Ήταν ένας ελέφαντας και ένα μυρμήγκι και είχαν μόνο ένα εισητήριο για το σινεμά.
- Μην σε νοιάζει, λέει ο ελέφαντας, θα σε κρύψω πίσω από το αυτί μου για να μην σε δουν.
Πάει ο ελέφαντας να μπει στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει ο ελέφαντας.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτός πίσω από το αυτί σας ποιός είναι;
Πάνε πάλι πίσω.
- Θα σε κρύψω στην προβοσκίδα μου, λέει ο ελέφαντας.
Ξαναπηγαίνουν στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει ο ελέφαντας.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτός στην προβοσκίδα σας ποιός είναι;
Πάνε πάλι πίσω.
- Να δοκιμάσουμε να σε κρύψω εγώ κάπου; ρωτάει ο μυρμήγκι.
- Ναι, αλλά δεν νομίζω να πετύχει, λέει ο ελέφαντας.
Πιάνει το μυρμήγκι και τυλίγει τον ελέφαντα με αλουμινόχαρτο.
Πάνε πάλι στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει το μυρμήγκι.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτό εδώ τί είναι;
- Μυστήριος είσαι, ρε φίλε! λέει το μυρμήγκι. Να μην φέρω και ένα σαντουιτσάκι για το διάλειμμα;
Ο Γιάννης πάει να δει τον ταξιδιωτικό του πράκτορα:
- Καλώς τον Γιάννη, που θα πας φέτος διακοπές;
- Θα ήθελα κάτι διαφορετικό.
- Για πες μου.
- Ξέρεις, πέρυσι πήγα Χαβάι, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν έγκυος.
- Ναι, αλλά...
- Και πρόπερσι πήγα Βερμούδες, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν έγκυος.
- Ναι, αλλά ...
- Και αντιπρόπερσι πήγα Μπαλί, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν έγκυος.
- Ναι...
- Ωραία, μπορείς να προτείνεις κάτι φτηνότερο, για να την πάρω μαζί φέτος;
Καλοκαίρι. Ζέστα. Μεσημέρι.
Ο μέρμηγκας, με ένα φανελάκι εργασίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, σέρνει ένα τεράστιο στάχυ.
Ησυχία.
Έξαφνα, από τη γωνία εμφανίζεται ένα раjеrо turbo intercooler.
Στρίβει με χειρόφρενο και σταματάει απότομα μπροστά στον σαστισμένο μέρμηγκα.
Μέσα στο раjеrо, ο τζίτζικας με γυαλικά ηλίου, βερμούδα με φοινικόδεντρα, δύο πληθωρικές γκόμενες στο πλάι και τις σανίδες του surf στην οροφή.
- Μέρμηγκα, άντε άστα και φύγαμε για windsurfing. ʼντε, παράτα τα, τα κάνεις αύριο.
Ο μέρμηγκας ρίχνει ένα κουρασμένο βλέμμα στον τζίτζικα. Κάπου την έχει ξανακούσει αυτή την ατάκα, ίσως λίγο παραλλαγμένη.
- Δεν μπορώ, μάστορα, έχω δουλειά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για το χειμώνα. Πήγαινε εσύ.
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, το раjеrо σπινάρει και χάνεται στον ορίζοντα.
Μεσημέρι της επομένης. Ο μέρμηγκας, και πάλι ιδρωμένος σέρνει ένα τεράστιο λοβό μπιζελιού.
Νέκρα. Από τη στροφή πετάγεται το γνωστό раjеrо.
- Μάστορα, παράτα τα, πήδα μέσα, από δω η Σούζη και η Μαίρη, έλα πάμε για jet-ski ...
Χειμώνας. Παγωνιά. Χιόνι. Ο μέρμηγκας, στη ζέστα του τζακιού του, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, απολαμβάνουν τη θαλπωρή.
Τα ξύλα τριζοβολούν πάνω από τη θράκα. Έξαφνα, το κουδούνι της πόρτας κτυπάει.
- Ασε, θα ανοίξω εγώ, λέει η γυναίκα του μέρμηγκα. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μόνο αυτός μπορεί να είναι...
