Ο σύζυγος νταλικέρης. Η σύζυγος... Ζωηρή. Αυτός φεύγει για ταξίδι κι αυτή βρίσκει ευκαιρία να καλέσει σπίτι τον εραστή της. Εκεί που είναι έτοιμοι ν αρχίσουν όμως, χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, ο άντρας μου, λέει αυτή. Γρήγορα κρύψου στη ντουλάπα. Ανοίγει την πόρτα, αλλά δεν ήταν ο άντρας της. Ήταν ένας παλιός εραστής που τη θυμήθηκε κι ήρθε να τη δει. Ο σύζυγος όμως έχει ακυρώσει το δρομολόγιο κι επιστρέφει σπίτι, θέλοντας να κάνει έκπληξη στη γυναικούλα του. Χτυπάει το κουδούνι.
- Καήκαμε, αυτή τη φορά είναι σίγουρα ο άντρας μου, κρύψου.
- Να μπω στην ντουλάπα;
- Όχι, όχι στην ντουλάπα. Μπες κάτω απ το κρεβάτι, και τον σπρώχνει κάτω απ το κρεβάτι έτσι όπως ήταν γυμνός. Ανοίγει την πόρτα στον άντρα της, αυτός τη βλέπει με τη νυχτικιά, του ρχεται μια όρεξη και την πάει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί αφού κάνουν ότι κάνουν αυτός ανάβει τσιγάρο. Εκεί που το καπνίζει όμως βλέπει κάτω απ το κρεβάτι να προεξέχει ένας κώλος.
- Τι είναι αυτό, γυναίκα;
- Α, αυτό είναι το καινούργιο μας σταχτοδοχείο, λέει αυτή.
- Ε, αφού είναι το σταχτοδοχείο, ας το εγκαινιάσουμε. Και σβήνει μέσα το τσιγάρο του.
- Φωτιάααα, Φωτιάααα! ακούγεται μια φωνή κάτω απ το κρεβάτι.
- Πρώτα τα έπιπλα, πρώτα τα έπιπλα! ακούγεται μια φωνή απ τη ντουλάπα!

Χτυπάει το τηλέφωνο κάποια φορά, στο σπίτι ενός τύπου γύρω στις 3 το πρωί. Ο τύπος μέσα στον ύπνο του, σηκώνει εκτός από το τηλέφωνο, όλη την προίκα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Με δυσκολία φέρνει το ακουστικό στο αυτί, και με μεγαλύτερη δυσκολία αρθρώνει ένα ξεψυχισμένο.. "Εμπρός"...
Από την άλλη πλευρά της γραμμής, ακούγεται ένας τύπος να φωνάζει με μεγάλο ενθουσιασμό...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Σάλτα και γαμήσου ρε μαλάκα πρωινιάτικα, φορτώνει ο τύπος βρίσκοντας ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο ύπνος του τύπου συνεχίζεται ήσυχος μέχρι το πρωί. Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος έχει γυρίσει πτώμα από τη δουλειά και κοιμάται βαθιά, κατά τις τρεις η ώρα ξαναχτυπάει το πρωί. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, και αυτή τη φορά εκτός από το τηλέφωνο, ο τύπος σηκώνει και τους γείτονες του απο κάτω διαμερίσματος στο πόδι, πετώντας κάτω το λαμπατέρ. Παρ όλα αυτά απαντάει στο τηλέφωνο..
- Ναι;..
Και πάλι ο ίδιος ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει ...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Αντε γαμήσου ρε παπάρα, τι χούι είναι αυτό πάλι ; κόψε την πρωινή και άσε με ήσυχο να κοιμηθώ... λέει ο τύπος και κλείνει το τηλέφωνο απότομα.
Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κλασσικά στις 3 η ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο τύπος το σηκώνει, φανερά αγανακτισμένος από την κατάσταση, και απαντάει..
- Τι θες ρε φίλε πρωινιάτικα πάλι;
Όπως και τις δύο προηγούμενες μέρες, ο ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Ρε παπάρα.. και εγώ μιλάω.. αλλά δεν σε παίρνω 3 η ώρα το πρωί τηλέφωνο για να στο πω, του λέει με στόμφο ο τύπος..
- Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αγελάδα!
Είναι καλοκαίρι και το τζιτζίκι κάθεται πάνω σε ένα δέντρο και χαλαρώνει.
Από κάτω περνάει το μυρμήγκι κουβαλώντας σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
- Κούλαρε λιγάκι δικέ μου, του φωνάζει το τζιτζίκι!
