Μπαίνει μέσα στο γεμάτο από κόσμο ιατρείο, κατευθύνεται στην υπάλληλο Υποδοχής, που τον ρωτάει:
- Ποιο είναι το πρόβλημά σας;
- Κάτι έχει πάθει ο πούτσος μου, απαντάει αυτός με δυνατή φωνή.
Η υπάλληλος τα πήρε στο κρανίο και παρατηρεί:
- Δεν μπορείτε να έρχεστε εδώ μέσα και, παρουσία όλου αυτού του Κόσμου, να λέτε τέτοια πράματα.
- Και γιατί όχι; Αφού με ρωτήσατε ποιο ήταν το πρόβλημά μου και σας το Είπα.
- Δε χρησιμοποιούμε τέτοιες λέξεις εδώ. Τώρα θα ήθελα να βγείτε απ το Ιατρείο και να ξαναμπείτε κι όταν σας ρωτήσω ποιο είναι το πρόβλημά Σας, θα μου πείτε ότι έχετε πρόβλημα με το αυτί σας, ή κάτι άλλο, Τέλος πάντων.
Ο τύπος βγαίνει, ξαναμπαίνει, η υπάλληλος τον ρωτάει τα καθιερωμένα , Αυτός λέει ότι έχει πρόβλημα με τ αυτί του, η υπάλληλος τα γράφει σ Ένα έντυπο και προχωρεί στη δεύτερη ερώτηση:
- Σε τι ακριβώς συνίσταται το πρόβλημά σας με το αυτί σας;
- Να, δεν μπορώ να κατουρήσω!
Πάει ένας τύπος σ ένα φαρμακείο να αγοράσει προφυλακτικά. Μπαίνει μέσα και Φωνάζει:
"Θελω μια καποταααα!"
Τρομαγμένος ο υπόλοιπος κόσμος στο φαρμακείο όπου φύγει φύγει, ανώμαλος σου Λέει είναι, θα μας γαμήσει. Τον πλησιάζει ο υπάλληλος και του λέει:
"Σας παρακαλώ κύριε, να είστε πιο ευγενικός και μη φωνάζετε, τρομάζετε και Τους υπόλοιπους πελάτες. Βεβαίως και να σας δώσουμε προφυλακτικά, να τα Ζητάτε όμως κόσμια."
Κατακόκκινος αυτός λέει:
"Έχετε απόλυτο δίκιο, συγνώμη, απλά είμαι ντροπαλός και να, φωνάζω για να το Ξεπεράσω..."
Τελικά παίρνει το προφυλακτικό που ήθελε και φεύγει. Μετά από καμιά βδομάδα Ξανά στο ίδιο φαρμακείο.
"ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΟΟΟ!" φωνάζει πάλι!
Τρομαγμένος ο κόσμος στριμώχνετε να φύγει, τρελός είναι αυτός. Τον πλησιάζει Πάλι ο υπάλληλος "Σας παρακαλώ κύριε, σεβαστείτε το μαγαζί. Λίγη ευγένεια δεν βλάπτει.
Ντροπιασμένος αυτός "Έχετε απόλυτο δίκιο, ότι και να πω είμαι ασυγχώρητος"
Τελικά παίρνει το προφυλακτικό του και φεύγει. Μετά από άλλη μια βδομάδα Νάτος πάλι στο φαρμακείο! Αυτή τη φορά πλησιάζει τον υπάλληλο στον πάγκο, Ξεκουμπώνει το παντελόνι του, ακουμπάει το πουλί του στον πάγκο και Δείχνοντας το λέει με το πιο ευγενικό και μελιστάλαχτο ύφος "Θα μπορούσα να έχω ένα κουστουμάκι για τον κύριο;"
Ο κύριος της ιστορίας μας είχε ένα φοβερό πάθος στην ζωή του. Αγαπούσε υπερβολικά ένα φαγητό: Τα βραστά φασόλια! Του άρεσαν πολύ, αλλά του δημιουργούσαν μια μάλλον προσβλητική για τους άλλους αντίδραση, που παράλληλα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση.
Κάποτε συνάντησε μια όμορφη κοπέλα και την ερωτεύθηκε. Όταν ήταν προφανές ότι η σχέση τους οδηγούσε σε γάμο, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια αν δεν έκανε κάτι πάνω στο πάθος που τον είχε κυριεύσει. Έτσι, αποφάσισε να κάνει την ύστατη θυσία: Εγκατέλειψε τα φασόλια!
Λίγους μήνες αργότερα, καθώς γύριζε από την δουλειά, το αυτοκίνητό του χάλασε. Καθώς η δουλειά του ήταν εκτός πόλης, έπρεπε να περπατήσει αρκετά πριν μπορέσει να φτάσει στο σπίτι του και τηλεφώνησε για να ειδοποιήσει την γυναίκα του ότι θα αργούσε λιγάκι παραπάνω εκείνο το απόγευμα.
Όταν πέρασε έξω από ένα τοπικό μικρό εστιατόριο, το μαγευτικό άρωμα των βραστών φασολιών πλημμύρισε την μύτη του. Καθώς είχε ακόμη αρκετά χιλιόμετρα να περπατήσει, σκέφτηκε ότι με το περπάτημα, οι δυσάρεστες παρενέργειες των φασολιών θα είχαν εξασθενήσει φτάνοντας στο σπίτι. Μπήκε λοιπόν μέσα και έφυγε μόνο όταν είχε φάει τρία σπέσιαλ μεγάλα πιάτα από το αγαπημένο του φαγητό. Σε όλη την διάρκεια του περπατήματός του, συνεχώς άφηνε πίσω του χαρακτηριστικά την μυρωδιά του.
