Το λιοντάρι - ο βασιλιάς των ζώων - καθόταν και τεμπέλιαζε. Βλέπει να περνάει από κοντά ο λαγός και σκέφτηκε να τον πειράξει.
"Λαγέ, για έλα εδώ!"
, του φωνάζει. Πλησιάζει ο λαγός ανυποψίαστος και το λιοντάρι ρωτά:
"Γιατί δε φοράς ψηλό καπέλο;".
"Μα, βασιλιά μου, εγώ...".
"Λέγε, γιατί δε φοράς ψηλό καπέλο;", αγριεύει το λιοντάρι. "Μα...", πάει να πει ο λαγός, φλαπ! του τραβάει μια σφαλιάρα το λιοντάρι. "Χάσου τώρα από μπροστά μου!", λέει το λιοντάρι. Φεύγει κι ο λαγός με κατεβασμένα τα αυτιά.
Την άλλη μέρα έτυχε να ξαναπερνά από κει ο λαγός. Τον βλέπει το λιοντάρι και σκέφτεται: Τι καψόνι να του κάνω σήμερα αυτουνού του βλάκα;... Το βρήκα! Θα του ζητήσω τσιγάρα. Αν μου δώσει με φίλτρο θα του πω ότι ήθελα άφιλτρα και τ αντίθετο, αν μου δώσει άφιλτρο θα του πω ότι ήθελα με φίλτρο. Έτσι κι αλλιώς θα τη φάει τη μπούφλα του! . Αμέσως φωνάζει:
"Λαγέ, για έλα εδώ!". Ο λαγός πλησιάζει φοβισμένος. "Τι θέλεις, βασιλιά;", ρωτά. "Τίποτα, μωρέ. Ένα τσιγαράκι θα θελα να μου δώσεις.".
"Αμέσως, βασιλιά.", απαντάει ο λαγός. "Θες με φίλτρο ή άφιλτρο;"
. Φλαπ! τραβάει το λιοντάρι του λαγού μια σφαλιάρα και φωνάζει:
"Ακόμη, ρε, να φορέσεις ψηλό καπέλο;".

Είναι ένας τύπος ο οποίος έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του συνεχώς το ίδιο όνειρο:
Οκτώ άλογα να τρέχουν Σκέφτεται αυτό δεν είναι τυχαίο σίγουρα είναι κάποιο σημάδι. Παίρνει λοιπόν
Την μεγάλη απόφαση. Σηκώνει όλες του τις καταθέσεις, πουλάει το σπίτι του, τις μετοχές του, τα χωράφια του και αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα.
Παίρνει τηλ. στον σταθμό να κλείσει εισιτήριο για το τρένο. Του δίνουν εισιτήριο για το τρένο που φεύγει στις οκτώ, στο οκτώ βαγόνι, θέση οκτώ. Φτάνει στην Αθήνα, παίρνει ταξί για το ξενοδοχείο, βλέπει το νούμερο απο το ταξί, ήταν το οκτώ. Κλείνει δωμάτιο στο ξενοδοχείο, του δίνουν ένα δωμάτιο στον όγδοο όροφο, το δωμάτιο νούμερο οκτώ.
Ξυπνάει το πρωί ,αφού είχε δει ξανά στον ύπνο του το ίδιο όνειρο, οκτώ άλογα ... και 100% τις 100% σίγουρος πια, πάει καρφί στον ιππόδρομο. Ποντάρει όλα τα χρήματα του στην όγδοη ιπποδρομία στο άλογο που έτρεχε στον όγδοο διάδρομο. Γίνετε λοιπόν η ιπποδρομία και το άλογο που πόνταρε βγαίνει..
Όγδοο
Εκεί που η μαϊμού τρώει ανέμελη την μπανάνα της βλέπει να πλησιάζει το λιοντάρι προς το μέρος της. Πανικόβλητη ανεβαίνει επάνω στο δέντρο και φτάνοντας το λιοντάρι της λέει:
- Μαϊμού, κατέβα να παίξουμε λίγο, έχω φάει ένα ζαρκάδι και θέλω να χωνέψω.
- Παλάβωσες; ρωτάει η μαϊμού. Αν κατέβω θα με φάς. Τρελή είμαι;
- Δεν θα σε φάω μωρέ μαϊμού, αφού σου λέω, μόλις έφαγα και θέλω να χωνέψω. Αντε κατέβα απο κει να παίξουμε!
- Θα κατέβω μόνο αν δέσεις τα πόδια σου, λέει η μαϊμού.
- Εντάξει θα τα δέσω.
Δένει το λιοντάρι τα πόδια του και κατεβαίνει η μαϊμού και το γα... Πάνω στο ζόρι του το λιοντάρι λύνεται και ορμάει στη μαϊμού. Τρέχει μπροστά η μαϊμού απο πίσω το λιοντάρι. Τρέχουν τρέχουν μπαίνουν σε ένα χωριό βλέπει η μαϊμού ένα περίπτερο μπαίνει μέσα παίρνει μια εφημερίδα και την ανοίγει.