- Να σε δω, όταν χειμωνιάσει και πεινάσεις, απαντάει το μυρμήγκι.
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα, με το μυρμήγκι να κουβαλάει και το τζιτζίκι να το κοροϊδεύει.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται ο χειμώνας.
Έξω πέφτει πολύ χιόνι, ο αέρας σφυρίζει έξω και το μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το παγωμένο τζιτζίκι να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαγητό.
Ένα βράδυ, το μυρμήγκι ακούει κάποιον να του χτυπάει τη πόρτα!
- Ποιος είναι; λέει – Άνοιξε, το τζιτζίκι είμαι!
- Τα έλεγα εγώ, λέει στον εαυτό του το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζίτζικα με μια πόρσε!
- Δικέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες, θέλεις κάτι;
- Όχι, λέει το μυρμήγκι αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι τον παίρνει!

Ένας κυνηγός ήταν άσχετος και δεν έπιανε τίποτα. Μια φορά εκεί που γκρίνιαζε, τον συμβουλεύει ένας φίλος να αγοράσει κυνηγόσκυλα. Πάει λοιπόν, αγοράζει δυό σκυλιά και πάει πάλι για κυνήγι. Με το που πυροβολεί όμως, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν χιλιόμετρα μακριά!
Μιαν άλλη φορά, πάλι, με το που πυροβολεί, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν πάλι χιλιόμετρα μακριά!
Πάει πάλι στον φίλο του και τον λέει:
- Φτού γαμώτο, κι εγώ που τα πήρα για κυνήγι, τί να κάνω;
- Να τα πας στην Κρήτη, σε γάμους, όπου ρίχνουν μπαλωθιές και θα συνηθίσουν.
Τα βάζει στο πλοίο της γραμμής και πάνε στην Κρήτη. Όπου γάμος και χαρά, ο κυνηγός πρώτος. Στους γάμους όταν αρχίζαν οι μπαλωθιές τα σκυλιά τρέχανε να κρυφτούνε από το φόβο τους χιλιόμετρα μακριά.
Πάνε σε έναν άλλο γάμο, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν ένα χιλιόμετρο μακριά.
Στον επόμενο γάμο που πήγαν, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν μισό χιλιόμετρο μακριά.
Γάμο με το γάμο, τα σκυλιά συνήθισαν τα τραγούδια, τους χορούς, τα γλέντια και τις μπαλωθιές. Χαρούμενος ο τύπος γυρνάει πίσω και ξαναπάει για κυνήγι. Και με το που πυροβολεί, τα σκυλιά δεν φοβήθηκαν αλλά άρχισαν να χορεύουν χορεύουν πεντοζάλη
Κάποτε ήταν δύο φίλοι κυνηγοί και συζητούσαν. Ξεκινάει ο ένας και λέει μια περιπέτειά του:
- Που λες φίλε, μια φορά, καθώς περπατούσα στο δάσος, πετάγεται μπροστά μου μια αρκούδα τεράστια!
- Άντε ρε, κι εσύ τι έκανες τότε;
- Αρχικά, έμεινα ακίνητος αλλά άρχισε να με πλησιάζει. Μετά προσπάθησα να την πυροβολήσω, αλλά μου τελείωσαν οι σφαίρες!
- Σοβαρά! Και μετά τι έκανες;
- Ε τί να κάνω; Άρχισα και έτρεχα!
- Και η αρκούδα;
- Η αρκούδα με πήρε στο κυνήγι. Τρέχαμε, τρέχαμε και σιγά σιγά με πλησίαζε η αναθεματισμένη. Ξαφνικά, κι ενώ πάει να με γραπώσει… πλατς! Γλυστράει η αρκούδα και ξεφεύγω για λίγο μέτρα.
- Έλα ρε. Και μετά;
- Η αρκούδα δε σταμάταγε και συνέχισε να με κυνηγά. Αλλά και πάλι, καθώς με πλησιάζει, πλατς, γλυστράει και ξαναξεφεύγω. Μετά από λίγο πάλι, με πλησιάζει, πλατς, ξαναγλυστράει και ξαναξεφεύγω. Για να μη στα πολυλογώ το ίδιο συνέβαινε ξανά και ξανά μέχρι που τελικά κατόρθωσα να ξεφύγω!
- Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος! Εγώ στη θέση σου θα είχα χεστεί πάνω μου!
- Μα κι εγώ χέστηκα πάνω μου. Πού νομίζεις ότι γλύστραγε η αρκούδα;