Κάποιος στη δουλειά του έχει γραφείο στον 100 όροφο και για να το γιορτάσει αποφασίζει να πηδήξει την γραμματέα του.
- Ποτέ, λέει αυτή.
Τότε αυτός τσαντίζεται και την πετάει από το παράθυρο. Αυτή όπως έπεφτε νιώθει στον 90 όροφο να την πιάνει ένα χέρι.
- Με έσωσες. Θα κάνω ότι θες.
- Θα σε πηδήξω, της λέει αυτός.
- Ποτέ.
- Ε τότε αντίο, και την αφήνει να πέσει.
Στον 80 όροφο βγαίνει ένα χέρι και την πιάνει - Με έσωσες. θα κάνω ότι θες.
- Θα σε πηδήξω.
- Ποτέ.
- Ε τότε ξέχνα το.
Στον 70 όροφο βγαίνει ένα χέρι και την πιάνει.
- Με έσωσες. θα κάνω ότι θες.
- Θα σε πηδήξω.
- Ποτέ.
- Ε τότε λυπάμαι. Γεια.
Οι όροφοι τελείωναν.60 50 40 30 20... και άλλο χέρι να την πιάσει δεν έβγαινε. Και το ξανασκεφτόταν γιατί τελικά δεν καθόταν να την πηδήξουν. Τελικά στον 5ο όροφο βγαίνει ένα σωτήριο χέρι πάλι και την πιάνει.
- Με έσωσες, θα κάνω ότι θες, θα κάτσω να με πηδήξεις και μόνος σου και με φίλους σου άμα θες.
- Α να χαθείς πουτάνα, της λέει αυτός και την αφήνει να πέσει κάτω.
Ένας στη Βέροια έπαιζε βιολί μα κάθε φορά πού έπαιζε, καύλωνε. Αποφασίζει λοιπόν, να πάει σε γιατρό στην Θεσσαλονίκη να λύσει το πρόβλημα. Ο γιατρός τον εξετάζει, του λέει ότι δεν μπορεί να βγάλει διάγνωση και έτσι τον στέλνει σε ψυχολόγο.
Ο ψυχολόγος τον εξέτασε, δεν μπόρεσε ούτε αυτός να βγάλει διάγνωση και τον παρέπεμψε σε καθηγητή πανεπιστημίου στην Αθήνα. Παίρνει και ο ασθενής το βιολί του και μια και δυο, πάει στον επιστήμονα.
- "Γιατρέ μου το πρόβλημα έχει ως εξής:... Κάνε με καλά σε παρακαλώ γιατί η δουλειά που κάνω είναι σκληρή και δεν αντέχω. Το φαντάζεσαι γιατρέ μου, να παίζω συνέχεια καυλωμένος;"
Τον εξετάζει ο γιατρός και του λέει πως δεν έχει κάτι το παθολογικό. Συνεχίζοντας τις εξετάσεις, κάποια στιγμή του λέει:
- "Για παίξε μου λίγο βιολί."
Κάθεται απέναντι ο άρρωστος και αρχίζει να παίζει βιολί. Ύστερα από λίγο τον σταματάει ο επιστήμονας θριαμβολογώντας:
- "Το βρήκα, το βρήκα! Φίλε μου, το παθαίνεις αυτό γιατί παίζεις σαν μουνί."

Πάει κάποιος στη δουλειά του ύστερα από δύο μήνες και τον ρωτάει το αφεντικό του:
- Που ήσουν ρε τόσες μέρες και έχουμε πνιγεί στη δουλειά;
- Ασε ρε αφεντικό, πέθανε η μάνα μου.
- Έλα ρε, και πώς πέθανε;
- Ασε, είναι μεγάλη ιστορία.
- Για πες μου.
- Είναι μεγάλη ιστορία σου λέω.
- Δεν πειράζει, πες μου.
- Ακου, πήγε να απλώσει τα ρούχα στην ταράτσα, γλιστράει και πέφτει.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τα παράθυρα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τρομπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τη ζγόρνα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από το καλώδιο της κεραίας.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και βγαίνει ο πατέρας μου έξω με την καραμπίνα Μπαμ! Μπαμ!Μπαμ! Γαμώ το κέρατο σου θα μου διαλύσεις όλο το σπίτι!
Ήτανε μια φορά ένας χωρικός λίγο βραδύγλωσσος. Έρχεται κάποια μέρα στην Αθήνα και πάει στο Ιατρικό Κέντρο εκεί στο Μαρούσι. Πλησιάζει τη κοπέλα στην είσοδο και της λέει:
- Ωρι-ρι-ριλά θέλω Η κοπέλα τον καθοδηγεί και σε λίγο βρίσκεται μπροστά στο γραφείο του γιατρού να του εξηγεί το πρόβλημά του:
- Εγώ-γώ γιατρέ μου έχω κο-κο-κότες και πα-πα-πάπιες. Τις έχω μέσα στο κο-κο- κοτέτσι και το πρω-πρωί τις βγάζω και το βρα-βράδι τις ξα-ξα-ξαναβάζω πα-πα-πάλι.