Έρχεται το λιοντάρι στο περίπτερο και την ρωτάει:
- Μήπως είδατε μια μαϊμού να περνάει απο δώ;
- Ποιά αυτή που γα... το λιοντάρι;
- Όχι ρε γαμώτο! Το έγραψαν κι οι εφημερίδες;

Μετά από πολύ καιρό τα ζώα της ζούγκλας αποφασίζουν να βγάλουν καινούργιο αρχηγό, στη θέση του λιονταριού.
Στο διαγωνισμό μπορούν να πάρουν μέρος όλα τα ζώα και για να κερδίσουν πρέπει να πουν ένα ανέκδοτο, τόσο καλό ώστε να γελάσουν όλα ανεξαιρέτως τα ζώα. Για να αποφύγουν το συνωστισμό από τις πολλές αιτήσεις, βάλανε έναν όρο ότι έστω και ένα ζώο να μη γελάσει, τότε τον διαγωνιζόμενο θα τον σκοτώσουν. Μαζεύονται λοιπόν τα ζώα σε ένα ξέφωτο και αρχίζει ο διαγωνισμός. Πρώτη μιλάει η τίγρη και τους λέει ένα φοβερό ανέκδοτο και γελάνε όλοι εκτός από την χελώνα. Το βλέπουν αυτό οι κριτές και λένε στην τίγρη:
- Το ανέκδοτο σου ήταν καταπληκτικό, αλλά επειδή δεν γέλασε η χελώνα θα σε σκοτώσουμε, όπως και έγινε.
Μετά η μαϊμού τους λέει ένα καταπληκτικό ανέκδοτο και ξεραίνονται όλοι στα γέλια, εκτός πάλι από τη μαϊμού που δεν μιλά καθόλου. Το βλέπουν αυτό οι κριτές και λένε στην μαϊμού:
- Το ανέκδοτο σου ήταν φοβερό, αλλά επειδή δεν γέλασε η χελώνα θα αναγκαστούμε να σε σκοτώσουμε, όπως και έγινε.
Μετά ήρθε η σειρά του βουβαλιού και ένα τόσο ηλίθιο ανέκδοτο που κανείς δεν γέλασε εκτός από τη χελώνα, που κόντευε να βγει από το καβούκι της από τα γέλια. Το παρατηρούν οι κριτές και γεμάτοι περιέργεια τη ρωτάνε:
- Πες μας χελώνα, που βρήκες το αστείο σε αυτό το ηλίθιο ανέκδοτο και γελάς έτσι;
- Απλά, θυμήθηκα το ανέκδοτο της τίγρης.
- Απελπισμένη η κατσίκα από τη ζωή της επαρχίας αποφασίζει να πάρει τα τρία κατσικάκια της και να πάει στην Αθήνα. Ξεκινάει λοιπόν μια μέρα αλλά δεν αντιλαμβάνεται τον κακό λύκο που τους ακολουθεί με σκοπό να βρει ευκαιρία να φάει τα κατσικάκια .
- Αφού βρήκε σπίτι για να μείνουν , ξεκινά ένα πρωί να βρει δουλειά . Βλέποντας ο λύκος δεν χάνει την ευκαιρία και χτυπά την πόρτα στα κατσικάκια . Ποίος είναι ; ρωτούν αυτά . Εγώ η μαμά απαντά ο λύκος . Το σύνθημα , λένε τα κατσικάκια . Ο λύκος φεύγει νευριασμένος γιατί δεν γνωρίζει το σύνθημα. Γυρίζει όμως γρήγορα και κρυμμένος περιμένει την κατσίκα να ακούσει το σύνθημα.. γυρίζοντας η κατσίκα απαντάει στην ερώτηση για το σύνθημα.
- Ο λύκος φεύγει όλο χαρά και γυρίζει την άλλη μέρα που έλειπε η κατσίκα. Χτυπά πάλι την πόρτα φωνάζοντας. Εγώ είμαι η μαμά ανοίξτε. Από μέσα δεν ακούγεται απολύτως τίποτα. Τραβάω τα βυζιά μου φωνάζει αυτός. Πάλι δεν ακούγεται τίποτα. Τραβάω τα βυζιά μου επιμένει ο λύκος.
- Τότε ακούγεται μια φωνή από μέσα: και τα αρχ***α σου να τραβάς μαλ**α βάλαμε ματάκι τώρα και σε βλέπουμε.
Ήταν 3 νυχτερίδες και ήταν να κάνουν διαγωνισμό για το ποιά θα πιει το περισσότερο αίμα.
Φέυγει η πρώτη, γυρνάει με αίμα να στάζει από το στόμα της.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο; ρωτάει τις άλλες δύο.
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Πίσω από αυτόν είναι έναν λιβάδι και πήγα εκεί πέρα και ήταν κάτι άνθρωποι που έκαναν πάρτι, και ήπια το αίμα σε κάμποσους.
Φεύγει η δεύτερη και γυρνάει με αίμα σε όλο της πρόσωπο.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο;
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Πίσω από αυτόν υπάρχει ένα βουνό και εκειπέρα ήταν διάφοροι και κάναν κάμπινγκ, και ήπια το αίμα σε κάμποσους!
Πάει και η τρίτη και γυρνά πασαλειμμένη στο αίμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο; ρωτάει.
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Ε, εγώ δεν τον είδα!