Ήτανε δύο φίλοι σε ένα καφέ και συζητούσανε για γκόμενες!
- Μαλάκα χθες που έλειπες καθόμουν εδώ μόνος μου και έρχεται που λες μια γκομενάρα κάτσε καλά, λέει ο Νίκος.
- Καλή ρε, ρωτάει ο Τάκης;
- Θεά ρε. Και της ρίχνω κάτι ματιές και τσιμπάει, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης!
- Ναι ρε σου λέω, λέει ο Νίκος!
- Και μετά, ρωτάει ο Τάκης;
- Ε... Κάνουμε παιχνίδι και φεύγουμε με το jeep της για το σπίτι μου, λέει ο Νίκος!
- Πω, πω... Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης και αρχίζει να τρίβεται.
- Είχε μια σωματάρα ρε μεγάλε απερίγραπτη, κάτι μπουτάρες τέλειες και της βάζω χέρι ... Φίλε τι να σου λέω, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μεγάλε, λέει ο Νίκος! Ε... τότε δεν αντέχει ο Τάκης και τη βγάζει και αρχίζει και την πέζει κάτω από το τραπέζι!
- Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης, με έφτιαξες...
- Και φτάνουμε στην πολυκατοικία που μένω και αρχίζουμε και φιλιώμαστε στην είσοδο,είχε ένα στόμα βελούδο...
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μεγάλε σου λέω, λέει ο Νίκος!
- Λέγε, λέγε λέει ανυπόμονα ο Τάκης.
- Και αρχίζουμε τα μάτσα μούτσα και κωλοπιασίματα και βυζοπιασίματα και πάμε παλεύοντας στο ασανσέρ και ανοίγω την πόρτα και τη χώνω μέσα και της κατεβάζω τη μπλούζα... Και τί θέαμα ήταν αυτό μεγάλε... Τρελάθηκα... κάτι στηθάρες κάτσε καλά, λέει ο Νίκος.
- Σώπα ρε μαλάκα, λέει ο Τάκης.
- Ναι ρε μαλάκα, του λέει ο Νίκος.
- Λέγε, λέγε, λέει ο Τάκης.
- Και αρχίζω και τη γλείφω... φτάνουμε στον όροφο που μένω, βγαίνουμε όπως όπως, γκαπ γκουπ βαράγαμε εδώ και εκεί και φτάνουμε στην πόρτα μου και μετά από πολλές προσπάθειες βρίσκω την τρύπα της κλειδαριάς, ανοίγω μπαίνουμε, με στήνει στον τοίχο, μου κατεβάζει τα παντελόνια και μου τον παίρνει στο στόμα!
- Σώπα ρε μεγάλε λέει ο Τάκης που τον παίζει στο φουλ κάτω απότο τραπέζι!
- Ναι ρε μεγάλε, λέει ο Νίκος.
- Λέγε, λέγε, συνέχισε, λέει μπαρουτιασμένος ο Τάκης, και συνεχίζει ο Νίκος.
- Και μετά την παίρνω εγώ που λες αγκαλιά, την πάω μέσα στο κρεβάτι, την πετάω πάνω, της βγάζω τα ρούχα, της ανοίγω τα πόδια και αρχίζω και την γλείφω...
- Σώπα ρε μεγάλε, λέει ο Τάκης κατακόκκινος.
- Ναι ρε μεγάλε συνεχίζει ο Νίκος! Και της κάνω ένα γλείψιμο κάτσε καλά, και της τον βάζω στο τέλος και αρχίζω τα μέσα έξω και ξαφνικά που λες πάνω στην φάση ακούω ένα "τακ, τακ, τακ" χτυπάει η πόρτα... Και ο Τάκης έτοιμος να εκραγεί...
- Μην ανοιγεισ ρε μαλακαααααααα
Μια φορά ήταν ένας Τούρκος, ένας Αμερικανός και ένας Έλληνας. Το αεροπλάνο τους έπεσε σε μια άγρια ζούγκλα της Αφρικής και οι μόνοι επιζώντες ήταν αυτοί οι τρεις.
Τους έπιασαν οι ζουλού, και τους έδωσαν μια επιλογή για να γλιτώσουν τη σφαγή: Να μπουν σε μια σπηλιά και αν καταφέρουν αν βγουν από μέσα "άντρες" τότε θα τους χαρίσουν τη ζωή.
Πάει πρώτος ο Τούρκος, ένας άντρας ίσαμε κει πάνω, γεμάτος μυς. Μπαίνει μέσα, ακούγονται διάφορες κραυγές, ξεφωνητά, μετά από 1-2 ώρες, ακούγεται μια φωνή:
- Καλέ, βγαίνω! και βγαίνει ο Τούρκος κουνιστός και λυγιστός.
Μετά σειρά είχε ο Αμερικανός. Ένας άντρας 2 μέτρα, τόσο δυνατός, που τον τρέμανε ακόμα και οι πέτρες. Μπαίνει μέσα γεμάτος αυτοπεποίθηση, ακούγονται κραυγές ξεφωνητά, χαλασμός κυρίου. Μετά από 3 ώρες ακούγεται μια φωνούλα λεπτή:
- Καλέ, βγαίνω! και βγαίνει έξω ο Αμερικανός σεινάμενος και κουνάμενος και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Τελευταίος ήταν ο Έλληνας. Περιττό να σας τον περιγράψω, θεριό ανήμερο. Μπαίνει μέσα, ακούγονται φωνές, ξεφωνητά, ουρλιαχτά, γδαρσίματα, αλλά ο Έλληνας δε λέει να βγει. Περνάνε δύο ώρες, τρεις, τέσσερις, τίποτα. Χαλασμός σωστός. Περνάνε δέκα ώρες, περνάνε δεκατρείς, τίποτα. Οι ανθρωποφάγοι άρχισαν να ανησυχούν. Γύρω στις είκοσι ώρες, ακούνε μια φωνή, που κούνησε τη γη:
- Βγαίνω ρε!
Και από μέσα:
- Να μας ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε!