Μια μέρα ένας άνδρας μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα. Τον ρωτάει λοιπόν ο υπάλληλος του πολυκαταστήματος:
- "Τι θέλετε;"
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ.".
Απορημένος ο υπάλληλος φωνάζει τον αρχιπωλητή να δει τι θέλει ο άντρας. Έρχεται λοιπόν και ο αρχιπωλητής και ρωτάει τον άντρα:
- "Τι θέλετε", τότε αυτός απαντάει:
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Τι να κάνει ο αρχιπωλητής φωνάζει το διευθυντή καθώς σκέφτηκε δε μπορεί να φύγει πελάτης δυσαρεστημένος. Έρχεται και ο διευθυντής και ρωτάει:
- "Τι θέλετε κύριε;"
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ"
Τότε αποφάσισαν να πάρουν τηλέφωνο το διευθυντή στη Βοστόνη. Τηλεφωνικά ο διευθυντής ρωτάει τον άντρα:
- "Μα τι ακριβώς θέλετε"
Αυτός όπως όπως πάντα απαντάει:
- "Μα σας είπα πως θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Ούτε και ο διευθυντής στη Βοστόνη κατάλαβε τι είναι το ρουμπουντούμ και τότε έρχεται ο Κωστίκας που δούλευε στην αποθήκη του καταστήματος και του λέει ο αρχιπωλητής:
- "Έλα ρε Κωστίκα μπας και καταλάβεις τι θέλει αυτός."
Ρωτάει τότε και ο Κωστίκας και του λέει ο άντρας:
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Τότε ο Κωστίκας τρέχει στην αποθήκη και επιστρέφει με ένα πακέτο το δίνει στον άντρα και αυτός ευχαριστημένος πληρώνει και φεύγει. Τότε όλοι μαζί ρωτούν τον Κωστίκα:
- "Τι ήθελε τελικά", και ο Κωστίκας απαντά ατάραχα:
- "Α! ένα ρουμπουντούμ", και φεύγει.
Ήταν κάποτε ένας Πόντιος, ένας μαύρος και ένας Κινέζος... Ήταν άνεργοι και έψαχναν για δουλειά. Βλέπουν μια πινακίδα:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΒΟΗΘΟΣ ! Πάει να δοκιμάσει ο μαύρος την τύχη του. Το αφεντικό εν τω μεταξύ ήταν ρατσιστής, όποτε τον πετάει έξω με τις κλοτσιές... Πάει ο Κινέζος, αλλά και αυτός φεύγει απογοητευμένος για τον ίδιο λόγο. Πάει και ο Πόντιος τον βλέπει το αφεντικό, τον κοιτάει καλά καλά και του λέει με ένα σίγουρο ύφος:
- Προσλαμβανεσαι!
Και του λέει ακόμα ότι θα αρχίσει δουλειά αύριο στις 7 το πρωί... Βγαίνει έξω από το μαγαζί ο Πόντιος και λέει στον Κινέζο (που μένανε στο ίδιο δωμάτιο) να τον ξυπνήσει αύριο στις 7 παρά τέταρτο για να έρθει να πιάσει δουλειά. Ο Κινέζος λέει εντάξει, αλλά από μέσα του λέει ότι δεν πρόκειται.
Το πρωί ο Κινέζος βάφει τον Πόντιο με μαύρη μπόγια και ο Πόντιος είναι ολόιδιος ο μαύρος. Ύστερα τον ξυπνάει στις 7 παρά πέντε. Ο Πόντιος αφού κατεβάζει Χριστοπαναγιές τρέχει να προλάβει. Στις 7 ήταν εκεί. Με το που τον βλέπει το αφεντικό (ο ρατσιστής) τον πετάει έξω επειδή νόμιζε ότι ήταν ΠΑΛΙ ο μαύρος. Κοιτάζεται ο Πόντιος στον καθρέφτη και συλλογίζεται:
- Βρε το βλάκα τον Κινέζο... Τον μαύρο πήγε και ξύπνησε!

- Και με ένα σουτ φωτοβολίδα, στέλνει την μπάλα στα Τζούμερκα (βουνά στην ʼρτα). (Κώστας Μπάνιας - Αρτα TV) Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στον τελικό 50 μέτρων ελεύθερο:
- Και φεύγουν καλά Χούγκεμπαντ και Ποπόφ και πάνε μαζί χέρι χέρι... Χούγκεμπαντ και Ποπόφ... Χούγκεμπαντ και Ποπόφ... Χούγκεμπαντ και Ποπόφ, μεγάλη μάχη, ο Ολλανδός και ο Ρώσος... Χούγκεμπαντ και Ποπόφ... Χούγκεμπαντ και Ποπόφ... και τελικά είναι πρώτος ο Χολ ο Αμερικάνος, δεύτερος ο Ερβινγκ ο Αμερικάνος, τρίτος ο Χούγκεμπαντ και έκτος ο Ποπόφ. (Σχολιαστής της ΝΕΤ)
- Ρε παιδιά δεν καταλαβαίνω Αραβικά, δεν είμαι Αραβίδα. (ʼντζελα Δημητρίου)
- Ουδέν καλό αμπιγιέζ καλού. (ʼντζελα Δημητρίου)
Στο αεροπλάνο θέλοντας να καπνίσει, λέει στο διπλανό:
- Μπορείτε μήπως να ανοίξετε το παράθυρο για να φεύγει ο κάπνος; (ʼντζελα Δημητρίου)
- Πείτε μας πως σας φάνηκε η Τουρκική κουζίνα.
- Δεν ξέρω, εγώ στο σπίτι μου εχω Ιταλική. (ʼντζελα Δημητρίου)
Σε συνέντευξη στην ʼννα Παναγιωταρέα:
- Έχετε κάνει κανένα σφάλμα που το μετανιώσατε;
- Φυσικά. Σε αυτή τη ζωή κανείς δεν ειναι άσφαλτος. (ʼντζελα Δημητρίου)
- Από που μας τηλεφωνάτε;
- Από Σκιάθο.
- Α, ωραία... και έχουμε ένα βίντεο για τη Σκόπελο. (Έλενη Μενεγάκη)
Συγκρούστηκαν απεργοσπάστες που απεργούσαν. (Ρεπόρτερ του Alpha)
Σε τηλεοπτικό παράθυρο:
- Έπρεπε να ντρέπεσαι γι’ αυτά που λες.
- Ντρέψου εσύ ρε. (Μάκης Ψωμιάδης)
Ένας παθιασμένος Νέο δημοκράτης έχει τόσο πολύ ψύχωση με το κόμμα του που όταν βλέπει γραφείο του ΠΑΣΟΚ σπάει τα τζάμια με μια σφεντόνα . Τελικά η γυναίκα του τον πάει σε μια κλινική μπας και ξεπεράσει αυτή του την ψύχωση .
Μετά από 1 μήνα ιατρικής παρακολούθησης αποφασίζει ο γιατρός να του κάνει ένα τεστ για να δει πως πάει :
- Λοιπόν λέει ο γιατρός για πες μου πόσο χρονών είσαι ;
- 35 , απαντά εκείνος .
- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις μόλις βγεις από εδώ ;
- Θα πάρω τη σφεντόνα μου και θα σπάσω όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ .
Πάρτε τον μέσα λέει ο γιατρός . Μετά από 2 μήνες ο γιατρός αποφασίζει να τον εξετάσει ξανά για να δει πως πάει . Του κάνει διάφορες ερωτήσεις γενικώς για τη ζωή του και στο τέλος αποφασίζει να τον ρωτήσει την κρίσιμη ερώτηση .
- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις αν βγεις από εδώ ;
- Θα πάω στη γυναικούλα μου γιατρέ μου.
- Έκπληκτος ο γιατρός του λέει :
- Μπράβο παιδί μου ! και μετά τι θα κάνεις ;
- Θα της βγάλω το μπλουζάκι και μετά τη φούστα .
- Ναι ; ακούει με έκπληξη ο γιατρός και μετά και μετά ;
- Μετά θα της βγάλω το σουτιέν .