Η πόρτα ανοίγει. Ο τζίτζικας, με τη στολή και τα γυαλιά του σκι, κασκόλ, και στο υπόβαθρο το раjеrо με αλυσίδες στους τροχούς.
- Που είναι ο φίλος μου ο μέρμηγκας, φωνάζει. Θέλω το μέρμηγκα.
Ο μέρμηγκας πλησιάζει την πόρτα.
- Έλα, ντύσου, πάμε για σκι, άντε τι κάθεσαι, άντε.
- Δεν μπορώ μάστορα, πρέπει να μείνω με την οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, δεν μπορώ ...
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, και γυρνάει να φύγει.
Ο μέρμηγκας κάνει να γυρίσει προς τα μέσα, κοντοστέκεται, ξαναγυρνά προς το раjеrо και λέει του τζίτζικα:
- Και αν τυχόν συναντήσεις τον Αίσωπο, πες του ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ!
Κάποια ηλιόλουστη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα αποφάσισε (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο) να επισκεφτεί τη γιαγιά της.
Ο δρόμος ο οποίος περνούσε μέσα από το δάσος, ήταν γεμάτος αγριολούλουδα, και ήταν φυσικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας. Έτσι, ενώ πέρναγε μέσα από το δάσος, έψαχνε πίσω από δέντρα και θάμνους για να βρει αγριολούλουδα να πάει στη γιαγιά της.
Σε κάποια στιγμή, στρίβει πίσω από μία οξιά και αντικρίζει τον κακό λύκο. Με αφελές ύφος, τον ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα, απαντάει βιαστικά ο λύκος και την κοιτάει αγριεμένα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα διστάζει λίγο, αλλά γρήγορα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να ξαναρχίσει την συλλογή αγριολούλουδων. 20 μέτρα πιο κάτω, και ενώ ακολουθεί μια συστάδα αγριολούλουδων πίσω από ένα πουρνάρι, ξαναπέφτει πάνω στον κακό λύκο. Και πάλι με αφελέστατο ύφος, η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα, λέει με ακόμα πιο αγριεμένο ύφος ο κακός λύκος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει στο μάζεμα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από κάτι βράχους, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει για ακόμα μία φορά τον κακό λύκο. Έχει αρχίσει να ψυλλιάζεται τη δουλειά, και μπαίνει γρήγορα στο νόημα...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;
- Για να σε μυρίζω καλύτερα, απαντάει ο λύκος που με δυσκολία πλέον κρατούσε την οργή του!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, συνηθισμένη πλέον, φεύγει αδιάφορη για να ασχοληθεί και πάλι με τα αγριολούλουδα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το καλάθι της είχε σχεδόν γεμίσει, βλέπει μία σπηλιά και μπαίνει μέσα. Εκεί, (για φαντάσου) συναντά και πάλι τον κακό το λύκο, ο οποίος έδειχνε προκλητικά τα δόντια του. Η Κοκκινοσκουφίτσα αμέσως ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
Και ο λύκος...
- Θα με αφήσεις, γα** το φελέκι μου, να χέσω με την ησυχία μου επιτέλους;
A tiger woke up one morning feeling just great. He felt so good, he went out and cornered a small monkey and roared at him, "Who is the mightiest of all the jungle animals!?!".
And the poor quaking little monkey replied, "You are of course, no one is mightier than you."
A little while later, the tiger confronted a deer and bellowed, "Who is the greatest and strongest of all the jungle animals!?!" The deer shook so hard it could barely speak, but managed to stammer, "Oh great tiger, you are by far the mightiest animal in the jungle."
The tiger, being on a roll, swaggered up to an elephant that was quietly munching on some weeds and roared at the top of his voice,"Who is the mightiest of all the animals in the jungle!?!?!"
The elephant grabbed the tiger with his trunk, picked him up, slammed him down, picked him up again, and shook him until the tiger was just a blur of orange and black, and finally threw him violently into a nearby tree.
The tiger staggered to his feet, looked at the elephant and said, "Man, just because you dont know the answer, you dont have to get so mad!"