ο γιατρός τον κοιτάει περίεργα, γιατί εκτός του ότι σπάζεται με το ρατάρισμα, δεν βλέπει και τι τον ενδιαφέρουν αυτόν τα πουλερικά.
- Ωραία όλα αυτά κύριέ μου και χαίρομαι για σας, του λέει. Δεν βλέπω όμως εγώ που μπορώ να βοηθήσω.
- Πε-πε-περίμενε γιατρέ μου, του λέει ο χωρικός. Το πρω-πρωί που λές τους ανοίγω την πο-πο-πόρτα και φωνάζω "Πα, πα, Πα" και έξω οι Πα-πα-πάπιες ! Με-με-μετά ξξξξαναφωνάζω "Κο, κο, κο" και έξω κι οι κο-κο-κότες.
- Εμένα τι με κόφτει άνθρωπέ μου τι κάνεις εσύ με τις πάπιες και τις κότες;, διαμαρ- τύρεται ο γιατρός που αρχίζει να εκνευρίζεται χοντρά. Γιατρός είμαι δεν είμαι πτηνοτρόφος !
- Μη-μη-μη βιάζεσαι θα σου εξξξξξηγη- γήσω, συνεχίζει απτόητος ο χωρικός. Το βρα-βράδι ξξξξανανοίγω τη πο-πο-πόρτα και φωνάζω "Πα, πα, Πα" και μέσα οι Πα-πα- πάπιες ! Με-με-μετά "Κο, κο, κο" και μέσα κι οι κο-κο-κότες... εκτός από μια.
- Ε βάλτην κι αυτήν τη μία μέσα να κάνουμε και καμμιά δουλειά !, διακόπτει ο γιατρός που έχει πάρει ανάποδες.
- Δε-δεν μπαίνει με τι-τι-τίποτα η κα-κα- καριόλα με-με-μέσα, επιμένει ο "ασθενής". Το Χρι-χρι-χριστό σου, αρχίζω το-το-τότε εγώ, τη Πα-Πα-Παναγί... έξω οι πα-πάπιες.
Χτυπάει το τηλέφωνο κάποια φορά, στο σπίτι ενός τύπου γύρω στις 3 το πρωί. Ο τύπος μέσα στον ύπνο του, σηκώνει εκτός από το τηλέφωνο, όλη την προίκα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Με δυσκολία φέρνει το ακουστικό στο αυτί, και με μεγαλύτερη δυσκολία αρθρώνει ένα ξεψυχισμένο.. "Εμπρός"...
Από την άλλη πλευρά της γραμμής, ακούγεται ένας τύπος να φωνάζει με μεγάλο ενθουσιασμό...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Σάλτα και γαμήσου ρε μαλάκα πρωινιάτικα, φορτώνει ο τύπος βρίσκοντας ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο ύπνος του τύπου συνεχίζεται ήσυχος μέχρι το πρωί. Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος έχει γυρίσει πτώμα από τη δουλειά και κοιμάται βαθιά, κατά τις τρεις η ώρα ξαναχτυπάει το πρωί. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, και αυτή τη φορά εκτός από το τηλέφωνο, ο τύπος σηκώνει και τους γείτονες του απο κάτω διαμερίσματος στο πόδι, πετώντας κάτω το λαμπατέρ. Παρ όλα αυτά απαντάει στο τηλέφωνο..
- Ναι;..
Και πάλι ο ίδιος ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει ...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Αντε γαμήσου ρε παπάρα, τι χούι είναι αυτό πάλι ; κόψε την πρωινή και άσε με ήσυχο να κοιμηθώ... λέει ο τύπος και κλείνει το τηλέφωνο απότομα.
Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κλασσικά στις 3 η ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο τύπος το σηκώνει, φανερά αγανακτισμένος από την κατάσταση, και απαντάει..
- Τι θες ρε φίλε πρωινιάτικα πάλι;
Όπως και τις δύο προηγούμενες μέρες, ο ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Ρε παπάρα.. και εγώ μιλάω.. αλλά δεν σε παίρνω 3 η ώρα το πρωί τηλέφωνο για να στο πω, του λέει με στόμφο ο τύπος..
- Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αγελάδα!

Είναι καλοκαίρι και το τζιτζίκι κάθεται πάνω σε ένα δέντρο και χαλαρώνει.
Από κάτω περνάει το μυρμήγκι κουβαλώντας σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε λιγάκι δικέ μου, του φωνάζει το τζιτζίκι!
- Να σε δω, όταν χειμωνιάσει και πεινάσεις, απαντάει το μυρμήγκι.
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα, με το μυρμήγκι να κουβαλάει και το τζιτζίκι να το κοροϊδεύει.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται ο χειμώνας.
Έξω πέφτει πολύ χιόνι, ο αέρας σφυρίζει έξω και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το παγωμένο τζιτζίκι να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαγητό.
Ένα βράδυ, το μυρμήγκι ακούει κάποιον να του χτυπάει τη πόρτα!
- Ποιος είναι; λέει – Άνοιξε, το τζιτζίκι είμαι!
- Τα έλεγα εγώ, λέει στον εαυτό του το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα με μια πόρσε!
- Δικέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι τον παίρνει!