Ήταν μια φορά μια οικογένεια χελώνων (μάνα, πατέρας, και τρεις γιοί) και αποφάσισαν να πάνε για πικ νικ. Ξεκίνησαν ένα ωραίο πρωί και περπατώντας μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες, βρήκανε ένα ωραίο λιβάδι.
Στρώσανε μία κουβέρτα και βγάζοντας τα πράγματα είδαν ότι έλειπε το ανοιχτήρι για τις κονσέρβες. Λέει τότε ο πατέρας στον μικρό του γιό. Γιε μου να πας στο σπίτι να φέρεις το ανοιχτήρι.
Μικρός γιός: Δεν πάω θα φάτε!
Πατέρας: Σου υπόσχομαι ότι θα σε περιμένω.
Μικρός γιός: Δεν πάω θα φάτε!
Με τα πολλά όμως έφυγε. Πέρασαν τρεις μέρες αλλά δεν είχε γυρίσει. Τότε ο δεύτερος γιος άρχισε να διαμαρτύρεται ότι πεινάει. Υποσχέθηκα στον μικρό μου γιο ότι θα τον περιμένουμε λέει ο πατέρας. Πέρασε μία βδομάδα, δύο βδομάδες, ένας μήνας και άρχισαν να διαμαρτύρονται και οι άλλοι. Υποσχέθηκα στον μικρό μου γιο ότι θα τον περιμένουμε λέει πάλι ο πατέρας. Πέρασαν δύο μήνες ώσπου δεν άντεξε και ο πατέρας και λέει στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν να τρώνε. Tότε ξεπετάγεται ένα κεφάλι πίσω από κάτι θάμνους και λέει:
Θʽ φάτε ε, δεν πάω!
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό γκρίζο σπουργιτάκι. Καθόταν λοιπόν σε ένα κλαδί και θαύμαζε τα χελιδόνια. Ήταν όμως η εποχή που τα χελιδόνια άρχιζαν να αποδημούν σε τόπους πιο ζεστούς. Το σπουργιτάκι ζήλεψε, και αποφάσισε και αυτό να αποδημήσει μαζί με τα χελιδόνια.
Μια και δύο ανοίγει τα φτερά του και ξεκινάει πίσω από τα χελιδόνια. Όμως, η μικρή του αντοχή και το τσουχτερό κρύο, εξουθένωσαν το σπουργιτάκι, το οποίο πάγωσε στον αέρα και έπεσε σαν τούβλο στη γη.
Ενώ φαινότανε ότι είχε έρθει το τέλος για το σπουργιτάκι, περνάει μία αγελάδα και χέζει επάνω στο σπουργιτάκι. Παρότι το θέαμα ήταν άκρως αηδιαστικό, η ζέστη από τα σκατά της αγελάδας αναβίωσαν το σπουργιτάκι. Μόλις το σπουργιτάκι ξανάνιωσε τα φτερά του, άρχισε να κελαηδάει δυνατά από τη χαρά του που ήταν ακόμα ζωντανό.
Λίγο πιο πέρα, μία γάτα που άκουσε το κελάηδημα από το σπουργιτάκι, τρέχει γρήγορα προς το μέρος του. Μόλις το βλέπει, αμέσως το πιάνει με το στόμα και το βγάζει από τα σκατά της αγελάδας, το καθαρίζει και μετά το τρώει, δίνοντας άδοξο τέλος στο κακόμοιρο το σπουργιτάκι...

- Στον προθάλαμο του Κτηνίατρου ήταν Τρία σκυλιά δυο μικρά Γιορκσαιρ και ένα θηριο Ντογκ . Λέει ο ένας μικρός στον άλλο μικρό.
" Γιατί σαι φέρον εδώ ;"
"Αχ άστα προχτές μπήκα στου γείτονα τον κήπο ήταν εκεί η μικρή σκυλίτσα του ε τι να κάνω την πήδηξα και σήμερα με έφερε η κυρά μου να με στείρωση "
" Aστα και μένα τα ίδια ήρθε επίσκεψη η φιλενάδα της κυράς μου με την σκυλίτσα της ε έγινε το αναπόφευκτο και σήμερα είμαι και εγώ για στείρωση "
" Εσύ Μεγάλε τι έκανες "
Εγώ εχθές έσκυψε η κυρά μου να σήκωσει κάτι και εγώ την πήδηξα "
" Καλά να πάθεις γάιδαρε τώρα θα σου κόψουν τα α*****α για να δεις "
" Όχι ρε μα***ες εμένα με έφερε η κυρά μου να μου κόψουν τα νύχια "

Η αλεπού κόβει βόλτες στο δάσος και βλέπει το λαγό να γράφει στο laptop κάτω από ένα δεντράκι.
- Καλημέρα λαγέ.
- Καλημέρα αλεπού.
- Τι γράφεις λαγέ;
- Το διδακτορικό μου.
(γέλια η αλεπού ακατάσχετα)
- Και τι θέμα έχεις;
- Πως ο λαγός τρώει την αλεπού.
- Με δουλεύεις, γίνονται αυτά τα πράγματα;
- Έλα να σου δείξω.
Πράγματι, προχωρούν προς μια κοντινή σπηλιά, μπαίνουν μέσα, ακούγονται θόρυβοι πανικού και μετά ησυχία. Στο τέλος βγαίνει μόνος του ο λαγός,
Κάθεται και συνεχίζει το γράψιμο.
Περνάει αργότερα η ύαινα, τα ίδια:
- Καλημέρα λαγέ.
- Καλημέρα ύαινα.
- Τι γράφεις λαγέ;
- Το διδακτορικό μου.
(γέλια η ύαινα αυτή τη φορά ακατάσχετα)
- Και τι θέμα έχεις;
- Πως ο λαγός τρώει την ύαινα.
- Με δουλεύεις, γίνονται αυτά τα πράγματα, θα σε κάνω μια μπουκιά;
- Έλα να σου δείξω.
Ξανά το ίδιο σκηνικό, μπαίνουν στη σπηλιά και μετά από το σχετικό σαματά και τη νεκρική σιγή (σταματήστε επιτέλους τα τύμπανα) βγαίνει ο λαγός cool όπως πάντα.
Περνάει τέλος και ο λύκος.
- Καλημέρα λαγέ.
- Καλημέρα λύκε .
- Τι γράφεις λαγέ;
- Το διδακτορικό μου.
(γέλια ο λύκος μέχρι δακρύων)
- Και τι θέμα έχεις;
- Πως ο λαγός τρώει το λύκο.
- Με δουλεύεις, πρέπει να στο κόψουν το διδακτορικό;
- Έλα να σου δείξω.
Πλησιάζουν στη μυστήρια σπηλιά και όπως μπαίνουν στο σκοτάδι ανατριχιάζει ο λύκος που βλέπει βήματα ζώων να μπαίνουν και να μη βγαίνουν και κόκαλα σκορπισμένα παντού. Εκεί που κοντεύει να κατουρηθεί επάνω του βλέπει στο βάθος το λιοντάρι να κάθεται.
- Τι είναι αυτά που μου κάνεις ρε λαγέ, είπαμε πως ο λαγός τρώει το λύκο, όχι το λιοντάρι τρώει το λύκο, που με έφερες;
- Δεν κατάλαβες: το λιοντάρι επιβλέπει το διδακτορικό μου. Εγώ δουλεύω και αυτός τρώει.