Ένα πρωί ένας τύπος σηκώνεται από το κρεβάτι του και πάει στο μπάνιο. Ενώ κοιτάζει στον καθρέφτη, έντρομος διαπιστώνει ότι το πουλί του είναι πράσινο.
Ντύνεται γρήγορα και πηγαίνει στον γιατρό, όπου στον θάλαμο αναμονής περιμένει κι ένας άλλος τύπος που κρατάει το κεφάλι του και ξεφυσάει.
- Τι σας συμβαίνει?, ρωτάει.
- Ξύπνησα το πρωί και το πουλί μου ήταν κόκκινο.
- Κι εγώ το είδα πράσινο.
Εκείνη την στιγμή βγαίνει ο γιατρός και φωνάζει για εξέταση αυτόν με το κόκκινο πουλί, ο οποίος βγαίνει μετά από μερικά λεπτά όλο χαμόγελα.
- Τι έγινε;, τον ρωτάει ο άλλος.
- Τίποτα, όλα μια χαρά...
- Περάστε, λέει ο γιατρός στον δεύτερο. Τι σας συμβαίνει?
- Α τίποτα, απλώς το πουλί μου είναι πράσινο (όλο άνεση).
- Χμ, λέει ο γιατρός κοιτάζοντάς το. Νομίζω ότι θέλει κόψιμο.
- Τι λες γιατρέ, αφού ο προηγούμενος που είχε κόκκινο πουλί μου είπε ότι δεν είναι τίποτα.
- Κοίτα να δεις αγόρι μου, λέει ο γιατρός. ʼλλο κραγιόν και άλλο μούχλα...
Η δασκάλα στην τάξη του Τοτού λέει.
- Και τώρα, παιδιά, θέλω να ανοίξετε τα πρόχειρα τετράδιά σαςκαι το καθένα σας να γράψει από ένα τετράστιχο, για να δωαν καταλάβατε τί είναι η ομοιοκαταληξία.. Έσκυψαν τα παιδιά, άρχισαν να γράφουν, σε λίγο υψώθηκαν τα πρώταχέρια...-Διάβασε, Γιωργάκη, τί έγραψες... ωραία, διάβασε, Ελενίτσα…πολύ καλά…Ρώτησε κάμποσα παιδιά, διάβασαν τί έγραψαν, είπε σε άλλα "μπράβο"διόρθωσε κάποια άλλα, οπότε να κι ο Τοτός, σηκώνει το χέρι τουνα διαβάσει κι αυτός το δικό του τετράστιχο. "Ωχ !γύρευε τί θαέγραψε πάλι..."σκέφτηκε η δασκάλα. Όμως του έδωσε την άδειακαι ο Τοτός άρχισε να διαβάζει με στόμφο.-Πήγα στην ακροθαλασσιά για να μαζέψω μύδια μα ήλθε κύμα ξαφνικό και μου βρεξε τα... Γόνατα. Παίρνει ανάσα η δασκάλα που παραλίγο να λιποθυμήσει, κάνει τάχατην ψύχραιμη και του λέει.-Πολύ ωραία σύλληψη ιδέας, Τοτό, μπράβο γιαυτό. Ως προς τηνομοιοκαταληξία όμως…τί να σου πω; Πιστεύω ότι μια άλλη λέξηστο τέλος θα πήγαινε καλύτερα.. Να, ας πούμε να έλεγες κάτι για"κοχύλια" ή για "παιχνίδια" θα ταίριαζε πιο πολύ με τη λέξη"μύδια" κατάλαβες;-Μμμμ! Είχα εγώ, κυρία, λέξη να βάλω! Αλλά τί να σας κάνω που τοκύμα δεν πήγε μέχρι εκεί πέρα…Κόκαλο η δασκάλα.
Μια κοπέλα πήγε να αγοράσει καινούργιο κρεβάτι για εκείνη και τον σύζυγό της! Όταν λοιπόν βρήκε ένα ωραίο κρεβάτι, λέει στον καταστηματάρχη:
- Εμ, είναι ωραίο, αλλά είναι χαμηλό!
Ο καταστηματάρχης, έκπληκτος, λέει:
- Χαμηλό; Μα πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα! Και, αν επιτρέπετε, γιατί είναι χαμηλό;
Αμέσως η κοπέλα, βγάζει τα ρούχα της, πέφτει στο κρεβάτι, ανοίγει τα πόδια της και λέει:
- Αντε, έλα!
Ξαφνιασμένος ο καταστηματάρχης, βγάζει τα ρούχα του και πέφτει πάνω της. Μετά από λίγο, φωνάζει η κοπέλα:
- Αχ, Παναγία μου! Ο άντρας μου!
Φοβισμένος ο καταστηματάρχης, πέφτει, πάει να μπει κάτω από το κρεβάτι και χτυπά την κεφαλή του! Τότε γυρίζει η κοπέλα και του λέει:
- Είδες που είναι χαμηλό!;!
Δυο νάνοι κέρδισαν το Λόττο.
Το πρώτο πράμα που κάνανε ήταν να αγκαζάρουν δυο πουτ**** και να πάνε σ ένα ξενοδοχείο. Τα δωμάτιά τους είναι δίπλα-δίπλα. Παίρνουν ο καθένας από μια γυναίκα λοιπόν και αποσύρονται. Ο ένας απ τους δυο, μόλις έπεσε στο κρεβάτι, ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Ενθουσιάστηκε που ο φίλος του άρχισε τη... γυμναστική τόσο νωρίς και βγάζει όλα τα ρούχα του. Ακόμα ακούει απ το διπλανό δωμάτιο:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Μετά από κάνα τέταρτο, που ο ίδιος βρισκότανε στα προκαταρτικά ακόμη, συνεχίζει να ακούει από δίπλα:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ» κι αναρωτιέται που τη βρίσκει τόση αντοχή ο φίλος του. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σ αυτό που κάνει ο ίδιος, αλλά οι φωνές του φίλου του απ το διπλανό δωμάτιο, «ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ», δεν τον αφήνουν και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πουτ**** , δεν καταφέρνει να σηκώσει ούτε το δάχτυλό του. Ακόμα κι όταν εγκατέλειψε τις προσπάθειες απογοητευμένος και έπεσε για ύπνο συνέχισε ν ακούει απ το διπλανό δωμάτιο τις φωνές του φίλου του, που δεν είχε σταματήσει καθόλου:
- «Ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ, ένα, δύο, τρία, ωπ». Την επομένη συναντιόνται έξω απ τα δωμάτια τους, μετά που οι πουτ**** έχουν φύγει. Ο ένας είναι κατακόκκινος στο πρόσωπο και φαίνετε τελείως εξαντλημένος - Πώς τα πέρασες τη νύχτα; ρωτάει τον πρώτο νάνο, αυτόν που δεν του έκανε κούκου.
- Απαίσια, απαντάει εκείνος. Δεν είχα στύση. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι και δεν έκανα τίποτα με τη γυναίκα.
- Τυχερό κω**παιδο, του λέει ο άλλος. Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε στο κρεβάτι ν ανέβω.