Τις αμόλαγε συνεχώς στην ανηφόρα και στην κατηφόρα και θα έλεγε κανείς ότι σημάδευε τον δρόμο πίσω του. Όταν, λοιπόν, έφτασε έξω από την πόρτα του, ένιωσε αρκετά ασφαλής και εκτονωμένος. Η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα και του φάνηκε ότι ήταν κάπως ξαναμμένη. Του εξήγησε ότι του είχε την πιό απίθανη έκπληξη για το βραδινό του φαγητό και ότι η καθυστέρησή του δεν ήταν τίποτα εμπρός σε αυτό που θα του σερβίριζε!
Του πέρασε ένα μαντήλι γύρω από τα μάτια και τον οδήγησε στην καρέκλα στο κεφάλι του τραπεζιού και του ζήτησε να της υποσχεθεί ότι δεν θα κρυφοκοίταζε.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ένιωσε μια πίεση στο εσωτερικό της κοιλιάς του, να κατεβαίνει προς τα κάτω. Την ώρα που η γυναίκα του ετοιμαζόταν να του βγάλει το μαντήλι και να του εμφανίσει την έκπληξη, το τηλέφωνο χτύπησε. Τον υποχρέωσε να της ξαναϋποσχεθεί ότι δεν θα κρυφοκοίταζε μέχρις ότου γυρίσει από το τηλέφωνο και πήγε να απαντήσει. Όσο εκείνη έλειπε, άδραξε την ευκαιρία, στήριξε το βάρος του στο ένα πόδι και την άφησε να φύγει. Δεν ήταν μόνο δυνατή αλλά βρωμούσε και σαν χαλασμένο αυγό. Ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να ανασάνει και γι αυτό, πηρε την χαρτοπετσέτα του και άρχισε να την κινεί γύρω του, ανακινώντας τον αέρα.
Μόλις είχε αρχίσει να νιώθει πιό καλά όταν μια ακόμη βιαστική εμφανίστηκε. Σήκωσε το πόδι του και ππρρρρρρρρρρρρτ, την άφησε ελεύθερη. Ακούστηκε σαν ντηζελομηχανή που αγκομαχούσε στην ανηφόρα και βρωμούσε ακόμη χειρότερα. Αρχισε να κουνά τα χέρια του τριγύρω, ελπίζοντας ότι η μυρωδιά θα αραίωνε, όταν η γυναίκα του θα επέστρεφε από το τηλέφωνο. Η κατάσταση άρχισε να επανέρχεται στο φυσιολογικό όταν την ξανάνιωσε.. Στηρίχτηκε στο άλλο πόδι του και την ελευθέρωσε. Αυτή ήταν πραγματικά φαρμακερή! Τα παράθυρα έτριξαν, τα πιάτα στο τραπέζι ταρακουνήθηκαν και ένα λεπτό αργότερα τα λουλούδια στο βάζο είχαν μαραθεί. Καθώς προσπαθούσε να κρατάει και τον νού του στην κουβέντα της γυναίκας του που βρισκόταν στο χωλ και κρατώντας την υπόσχεσή του να μην κρυφοκοιτάξει όση ώρα απουσίαζε, πέρασε το επόμενο δεκάλεπτο κλάνοντας και κουνώντας τα χέρια του με την χαρτοπετσέτα.
Όταν άκουσε τους τηλεφωνικούς αποχαιρετισμούς, πράγμα που σήμαινε ότι το τηλεφώνημα έφτανε στο τέλος του, προσεκτικά δίπλωσε την χαρτοπετσέτα του και την άφησε δίπλα στο πιάτο του, στο σημείο που βρισκόταν από την αρχή. Χαμογελώντας συγκαταβατικά, ήταν η εικόνα της αθωότητας, όταν η γυναίκα του μπήκε στο δωμάτιο.
Ζητώντας συγνώμη που άργησε τόσο πολύ στο τηλέφωνο, τον ρώτησε αν είχε κρυφοκοιτάξει στο τραπέζι και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε κάνει ζαβολιά, εκείνη τράβηξε το μαντήλι και φώναξε :
Εκπληξη!
Με ένα μεγάλο σοκ και με τρόμο, ανακάλυψε ότι δώδεκα άτομα ήταν καθισμένα γύρω από το τραπέζι, μαζεμένοι για το γενέθλιο πάρτυ του!
Δύο γνωστοί, συναντιούνται στον Παράδεισο.
- Καλά, πώς πέθανες βρε Γιώργο;
- Ασε, γύρισα μία μέρα σπίτι, έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά και είδα τη γυναίκα μου ολόγυμνη στο κρεβάτι μας. Αμέσως κατάλαβα, ότι ο εραστής της κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι και άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελός. Στη ντουλάπα, στην αποθήκη, στην κουζίνα, κάτω από τις σκάλες, παντού. Τελικά, από τη σύγχυσή μου, που δεν μπορούσα να τον βρω, έπαθα ανακοπή και έμεινα στον τόπο. Εσύ, πώς έγινε και πέθανες;
- Εγώ πήγα από πνευμονία. Γιατί, αν την ώρα που έψαχνες την κουζίνα, άνοιγες και το ψυγείο ρε βλάκα, θα την είχαμε γλιτώσει και οι δυό μας.