Ο γιατρός τα έχει χάσει με την πρόοδο του ασθενή του .
- Τέλος θα της βγάλω το κυλοτάκι .
- Και μετά και μετά ; λέει κοκαλωμένος ο γιατρός .
- Μετά θα της σκίσω το κυλοτάκι θα πάρω το λάστιχο από την κυλόττα θα το βάλω στην σφεντόνα μου και θα σπάσω όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ !
- Μέσαααααααααα , φωνάζει ο γιατρός τρελαμένος .
Φθινόπωρο και πρώτη μέρα στα θρανία για τους μαθητές του αμερικανικού κολεγίου.
Η δασκάλα παρουσιάζει στα αμερικανάκια έναν καινούριο συμμαθητή τους, τον Ιάπωνα Σακίρο Σουζούκι (γιο του διευθυντή της Σόνυ) και το μάθημα αρχίζει με μικρές ερωτήσεις ιστορίας.
- «Για να δούμε λοιπόν, πόσο καλοί είστε στην αμερικανική ιστορία;» λέει η δασκάλα. «Ποιος είπε ; δώστε μου ελευθερία ή δώστε μου θάνατο;»
Κάποιοι μουρμουρίζουν αλλά κανείς δεν σηκώνει το χέρι του, εκτός από τον καινούριο:
- «Ο Πάτρικ Χένρυ το 1775 στη Φιλαδέλφεια», απαντά.
- «Μπράβο Σουζούκι, και ποιος είπε: ;Κυβέρνηση του λαού, από το λαό και για το λαό;», ξαναρωτά την τάξη η δασκάλα.
- «Ο Αβραάμ Λίνκολν, το 1863 στο Γκέτυσμπουργκ», απαντά και πάλι ο Σουζούκι.
Η δασκάλα κοιτάζει αυστηρά την τάξη και λέει:
- «Ντροπή σας! Ο Σουζούκι είναι γιαπωνέζος και ξέρει την αμερικανική ιστορία καλύτερα από σας!»
Τη σιωπή στην τάξη σπάει μια μικρή φωνή από τα πίσω θρανία:
- «Ρε δεν πάτε να γα**θείτε όλοι, μα**κες γιαπωνέζοι!»
- «Ποιος το είπε αυτό;» ρωτάει αυστηρά η δασκάλα.
Ο Σουζούκι σηκώνει το χέρι του και χωρίς να περιμένει λέει:
- «Ο στρατηγός Μακάρθουρ, το 1942, στη διώρυγα του Παναμά και ο Λι Ιακόκα, το 1982 στη γενική συνέλευση της Τζένεραλ Μότορς.
Η τάξη βυθίζεται στη σιωπή. «Θέλω να ξεράσω», ακούγεται μια ξεψυχισμένη φωνή.
- «Ποιος το είπε αυτό;» ξαναρωτάει με το ίδιο βλοσυρό ύφος η δασκάλα.
Και ο Σουζούκι πετάγεται πάλι:
- «Ο Τζορτζ Μπους ο πρώτος, στον πρωθυπουργό Τανάκα κατά τη διάρκεια επίσημου δείπνου στο Τόκιο το 1991».
Ένας μαθητής σηκώνεται όρθιος και ξεσπάει:
- «Ρε δε μας παίρνεις καμιά π**α, λέω γω!»
Και ο Σουζούκι, ψύχραιμα:
- «Μπιλ Κλίντον στη Μόνικα Λουίνσκι, το 1997, στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου».
Δυο τρεις μαθητές πετάγονται και φωνάζουν:
- «Α γα**σου ρε μα**κισμένο, Σουζούκι».
Ατάραχος ο γιαπωνέζος:
- «Βαλεντίνο Ρόσι, παγκόσμιο πρωτάθλημα μοτοσικλέτας, ράλι Νότιας Αφρικής, το 2002».