Ο γιατρός τον κοιτάει περίεργα, γιατί εκτός του ότι σπάζεται με το ρατάρισμα, δεν βλέπει και τι τον ενδιαφέρουν αυτόν τα πουλερικά.
- Ωραία όλα αυτά κύριέ μου και χαίρομαι για σας, του λέει. Δεν βλέπω όμως εγώ που μπορώ να βοηθήσω.
- Πε-πε-περίμενε γιατρέ μου, του λέει ο χωρικός. Το πρω-πρωί που λές τους ανοίγω την πο-πο-πόρτα και φωνάζω "Πα, πα, Πα" και έξω οι Πα-πα-πάπιες ! Με-με-μετά ξξξξαναφωνάζω "Κο, κο, κο" και έξω κι οι κο-κο-κότες.
- Εμένα τι με κόφτει άνθρωπέ μου τι κάνεις εσύ με τις πάπιες και τις κότες;, διαμαρ- τύρεται ο γιατρός που αρχίζει να εκνευρίζεται χοντρά. Γιατρός είμαι δεν είμαι πτηνοτρόφος !
- Μη-μη-μη βιάζεσαι θα σου εξξξξξηγη- γήσω, συνεχίζει απτόητος ο χωρικός. Το βρα-βράδι ξξξξανανοίγω τη πο-πο-πόρτα και φωνάζω "Πα, πα, Πα" και μέσα οι Πα-πα- πάπιες ! Με-με-μετά "Κο, κο, κο" και μέσα κι οι κο-κο-κότες... εκτός από μια.
- Ε βάλτην κι αυτήν τη μία μέσα να κάνουμε και καμμιά δουλειά !, διακόπτει ο γιατρός που έχει πάρει ανάποδες.
- Δε-δεν μπαίνει με τι-τι-τίποτα η κα-κα- καριόλα με-με-μέσα, επιμένει ο "ασθενής". Το Χρι-χρι-χριστό σου, αρχίζω το-το-τότε εγώ, τη Πα-Πα-Παναγί... έξω οι πα-πάπιες.
Χτυπάει το τηλέφωνο κάποια φορά, στο σπίτι ενός τύπου γύρω στις 3 το πρωί. Ο τύπος μέσα στον ύπνο του, σηκώνει εκτός από το τηλέφωνο, όλη την προίκα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Με δυσκολία φέρνει το ακουστικό στο αυτί, και με μεγαλύτερη δυσκολία αρθρώνει ένα ξεψυχισμένο.. "Εμπρός"...
Από την άλλη πλευρά της γραμμής, ακούγεται ένας τύπος να φωνάζει με μεγάλο ενθουσιασμό...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Σάλτα και γαμήσου ρε μαλάκα πρωινιάτικα, φορτώνει ο τύπος βρίσκοντας ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο ύπνος του τύπου συνεχίζεται ήσυχος μέχρι το πρωί. Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος έχει γυρίσει πτώμα από τη δουλειά και κοιμάται βαθιά, κατά τις τρεις η ώρα ξαναχτυπάει το πρωί. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, και αυτή τη φορά εκτός από το τηλέφωνο, ο τύπος σηκώνει και τους γείτονες του απο κάτω διαμερίσματος στο πόδι, πετώντας κάτω το λαμπατέρ. Παρ όλα αυτά απαντάει στο τηλέφωνο..
- Ναι;..
Και πάλι ο ίδιος ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει ...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Αντε γαμήσου ρε παπάρα, τι χούι είναι αυτό πάλι ; κόψε την πρωινή και άσε με ήσυχο να κοιμηθώ... λέει ο τύπος και κλείνει το τηλέφωνο απότομα.
Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κλασσικά στις 3 η ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο τύπος το σηκώνει, φανερά αγανακτισμένος από την κατάσταση, και απαντάει..
- Τι θες ρε φίλε πρωινιάτικα πάλι;
Όπως και τις δύο προηγούμενες μέρες, ο ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Ρε παπάρα.. και εγώ μιλάω.. αλλά δεν σε παίρνω 3 η ώρα το πρωί τηλέφωνο για να στο πω, του λέει με στόμφο ο τύπος..
- Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αγελάδα!

Το ζευγάρι, μετά από μια μέρα στο πολυτελές ξενοδοχείο, είναι στη reception και κάνει Check-out. "Τι οφείλω;", ρωτάει εκείνος. "40.000 κύριε", έρχεται η απάντηση.
- Μα πίσω από την πόρτα έλεγε 28.000 η μέρα μαζί με το πρωινό, διαμαρτύρεται ο άνθρωπος!
- Ναι, αλλά είναι και 5.000 για τη πισίνα και 7.000 για το τένις, παρατηρεί πολύ ευγενικά ο ρεσεψιονίστ.
