Σε ένα πολυτελέστατο κατάστημα δερμάτινων ειδών μπαίνει, μία μέρα, μία κύρια, φορώντας μία γούνα βιζόν που κρέμεται μέχρι το πάτωμα.
Ο καταστηματάρχης ευχαριστώντας από μέσα του την τύχη που του έφερε μία καλή πελάτισσα, επιτέλους στο μαγαζί του, τρέχει να την εξυπηρετήσει.
- Τι θα θέλατε κυρία μου;
- Θα ήθελα μία τσάντα βραδινή, κύριε μου, ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης κατεβάζει μία τσάντα από το ράφι και της τη δείχνει.
- Κυρία μου, αυτή η τσάντα είναι από δέρμα φιδιού, ένα σπάνιο είδος που ζούσε κάποτε στην Αφρική και δεν υπάρχει πια και κοστίζει 2.000 ευρώ.
- Κύριε μου σας είπα ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης κατεβάζει μία άλλη τσάντα και της τη δείχνει.
- Κυρία μου, η τσάντα αυτή είναι από δέρμα κροκόδειλου, ένα σπάνιο είδος που ζούσε κάποτε στην Ινδία και δεν υπάρχει πια και κοστίζει 3.000 ευρώ.
- Κύριέ μου με κουράζετε και κουράζεστε και εσείς. Σας είπα ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης έχει αρχίσει και τα παίρνει στο κρανίο. Ανεβαίνει στο πατάρι και της κατεβάζει ένα μικρό τσαντάκι και της λέει.
- Κυρία μου, αυτό το τσαντάκι είναι ότι καλύτερο έχω στο μαγαζί μου και κάνει 15.000 ευρώ.
Κατάπληκτη εκείνη τον ρωτά:
- Καλά από τι είναι και κάνει 15.000 ευρώ;
- Κυρία μου, αυτό το τσαντάκι είναι από πουτσόδερμα κι αν το γλείψεις γίνεται βαλίτσα.
A traveling salesman is in a small town in the midwest, when his trip is suddenly prolonged for an extra month.
He was already getting bored there and over the course of the extra month he becomes very homesick. Finally, he decides to give in to temptation and visit the local brothel. He walks up to the madam and hands her a hundred dollars and says, "Give me the worst blowj** in town." The madam says, "For this kind of money, you can have the best blowj**."
"No, no," says the man, "You dont understand, I'm not hоrny, I'm homesick."
Ήταν ένας μπρατσαράς ο οποίος είχε πολύ ψιλή φωνή και όλοι γελάγαν μαζί του.
Πάει στο μπαρ, πλησιάζει τον μπάρμαν και λέει με τσιριχτή φωνή:
- Ένα ποτήρι βότκα!
Ξεκαρδίζονται όλοι στα γέλια.
Την άλλη μέρα το αποφασίζει και πάει στον γιατρό και του λέει το πρόβλημα.
- Α, λέει ο γιατρός, αυτό είναι εύκολο. Θα αγοράσεις 3 μεγάλα αγγούρια, θα τα βάλεις στον κώλο σου, και θα μιλάς με χοντρή φωνή.
Το κάνει αυτός, βάζει τα αγγούρια και πάει στο μπαρ.
- Ένα ποτήρι βότκα! αρχίζει να λέει, όμως ενώ ξεκινά την πρόταση με χοντρή φωνή φωνή, όσο μιλάει λεπταίνει, και οι θαμώνες βάζουν ξανά τα γέλια.
Ντροπιάζεται αυτός ξανά και φεύγει:
"Μάλλον πρέπει να βάλω περισσότερα" σκέφτεται, και πάει σπίτι του.
Ανοίγει το ψυγείο:
- Γυναίκα, που είναι τα αγγούρια;
Και απαντά η γυναίκα του με χοντρή φωνή:
- Έλα εδώ να σου δείξω!