Κόλαση στην τάξη, οι μαθητές ουρλιάζουν και πετάνε καρέκλες, η δασκάλα έχει σωριαστεί λιπόθυμη και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο διευθυντής:
- «Ε, μα την Παναγία δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μπου**έλο».
Και στο βάθος ακούγεται πάλι η φωνή του Σουζούκι:
- «Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Καραμανλής, το 2004, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του».
Ήταν μία φορά ένας φαντάρος και φίλαγε σκοπιά. Ε, μετά από λίγες ώρες το φανταράκι το πήρε ο ύπνος οπότε κάποιοι άλλοι φαντάροι που το πήρανε χαμπάρι πάνε και του κλέβουν το όπλο. Μόλις ξυπνάει ο φαντάρος κοιτάει, πουθενά το όπλο.
- Ο ρε πο**στη μου τι γαμ**με τώρα, σκέφτεται.
Τι να κάνει, πάει στο λοχαγό για να ομολογήσει. Ο λοχαγός έξω φρενών του λέει ότι μόνο μια περίπτωση υπάρχει για να μην περάσει στρατοδικείο.
Λοχαγός: Θα σου ρίξω μια κλανιά. Δεν ξέρω τι θα κάνεις άλλα πρέπει να την πιάσεις και να μου την φέρεις πίσω. Συμφωνείς!
Φαντάρος: Σύμφωνοί κύριε λοχαγέ μου.
Λοχαγός: Έτοιμος;
Φαντάρος: Ναι κύριε λοχαγέ!
Λοχαγός: Πρρρρρ! Τρέξε πιαστεί ρε μα**κα!
Ο φαντάρος με τι μία αρχίζει να τρέχει. Πηδάει από το παράθυρο και γίνεται καπνός. Περνάνε 3 μέρες πουθενά ο φαντάρος. Την τέταρτη μέρα παρουσιάζεται στο γραφείο του λοχαγού μες τις μουτζούρες και με ξεσκισμένα ρούχα.
Λοχαγός: Τι έγινε παιδί μου; Την έπιασες την κλανιά;
Φαντάρος: Μάλιστα κύριε λοχαγέ μου!
Λοχαγός: Και που είναι για δώσε μου τι!
Φαντάρος: Πρρρρρ! Πάρτη κύριε λοχαγέ μου.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο κυρ-Γιώργης γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά.
Καθώς προχωρούσε κατά μήκος του ήσυχου συνοικιακού δρόμου που βρισκόταν το σπίτι του, βλέπει τον φίλο του τον Νώντα να κάθεται σκεφτικός στα σκαλοπάτια του δικού του σπιτιού, που βρισκόταν στον ίδιο δρόμο και σε μικρή απόσταση από το δικό του.
- Τί συμβαίνει,Νώντα; Γιατί κάθεσαι εδώ με τέτοιο κρύο;
- Τί να γίνει, ρε Γιώργη, να... καπνίζει το τζάκι μου απόψε και βγήκα να πάρω μια ανάσα, με έπνιξε, βλέπεις ο καπνός...
- Α! Αυτό δεν είναι πρόβλημα,αδελφέ! Εγώ ξέρω από τέτοια, πάω μέσα να βρω την αιτία αμέσως...
Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά τρέχοντας και πριν προλάβει ο Νώντας να πει λέξη, έσπρωξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Την ίδια στιγμή όμως μπαμ! του ήρθε ένα κούτσουρο, από κείνα που ήσαν δίπλα στο τζάκι, στο κεφάλι, ενώ μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να στριγγλίζει και να λέει.
- Τόλμησες και μπήκες μέσα πάλι, βρε μπεκρούλιακα; Τσακίσου και βγες έξω, εκεί, στα σκαλιά θα κοιμηθείς απόψε...
Γύρισε ο καημένος ο κυρ-Γιώργης μπρος πίσω και κατέβηκε τα σκαλιά.
Περνώντας δίπλα από τον Νώντα που καθόταν εκεί, στην ίδια θέση ακούνητος, τον χτύπησε με συμπόνια στην πλάτη και του είπε.