- Αφού ούτε μπάνιο κάναμε, ούτε τένις παίξαμε;, επιμένει ο αγανακτισμένος πελάτης.
- Εδώ ήτανε κύριέ μου, μπορούσατε να παίζατε !, του απαντά πάλι με παγερή ευγένεια ο υπάλληλος.
- Σύμφωνοι, αλλά μείον 30.000 γιατί μου πήδηξες τη γκόμενα, φωνάζει έξαλλος ο δικός μας.
- Μα τι λέτε κύριε; Ποτέ δεν άγγιξα την κυρία !.
- Εδω ητανε, ασ τη γαμουσεσ !
Μια κυβέρνηση τα πηγαίνει χάλια και κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές. Μαζεύεται λοιπόν το υπουργικό συμβούλιο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
"Παιδιά δεν πάμε καλά, θα χάσουμε την εξουσία, θα τα χάσουμε όλα. Κάτι πρέπει να κάνουμε" λέει ο πρωθυπουργός.
Πετάγεται ένας υπουργός και λέει:
"Θα κάνουμε ανακαίνιση! Θα αλλάξουμε τα γραφεία, τις καρέκλες, τους καναπέδες, τα πατώματα, τις κουρτίνες, όλα θα τα αλλάξουμε". Συμφωνούν και οι υπόλοιποι και ξεκινάνε να κάνουν σχέδια.
Κάποια στιγμή λοιπόν αργά, έρχεται η καθαρίστρια, τους βλέπει έτσι αναστατωμένους και με τα μούτρα στη δουλειά και λέει:
- "Τι γίνεται βρε παιδιά, τι πάθατε;"
"Δεν πάμε καλά σαν κυβέρνηση και αλλάζουμε τη διακόσμηση" της απαντούν.
Σηκώνει τους ώμους η καθαρίστρια διστακτικά "Τι έχεις" της λένε "γιατί αυτή η αντίδραση;"
- "Τι να σας πω βρε παιδιά" τους απαντάει αυτή. "Εγώ παλιά, πριν έρθω εδώ για δουλειά, δούλευα σε ένα μπορντέλο.
- Όταν δεν πηγαίνανε καλά οι δουλειές δεν αλλάζαμε τα έπιπλα, τις πουτάνες αλλάζαμε".
Κλασικός λαϊκός χασάπης (μουστακαλής, μάγκας κτλ) ξεκοκαλίζει ένα μοσχάρι. Φωνάζει τον μικρό του μαγαζιού και τον λέει επιτακτικά:
Πάρε αυτά τα φιλέτα και πήγαινε τα στην κυρά σου για να τα φάμε το μεσημέρι.
Σφήνα ο μικρός πηγαίνει στο σπίτι του αφεντικού, ανοίγει την πόρτα, ακούει θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Σιγά σιγά πηγαίνει και βλέπει την γυναίκα του αφεντικού να πηδ**ται με έναν άγνωστο τύπο. Τροχάδην επιστροφή στο χασάπικο το οποίο σημειώτεον είναι γεμάτο πελάτες και λέει στο αφεντικό:
Αφεντικό τρέχα τρέχα σου γα**νε την γυναίκα. Ο χασάπης προσβεβλημένος σηκώνει το κεφάλι και φωνάζει:
Βρε τσόγλ**** τι είπες, θα πεθάνεις επί τόπου.
Ο πιτσιρικάς επιμένει και φωνάζει ότι αφεντικό άμα δεν με πιστεύεις πάμε σπίτι να δεις ότι σου γα**νε την γυναίκα.
Πλέον ο χασάπης εκνευρισμένος παίρνει ένα μαχαίρι και ένα τσεκούρι και μαζί με τον πιτσιρικά πηγαίνει σπίτι του όπου ανοίγοντας την πόρτα βλέπει όντας την γυναίκα του να πη***ται στην κρεβατοκάμαρα του με ένα κρεμανταλά. Ωρυόμενος ο χασάπης φωνάζει:
Που**να θα σε σκίσω, πούστη θα πεθάνεις και ορμάει εναντίον του εραστή.
Σηκώνει το μαχαίρι με το αριστερό χέρι και το κατεβάζει προς τον εραστή αλλά αυτός σηκώνει το ένα του χέρι και το ακινητοποιεί.
Σαστισμένος ο χασάπης σηκώνει το δεξί του χέρι και με το τσεκούρι προσπαθεί να χτυπήσει τον εραστή αλλά αυτός χειροδύναμος όπως ήταν σηκώνει το άλλο του χέρι και τον σταματά.
Πλέον ο χασάπης νοιώθει τον κόσμο να χάνεται, στα μάτια του υπάρχει απελπισία αλλά ξαφνικά ακούει τον πιτσιρικά να φωνάζει:
Αφεντικο χτυπα τον με τα κερατα, με τα κερατα
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.