- Μη στενοχωριέσαι, ρε φίλε! Πολλές φορές και το δικό μου τζάκι καπνίζει, τί να κάνουμε;
Ένας τύπος που δεν αισθάνεται πολύ καλά, πάει στο γιατρό, που του λέει ότι αν δεν αλλάξει τρόπο ζωής, δεν θα ζήσει για πολύ.
Όταν είπε στο γιατρό το πρόγραμμα της ημέρας του, ο γιατρός του είπε ότι, αντί να παίρνει το τραίνο, κάθε μέρα, για να πάει στη δουλειά του, θα έπρεπε να πηγαίνει με το σπόρ αυτοκίνητό του, με ανοικτή τη σκεπή, για να παίρνει καθαρό αέρα.
Αυτό έκανε ο ασθενής, αλλά δεν είδε βελτίωση.
Τότε ο γιατρός του σύστησε να αφήσει το αυτοκίνητο και να πάρει
Ποδήλατο. Ο τύπος διαμαρτύρεται ότι είναι μεγάλη απόσταση, ο γιατρός επιμένει και, τελικά, πάιρνει ποδήλατο. Αλλά καμιά βελτίωση πάλι.
Τότε ο γιατρός του είπε να πάρει ένα στεφάνι βαρελιού κι ένα ξυλάκι και να κυλάει το τσέρκι, κάθε πρωί, μέχρι το γραφείο του και μετά πίσω στο σπίτι, το βράδυ. Διαμαρτύρεται ο ασθενής, φωνάζει, αλλά στο τέλος πείθεται στο τέλος κι αγοράζει το τσέρκι.
- Πώς αισθάνεσαι; ρωτάει ο γιατρός.
- Περίφημα, λέει αυτός και συνεχίζει να τρέχει με το τσέρκι κάθε πρωί και κάθε βράδυ.
Κάποτε όμως, βρήκε το τσέρκι στραβωμένο και στραπατσαρισμένο, εκεί που το είχε παρκάρει, στο υπόγειο γκαράζ.
- Κάποιος έκανε όπισθεν και δεν το είδε. Δεν είναι δα και καμιά μεγάλη ζημιά, προσπαθεί να τον ησυχάσει ο γκαραζιέρης. Η ασφάλεια θα πληρώσει.
- Η ασφάλεια; Δεν είναι μεγάλη ζημιά; Μούτζωσε την ασφάλεια! Εγώ πώς θα πάω σπίτι μου τώρα, μου λες;
Τρεις τύποι δουλεύουν όλοι μαζί σε ένα εργοστάσιο. Κάθε μέρα, διαπιστώνουν ότι το αφεντικό τους φεύγει νωρίς από το εργοστάσιο, αφήνοντάς τους μόνους να συνεχίσουν την δουλειά.
Μια μέρα, αποφασίζουν να φύγουν κι αυτοί πιο νωρίς απο τη δουλειά, αν το αφεντικό τους παρατήσει τόσο νωρίς. Έτσι, κι έγινε... Ο πρώτος πάει στο σπίτι του και πέφτει νωρίς νωρίς για ύπνο, έτσι ώστε να είναι ξεκούραστος το πρωί που θα ξυπνήσει. Ο δεύτερος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μαγείρεψε φαγητό για την γυναίκα και τα παιδιά του που θα γύριζαν αργότερα και έτσι θα τους έκανε και έκπληξη. Ο τρίτος πηγαίνει σπίτι του και προχωράει προς την κρεβατοκάμαρα. Ανοίγει σιγά την πόρτα και βλέπει την γυναίκα του στο κρεβάτι μαζί με το αφεντικό του. Κλείνει την πόρτα ακόμη πιό προσεκτικά και φεύγει. Την επόμενη μέρα, οι άλλοι δύο σχεδιάζουν να ξαναφύγουν νωρίς αν το αφεντικό αποχωρήσει νωρίτερα. Ρωτάνε τον τρίτο τύπο, αν θα γίνει η δουλειά όπως την προηγούμενη, και εκείνος απαντά:
- ΟΧΙ, ΟΧΙ... Με τίποτα. Απορημένοι εκείνοι, τον ρώτησαν:
- Γιατί όχι βρε σύ; - Επειδή εχτές που έφυγα, παραλίγο να με πιάσει...

Τέσσερις άνδρες οι οποίοι βρέθηκαν τυχαία σε ένα μπαρ και είχαν πιάσει την κουβέντα για διάφορα θέματα.
Σε μια στιγμή, ο ένας από αυτούς πηγαίνει στην τουαλέτα, ενώ οι υπόλοιπο συνέχιζαν τη συζήτηση τους, σχετικά με τα κατορθώματα των γιων τους. Ξεκινάει ο πρώτος..
- Εμένα ο γιος μου σας παιδί για τους καφέδες στην αντιπροσωπεία της Mercedes στην Κηφισίας. Ανέβηκε σιγά σιγά όμως θέσεις, και τώρα είναι διευθυντής πωλήσεων. Μάλιστα, είναι τόσο καλός στη δουλειά του που έχει συνεχώς μπόνους. Να φανταστείτε, πρέπει να έχει τόση άνεση, που μόλις πριν από ένα μήνα χάρισε σε ένα φίλο του μια ολοκαίνουρια Mercedes.
- Αυτό δεν είναι τίποτα, πετάγεται ο δεύτερος, εμένα ο γιος μου ξεκίνησε καθαρίζοντας πατώματα σε ένα μεσιτικό γραφείο. Ανέβηκε θέσεις όμως και τώρα είναι τόσο πλούσιος που αγόρασε και χάρισε σε ένα φίλο του ένα διώροφο σπίτι στην εξοχή.
- Όλα αυτά τα ακούω βερεσέ, λέει και ο τρίτος. Ο γιος μου ξεκίνησε καθαρίζοντας πατώματα στην Σοφοκλέους. Με τον καιρό όμως ανέβηκε στην κλίμακα και πλέον είναι τόσο πλούσιος, ώστε χάρισε σε ένα φίλο του μετοχές αξίας 20 εκατομμυρίων.
Εκείνη τη στιγμή, γυρνάει ο τέταρτος της παρέας, και οι υπόλοιποι του εξηγούν το θέμα συζήτησης.. και ρωτάνε και για τον δικό του γιο. Ο τύπος παίρνει περίλυπο ύφος και λέει..
- Τι να σας πω ρε παιδιά... μια ζωή ο γιος μου κομμωτής ήταν. Και πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψή μου ότι είναι ομοφυλόφιλος. Και να ήταν κρυφός... να πάει στο διάολο... αλλάζει τους γκόμενους σαν τα σώβρακα... Η μόνη παρηγοριά είναι ότι έχει και τα τυχερά του. Οι τρεις τελευταίοι γκόμενοί του του χάρισαν μια Mercedes, ένα σπίτι και μετοχές αξίας 20 εκατομμυρίων δραχμών.
Ένας τσοπάνης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα να δει πως είναι επιτέλους η μεγαλούπολη. Πάει σε ένα ξενοδοχείο και νοικιάζει ένα δωμάτιο. Το βράδυ που κοιμόταν, ξαφνικά εμφανίζονται δυο γκόμενες από το σκοτάδι και αρχίζουν να τον χαϊδολογούν, χωρίς να έχει άλλη επιλογή ο τσοπάνης, τι να κάνει, τις πηδάει.
Την άλλη μέρα πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για το δωμάτιο.
- "Τι χρωστάω;" λέει ο Βλάχος.
- "Χρωστάς;", λέει ο υπάλληλος, "πάρε και 30 χιλιάρικα!". Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης πηγαίνει στο χωριό για να πει τι του έτυχε στην πρωτεύουσα. Πηγαίνει στο καφενείο και λέει με υπερηφάνεια τι του είχε συμβεί, όμως κανείς δεν τον πίστευε. Λέει ο Βλάχος αφού δε με πιστεύετε στείλτε το δήμαρχο στην Αθήνα στο ίδιο ξενοδοχείο να διαπιστώσει αν είναι αλήθεια τα λεγόμενα μου.
Πράγματι πάει ο Δήμαρχος στο ίδιο μέρος. Το βράδυ που κοιμόταν πετάγονται μέσα απο το σκοτάδι δύο γκομενάρες και τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο άμοιρος (αν και παντρεμένος) τις πηδάει. Πάει να πληρώσει την άλλη μέρα:
Δήμαρχος:
"Τι χρωστάω;"
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 30 χιλιάρικα".
Ενθουσιασμένος ο δήμαρχος πάει και λέει τα νέα στο καφενείο του χωριού, μα και πάλι κανείς δεν τον πίστευε. Αγανακτισμένος ο δήμαρχος λέει:
- "Αφού δε με πιστεύετε στείλτε τον παπά του χωριού".
Με τα χίλια ζόρια τον ψήνουν τον παπά και πάει (σίγουρος για το αντίθετο απο τα λεγόμενα) πάει στο ίδιο ξενοδοχείο. Το βράδυ που κοιμάται πετάγονται δύο γυναικάρες τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο παπάς υποκύπτει ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα πάει να πληρώσει:
Παπάς:
"Τι χρωστάω τέκνον μου;
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 100 χιλιάρικα."
Παπάς:
"Μα γιατί τέκνον μου εμένα μου έδωσες 100 χιλιάρικα και στους άλλους δύο που ήρθαν 30;"
Και απαντάει ο υπάλληλος:
- "Τι να κάνουμε πάτερ, πρώτη φορά γυρνάμε τσόντα με παπά".
- Μια φορά κάποιος οδηγός επέστρεφε στην Αθήνα, οδηγώντας στην Εθνική Οδό Αθηνών - Κορίνθου. Ξαφνικά εκεί που οδηγούσε αμέριμνος, βλέπει μια κότα να τον προσπερνά. Κοιτάζει το κοντέρ, 120 χιλιόμετρα. Μπα λέει, οφθαλμαπάτη θα είναι.
- Επιταχύνει λίγο και εκεί κοντά στα 150, νάσου η κότα. Έλα Χριστέ και Παναγιά, τώρα θα σου δείξω, πατάει το γκάζι, 180, η κότα τον ξαναπροσπερνά. Έλα Χριστέ και Απόστολε, τι πράμα είναι τούτο, 200 το κοντέρ, η κότα συνεχώς πήγαινε μπροστά. Κοντά στα Μέγαρα, η κότα ελαττώνει ταχύτητα και στρίβει αριστερά.
- Ο οδηγός, όλο περιέργεια την ακολουθεί. Βλέπει την κότα να μπαίνει σε ένα ορνιθοτροφείο και ενώ είναι έτοιμη να παρκάρει παρατηρεί ότι η κότα έχει τρία πόδια. Μπαίνει κι αυτός στο ορνιθοτροφείο, γεμάτος περιέργεια.
- Μόλις περνά την πύλη τον σταματά ένας υπάλληλος, που πάτε κύριε του λέει. Ρε συ φίλε, αυτό κι αυτό, με προσπέρασε με 200, το καταλαβαίνεις;Aκου να δεις φιλαράκο, είναι ένα νέο είδος κότας αυτό, τα αφεντικά το έφεραν από την Αμερική, τώρα εδώ κάνουν εκτροφή μόνο σ΄αυτό το είδος.-Είναι τουλάχιστον καλό προϊόν, είναι νόστιμες αυτές η κότες που φτιάχνετε, ρωτά ο οδηγός. Ξέρω γω ρε φίλε, μήπως μπορέσαμε ποτέ να πιάσουμε καμία να την φάμε;
Ένας Έλληνας μπαίνει σε μια τράπεζα της Νέας Υόρκης και ζητάει πληροφορίες για ένα δάνειο.
Λέει στον υπάλληλο των δανείων ότι θέλει να ταξιδέψει στην Ελλάδα λόγω των εορτών των Χριστουγέννων για 2 εβδομάδες και χρειάζεται οπωσδήποτε να πάρει ένα δάνειο των $5.000. Ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η τράπεζα θα χρειαστεί ένα είδος εξασφάλισης για να του χορηγήσει το δάνειο.
Έτσι ο Έλληνας βγάζει από την τσέπη του και αφήνει πάνω στο γραφείο τα κλειδιά από μία ολοκαίνουρια Ferrari, που είναι παρκαρισμένη στην είσοδο της Τράπεζας. Αφού πραγματοποιείται ο έλεγχος από την Τράπεζα ότι το αυτοκίνητο είναι όντως στο όνομά του, μέσα σε 20 λεπτά εγκρίνεται το δάνειο, ο Έλληνας παίρνει τα χρήματα και φεύγει. Μόλις φεύγει, ο διευθυντής της Τράπεζας και οι υπάλληλοί του ξεκαρδίζονται στα γέλια που ο Έλληνας έβαλε υποθήκη μία Ferrari των $200.000 για να πάρει δάνειο $5000!
Ένας υπάλληλος παίρνει το αυτοκίνητο και το αφήνει στο υπόγειο γκαραζ της τράπεζας. Δύο βδομάδες αργότερα, ο Έλληνας επιστρέφει, πληρώνει $5000 και τον τόκο, που ανέρχεται στα $15.41. Ο υπάλληλος του λέει:
- Κύριε, είμαστε ευτυχείς που συνεργαστήκατε με την τράπεζά μας, όλα έγιναν σωστά μόνο που έχουμε μία απορία. Όσο εσείς λείπατε, ελέγξαμε στον υπολογιστή και βρήκαμε ότι είσαστε δισεκατομμυριούχος! Το περίεργο είναι ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε το δάνειο!
Και ο Έλληνας απαντά:
- Πες μου ένα άλλο σημείο στη Νέα Υόρκη που θα μπορούσε να αφήσει κανείς μια Ferrari με ασφάλεια για δύο εβδομάδες, πληρώνοντας για πάρκινγκ μόνο 15.41 δολάρια!
Ήταν ένας τύπος κακομοίρης , μικροκαμωμένος , που είχε μία γυναίκα νταρντάνα που τον καταπίεζε ! Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά , μετά γύριζε , μαγείρευε , έπλενε τα πιάτα , σκούπιζε , σφουγγάριζε , και έτρωγε και μερικές σφαλιάρες έτσι για να περνάει η ώρα της γυναίκας του .
Αυτή πάντα με τα καλλυντικά στο χέρι , αραγμένη στη τηλεόραση κλπ κλπ ...
Πήγαινε λοιπόν ο άμοιρος σε έναν ψυχολόγο , μήπως και καταφέρει να κάνει τίποτα , γιατί δεν πήγαινε άλλο ...
Μετά από έναν μήνα λοιπόν ψυχολογικής υποστήριξης , του λέει ο ψυχολόγος " λοιπόν φίλε μου , είσαι έτοιμος ! Να πας σπίτι σου , και να δείξεις ποιο είναι το αφεντικό ! Να την σκίσεις τη γάτα ! ".
Αναπτερωμένος λοιπόν ο φίλος μας , πάει σπίτι του όλο τσαμπουκά ! Μπαίνει μέσα , και βλέπει τη γυναίκα του αραγμένη όπως πάντα στη τηλεόραση . Παίρνει βαθιά ανάσα , και αρχίζει να της φωνάζει !
" Κοίταξε να σου πω ! Πρέπει να καταλάβεις ποιο είναι το αφεντικό εδώ μέσα ! Πάω να κάνω ένα μπανάκι ! Μόλις βγω , έξω το φαΐ ζεστό στο τραπέζι ! Θα ρίξω και έναν ύπνο , και μετά θα φορέσω το καλό μου κουστούμι και θα βγω έξω ΜΟΝΟΣ μου ! Το καταλαβαίνεις αυτό ; Και μάντεψε ποιος θα μου βάλει το κουστούμι ! ".
Απαθής η τύπισσα , γυρίζει , τον κοιτάζει και του λέει ...
" Ο νεκροθάφτης μωρό μου ; "